Αυτή είναι άλλωστε και η ομπρέλα κάτω από την οποία επιδιώκει να στεγάσει το περίφημο «προοδευτικό μέτωπο», δηλαδή τη διαμόρφωση ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, που θα συγκροτείται από τη νέα σοσιαλδημοκρατία της μετεξέλιξης του οπορτουνισμού σε «αριστερά του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και του κεφαλαίου» και τα διάφορα ρετάλια της παλιάς και γνωστής, για τη θητεία της υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου και σε βάρος του λαού, ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Η επίκληση του ακροδεξιού κινδύνου αποτελεί με δυο λόγια το νέο βολικό σχήμα για τον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων στην πολιτική στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων. Ουσιαστικά, για μια ακόμα φορά, ο λαός εκβιάζεται ότι αν δεν στηρίξει με την ψήφο του το «μικρότερο κακό» των «προοδευτικών» σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που θα συνεχίσουν αταλάντευτα την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου και υποτίμησης των εργατικών - λαϊκών αναγκών, τότε θα έρθει το «μεγαλύτερο κακό», η ακροδεξιά, ο εθνικισμός και τελικά ο φασισμός.
Αυτό είναι το δίλημμα που «δουλεύεται» και θα δουλευτεί το επόμενο διάστημα συστηματικά από την κυβέρνηση, αξιοποιώντας σε αυτήν την κατεύθυνση τόσο τις εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές κορόνες στελεχών της ΝΔ όσο και τη δράση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών ομάδων.
Γιατί, όμως, το ΚΚΕ λέει ότι πρόκειται για ένα κάλπικο δίλημμα και για ένα σχήμα εγκλωβισμού του λαού;
Πρώτα απ' όλα γιατί αυτές οι δυνάμεις, οι θέσεις τους και η πολιτική τους κατεύθυνση δεν διαφέρουν σε κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα σε σχέση με την πολιτική των «δημοκρατικών» και «προοδευτικών» αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Η ταύτισή τους στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου βγάζει μάτι.
Για το στόχο της ανάκαμψης των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, «προοδευτικοί» και «συντηρητικοί», «δημοκράτες» και «ακροδεξιοί» εκπρόσωποι της αστικής τάξης ψήφισαν από κοινού το 3ο μνημόνιο, εκατοντάδες αντιλαϊκούς - αντεργατικούς νόμους, προκλητικά προνόμια για το κεφάλαιο και τους «επενδυτές».
Για τους ίδιους στόχους η Χρυσή Αυγή, που κατά τ' άλλα προσπαθεί με δήθεν «αντισυστημικές» κορόνες να ψαρέψει στα νερά της λαϊκής δυσαρέσκειας που γεννάει η αντιλαϊκή πολιτική, κατέθεσε εκατοντάδες Ερωτήσεις για νέα προκλητικά προνόμια στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, προτάσεις για ακόμα χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και ειδικές οικονομικές ζώνες - φορολογικούς παραδείσους για το κεφάλαιο, στήνει δουλεμπορικά γραφεία για ακόμα φτηνότερη εργατική δύναμη, λέει ότι «το μνημόνιο της Χρυσής Αυγής (...) θα είναι ελληνικό δημιούργημα, το ελληνικό σχέδιο ανάπτυξης», όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλες αστικές δυνάμεις μιλάνε για την Ελλάδα που πλέον έχει την «ιδιοκτησία» των αντιλαϊκών προγραμμάτων.
Από κοινού, είτε προβάλλοντας το «καρότο» είτε το «μαστίγιο», υπηρετούν τους στόχους της αστικής τάξης για την εξασφάλιση «κοινωνικής συναίνεσης» και «εργασιακής ειρήνης», υποταγή δηλαδή της εργατικής τάξης και του λαού στο κεφάλαιο.
