Παρασκευή 19 Απρίλη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
2019 ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
«Υπόδειγμα» των βάρβαρων ευρωενωσιακών κατευθύνσεων η αντιλαϊκή πολιτική στην Ελλάδα

Την «τιμητική» της, σε ό,τι αφορά την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που αποσκοπούν στην άρση της επιχειρηματικής «αβεβαιότητας» και στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των ισχυρών επιχειρήσεων και ομίλων, έχει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2018, που δημοσιεύτηκε προ ημερών και η οποία δίνει το σήμα για επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων σε όλη την ΕΕ, στο φόντο της επιβράδυνσης στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.

Επιβεβαιώνεται και έτσι, από μια ακόμα σκοπιά, ότι η βάρβαρη πολιτική που ζουν τα εργατικά - λαϊκά στρώματα δεν αποτελεί κάποια «εξαίρεση» από τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή κανονικότητα», όπως διαφημίζουν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις που εξωραΐζουν την ιμπεριαλιστική ένωση, αλλά είναι η «κανονικότητα» η οποία ισχύει για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα σε όλη την ΕΕ.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το «παράδειγμα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατέχει περίοπτη θέση σε ειδικό πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης (2018) της ΕΚΤ με τίτλο «Η γήρανση του πληθυσμού και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της», με τους συντάκτες της έκθεσης να ξεχωρίζουν ως θετικό το παράδειγμα της Ελλάδας όπου «οι προβολές για την εξέλιξη των συνολικών δαπανών γήρανσης» κυμαίνονται στα χαμηλότερα επίπεδα σε όλη την ΕΕ, εμφανίζοντας «μείωση κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην Ελλάδα την περίοδο 2016 - 2070».

Βέβαια, το έτος βάσης (2016) αφορά στην «εμβληματική» αντιλαϊκή παρέμβαση με τον νόμο Κατρούγκαλου, σε συνέχεια των ανατροπών που προηγήθηκαν στην Κοινωνική Ασφάλιση.

Σε αντίστοιχο μήκος κύμματος, η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2019, επισημαίνει ότι «η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 συνέβαλε στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος» και όπως προβλέπουν θα συνεχίσει να συμβάλλει στη σταθερή συρρίκνωση των δημόσιων «δαπανών» για τις συντάξεις από 17% του ΑΕΠ το 2016 σε επίπεδο χαμηλότερο του 13% του ΑΕΠ μέχρι το 2030.

Θυμίζουμε, άλλωστε, ότι όλα αυτά καταγράφονται «χαρτί και καλαμάρι» στο «Αναπτυξιακό Σχέδιο» για την οικονομία, που παρουσίασε πριν από ένα χρόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, όπου οι δαπάνες για τις συντάξεις υπολογίζεται ότι θα μειωθούν από το 17,3% του ΑΕΠ το 2016, χρονιά που ψηφίστηκε ο νόμος - λαιμητόμος (4387), στο 13,4% του ΑΕΠ το 2020 (-3,9% του ΑΕΠ), ενώ η μείωση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, απόδειξη ότι οι συντάξεις θα βρίσκονται διαρκώς στη μέγγενη των περικοπών.

Πανηγυρίζοντας για τις «επιτυχίες» της, δηλαδή για την τεράστια αφαίμαξη των συνταξιούχων, αλλά και των ασφαλισμένων, η κυβέρνηση αναφέρει στο ίδιο κείμενο ότι «από το 2025 και μετά, η κρατική χρηματοδότηση θα καλύπτει μόνο την εθνική σύνταξη (4,8% του ΑΕΠ) και δεν θα είναι απαραίτητη πρόσθετη χρηματοδότηση...», ενώ «οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών(σ.σ. που προκύπτουν πάλι από τη δουλειά των εργαζομένων)θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλες τις εισφορές του συστήματος από το 2026 και μετά».