Οπως βέβαια και από κοινού υπηρετούν το στόχο της αστικής τάξης για την εξασφάλιση της «πολιτικής σταθερότητας», της αντιλαϊκής «συνέχειας» του αστικού κράτους, ανεξάρτητα από εναλλαγές στο τιμόνι της διακυβέρνησης, όπως έδειξαν μεταξύ άλλων η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οι διατάξεις που από κοινού ψήφισαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Και βέβαια όλοι μαζί από κοινού υπηρετούν το στόχο της «γεωστρατηγικής αναβάθμισης» της ελληνικής αστικής τάξης εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με τη μετατροπή όλης της Ελλάδας σε αμερικανοΝΑΤΟική βάση εφόρμησης, σε «γεωπολιτικό μεντεσέ» για τα σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αυτούς τους στόχους, παρά τις δημαγωγικές κορόνες, στηρίζουν και οι εθνικιστικές ακροδεξιές δυνάμεις, από τον Π. Καμμένο, που ως συγκυβερνήτης του ΣΥΡΙΖΑ «συνέβαλε καθοριστικά ώστε το "καράβι" να στρέψει προς τις ΗΠΑ», κατά τη γνωστή του δήλωση, έως τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, που λέει ότι η Ελλάδα πρέπει «να εφεύρει έναν τρόπο να καταστεί αναγκαία σε μία ή περισσότερες μεγάλες δυνάμεις» και ότι «η γεωστρατηγική αντίληψη του ελλαδικού χώρου, όπως και η αμυντική πολιτική της χώρας μας, οφείλει να παρακολουθεί και να λαμβάνει υπόψη την αντίληψη των ΗΠΑ για τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο και συνακόλουθα τις μείζονες στρατηγικές επιλογές τους» (8ο Συνέδριο, Πολιτικό Πρόγραμμα).
Αλλά και οι διαφοροποιήσεις και διαφωνίες τέτοιων δυνάμεων σε επίπεδο ΕΕ, πολιτικών δυνάμεων που εντάσσονται στο αστικό ρεύμα του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» και που ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως «κίνδυνο - θάνατο» για την ιμπεριαλιστική ένωση, καλώντας το λαό να κάνει δική του τη «μάχη» για τη διατήρηση της συνοχής της, δεν αφορούν τίποτα παραπάνω από τους όρους με τους οποίους η κάθε αστική τάξη θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, αν αυτό θα γίνει περισσότερο με «προστατευτικά μέτρα» και διεκδικώντας μεγαλύτερα περιθώρια απευθείας στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων από τα κράτη εντός ή και εκτός της ιμπεριαλιστικής ένωσης ή με ενίσχυση και «εμβάθυνση» των ευρωενωσιακών πολιτικών.
Και ιστορικά άλλωστε έχει αποδειχτεί ότι αυτές οι δυνάμεις δυναμώνουν και αναβαθμίζονται σε φάσεις που το σύστημα έχει δυσκολίες και ταυτόχρονα οξύνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Σε τέτοιες συνθήκες ξεσκεπάζεται και ο πιο αντιδραστικός χαρακτήρας του συστήματος και τέτοιου είδους δυνάμεις βγαίνουν αντικειμενικά στο προσκήνιο, ως δυνάμεις που με πιο αποφασιστικό τρόπο θα δώσουν οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά τη μάχη του ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο και θα τσακίσουν με όλα τα μέσα το εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Αλλωστε, ως τέτοιες, δυνάμεις κρούσης απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα συγκροτούνται οι δυνάμεις αυτές, που πίσω από τη λαϊκιστική δημαγωγία και τις «αντισυστημικές» κορόνες τους βρίσκονται οι πολυποίκιλοι κρυφοί και φανεροί δεσμοί τους με το κεφάλαιο.
Γι' αυτό συστηματικά ΜΜΕ τούς έδωσαν βήμα και λόγο, τους έκαναν «οικείους» σε εργατικά - λαϊκά στρώματα, προσπάθησαν να τους «ξεπλύνουν» από την εγκληματική τους δράση και με κάθε ευκαιρία το επαναλαμβάνουν.
Γι' αυτό συστηματική είναι και η ιδεολογική προετοιμασία για τη στήριξη των δυνάμεων αυτών. Ο αντικομμουνισμός, το σάπιο κατασκεύασμα της ταύτισης κομμουνισμού - ναζισμού που αποτελεί και επίσημη πολιτική της ΕΕ, η αναγωγή απ' όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις των συμφερόντων του κεφαλαίου σε «εθνικό» συμφέρον, οι συκοφαντίες ενάντια στο εργατικό κίνημα, στην απεργία ως μορφή πάλης, στρώνουν όλα μαζί το έδαφος για τις δυνάμεις αυτές.
Τι έχει δείξει επίσης η Ιστορία;
Οτι όλες οι δυνάμεις του αστικού «δημοκρατικού τόξου», πίσω από «αντιφασιστικά» και «αντιακροδεξιά» συνθήματα, άνοιξαν συστηματικά το δρόμο σε τέτοιες δυνάμεις, πρώτα απ' όλα αφοπλίζοντας το εργατικό - λαϊκό κίνημα, υποτάσσοντάς το στους στόχους του κεφαλαίου αλλά και κάνοντας στην άκρη όταν η αστική τάξη επέλεξε να δώσει το «πράσινο φως» για να έρθουν αυτές οι δυνάμεις στην αστική διακυβέρνηση.
Πολιτικές δυνάμεις, κόμματα και κυβερνήσεις που υπηρετούν το κεφάλαιο και την εξουσία του, όχι μόνο δεν φράζουν το δρόμο στην ακροδεξιά, αλλά τη θρέφουν ακόμα περισσότερο, γιατί θρέφουν το ίδιο το σύστημα που τη γεννά και τη θρέφει.
Για να μην πάμε πιο πίσω στην Ιστορία, στο πώς π.χ. η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έστρωσε το δρόμο για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία, μπορεί κανείς να ρίξει μια ματιά στην πιο πρόσφατη πείρα, όπως π.χ. στην Ιταλία, όπου ο Ρέντσι άνοιξε το δρόμο για να περάσει ο Σαλβίνι, όπως παλιότερα ο Ντ' Αλέμα άνοιξε το δρόμο στον Μπερλουσκόνι, στις δήθεν «αριστερές» κυβερνήσεις της Ρούσεφ και του Λούλα στη Βραζιλία, που έστρωσαν το έδαφος να πατήσει ο φασίστας Μπολσονάρο και πάει λέγοντας.
Ολα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την πείρα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα.
Η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με το ακροδεξιό ΛΑ.Ο.Σ., η τετράχρονη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ και η σημερινή κυβέρνησή του με τμήματά τους, η νομιμοποίηση της δράσης τέτοιων δυνάμεων μέσω της «θεσμικής» εκπροσώπησής τους, όπως π.χ. στις εκδηλώσεις των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου η κυβέρνηση καλεί τους υπόδικους ναζιστές, η συμμετοχή τους σε μια σειρά από κοινά ψηφοδέλτια στις τοπικές εκλογές, η απαράδεκτη καθυστέρηση στη δίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, όπως και συνολικά η στάση των δυνάμεων καταστολής απέναντί τους, δείχνουν και τους «δεσμούς αίματος» αυτών των δυνάμεων με το σύστημα και το αστικό κράτος, όπως επίσης και ότι κάθε άλλο παρά «σινικά τείχη» χωρίζουν «προοδευτικές», «συντηρητικές» και ακροδεξιές αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Οπως βέβαια «αέρα στα πανιά» τέτοιων δυνάμεων δίνει και η αξιοποίησή τους στις αντιπαραθέσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των αστικών κομμάτων, το «φούσκωμα» με το μυαλό στην κάλπη, π.χ. ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να κόψει ψήφους από τη ΝΔ, το «χάιδεμα» και το «ψάρεμα» της ΝΔ στα βρωμόνερα του εθνικισμού.
Το συμπέρασμα είναι αβίαστο: Η αντιπαράθεση στον εθνικισμό, στο φασισμό, στην ακροδεξιά δεν μπορεί να δοθεί από δυνάμεις που στηρίζουν το σύστημα που τα εκτρέφει και τα ενισχύει, που τα θέλει ως εφεδρεία του, απ' όσους «κρατάνε ψηλά» την αιματοβαμμένη σημαία των ΝΑΤΟ και ΕΕ, παίρνουν τα συγχαρητήρια του ακροδεξιού Τραμπ και βέβαια του κεφαλαίου για τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική που υλοποιούν.
Πραγματική απάντηση στις εκλογές στην ακροδεξιά και τον φασισμό μπορεί να αποτελέσει μόνο η μεγάλη ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Για να γκρεμιστεί η εγκληματική ναζιστική Χρυσή Αυγή απ' την τρίτη θέση. Για να πατώσουν οι υποψήφιοί της σε Περιφέρειες και δήμους. Για να δυναμώσει η πάλη ενάντια στα συμφέροντα που γεννούν και θρέφουν το φασισμό. Για να απομονωθούν οι μπράβοι της Χρυσής Αυγής στις εργατικές - λαϊκές γειτονιές και τους τόπους δουλειάς.
Οι πραγματικά προοδευτικοί άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ και στα «πλυντήρια» που φτιάχνει. Συμπορεύονται με το ΚΚΕ, για να βάλουμε μπροστά τις ανάγκες του λαού, για να αλλάξουμε τους αρνητικούς συσχετισμούς παντού, για να συγκρουστούμε με το σημερινό σάπιο σύστημα, που γεννά τη φτώχεια, τον πόλεμο και το φασισμό.