Παραπέρα, η ετήσια έκθεση της ΕΚΤ υπογραμμίζει: «Προκειμένου να αντιμετωπίσουν μελλοντικές πιέσεις στις δαπάνες γήρανσης, οι περισσότερες χώρες της Ζώνης του Ευρώ έχουν εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις συμπληρώθηκαν από πιο περιορισμένης έκτασης μεταρρυθμίσεις των συστημάτων Υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας», όπου βέβαια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει να επιδείξει το δικό της αντιλαϊκό έργο.

Εκτίναξη της «ευελιξίας» και δουλειά μέχρι τέλους για την ανάκαμψη του κεφαλαίου

Παράλληλα, η έκθεση της ΕΚΤ υπογραμμίζει: «Ιδανικά οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που ενθαρρύνουν ειδικότερα τη συμμετοχή των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων στο εργατικό δυναμικό».

Διαπιστώνει, μάλιστα, αναφορικά με τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις της αμέσως προηγούμενης περιόδου σε επίπεδο Ευρωζώνης πως «η αυξανόμενη απασχόληση των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στη διάρκεια της ανάκαμψης οφείλεται κυρίως στην άνοδο του ποσοστού συμμετοχής της εν λόγω ηλικιακής ομάδας. Σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι αντανακλά την επίδραση προγενέστερων μεταρρυθμίσεων των συνταξιοδοτικών συστημάτων», δίνοντας μάλιστα και το στοιχείο ότι τα 3/4 από την αύξηση της απασχόλησης (στην Ευρωζώνη) αποδίδεται σε εργαζόμενους ηλικίας 55 - 74 ετών.

Επιπλέον, σημειώνεται πως «κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης, περίπου το 1/3 της ανόδου της απασχόλησης αποδίδεται στη μερική απασχόληση».

Πρόκειται, βέβαια, για τομείς όπου έχει διαπρέψει και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τόσο μέσω της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης όσο και από την πλευρά της απογείωσης των ελαστικών μορφών εργασίας και της μερικής απασχόλησης.

Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (για την ελληνική οικονομία) που ενσωματώνονται στα συγκεντρωτικά στοιχεία της ΕΚΤ για την Ευρωζώνη και αποκαλύπτουν ότι:

-- Οι θέσεις μερικής - εκ περιτροπής απασχόλησης (στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας) αριθμούσαν σε 586.897 το 2017 από 420.298 το 2015, με διόγκωση 39,6% στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

-- Η μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση έχει αυξηθεί από το 10% του συνόλου των μισθωτών το 2013 σε περισσότερο από 21% το 2018.

-- Η αύξηση των θέσεων εργασίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της χρήσης της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, η συμβολή της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης στο σύνολο των νέων θέσεων εργασίας είναι 61% (και η συμβολή της πλήρους απασχόλησης 39%).

-- Στο σύνολο της οικονομίας όπως και για τους σημαντικότερους, σε όρους απασχόλησης, κλάδους (χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταποίηση, υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης), οι μεικτές ροές μισθωτής απασχόλησης ως προς το σύνολο των μισθωτών «βαίνουν διαχρονικά αυξανόμενες, υποδηλώνοντας μια σταθερή αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας», διαπιστώνει η έκθεση της ΤτΕ.

Σε αυτό το φόντο, η «ευελιξία» στον κλάδο των υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης «σπάει κοντέρ». Η μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης αριθμούσε 197.596 εργαζόμενους το 2017, από 131.678 το 2015, δηλαδή με αύξηση 50% στη διάρκεια της περιόδου όπου καταγραφόταν εκτίναξη των κερδών για τους ξενοδοχειακούς ομίλους και τις μεγάλες μονάδες. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδας, «ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο κλάδος παρά τη σημαντική αύξηση στη ζήτηση του προϊόντος του και στις εισπράξεις του τα τελευταία χρόνια, επέλεξε να καλύψει τις ανάγκες του με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και όχι με εργασία πλήρους απασχόλησης».


Α. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