Πέμπτη 8 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
Στην Ευρώπη του Μάαστριχτ
Συστάσεις για σκληρότερη λιτότητα και νέα αντεργατικά μέτρα

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι συστάσεις προς την ελληνική κυβέρνηση

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ: (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ)

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η Κομισιόν δημοσιοποίησε χτες στις Βρυξέλλες την ετήσια έκθεση των «γενικών κατευθύνσεων στις οικονομικές πολιτικές για το 2000» (GOPE), διαπιστώνοντας «την πιο ισχυρή ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας» για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), με ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ύψους 3,4%, αλλά και «τα πρώτα σημάδια μιας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης», επιμένοντας στη συνέχιση και ενίσχυση της ταξικής «αυστηρότητας» όσον αφορά τις κυβερνητικές δημοσιονομικές πολιτικές και τα μισθολογικά, ενώ απευθύνει ιδιαίτερα αυστηρή κριτική προς την Ελλάδα για την «απογοητευτική» μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και την «επιβράδυνση» των ιδιωτικοποιήσεων.

Η έκθεση διεκδικεί μια ταξική εποπτεία του «συνόλου» των σχέσεων κεφαλαίου - εργασίας στην ΕΕ, και στη βάση των στοιχείων για το 2000 επιχειρεί μια «μακροοικονομική» προβολή της «οικονομικής στρατηγικής», ισχυριζόμενη ότι «η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες επιβάλλουν την υιοθέτηση μιας συνολικής στρατηγικής της ΕΕ». Η Κομισιόν επιχαίρει για τη «σταθεροποίηση» των οικονομικών «δεικτών» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, παρά τις εξωτερικές πιέσεις από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, αλλά και για τη συνολική «μισθολογική συγκράτηση». Η Κομισιόν δεν ξεχνά ποτέ το ρόλο της ως Γενικού Επιτελείου του μεγάλου κεφαλαίου στην ΕΕ και επιβεβαιώνει την ταξική πεποίθηση ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην αγορά εργασίας έχουν εξασθενίσει τις μισθολογικές διεκδικήσεις». Αλλά, ακριβώς γι' αυτό δεν ξεχνά ποτέ και το ρόλο της ως «θεματοφύλακα» που επαγρυπνεί για τη μη χαλάρωση του ταξικού ανταγωνισμού στο σύνολο της ΕΕ και καταγράφει λεπτομερώς τα αποτελέσματα τόσο της «αναδιάρθρωσης» του κεφαλαίου όσο και των πολιτικών εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας.

Η GOPE χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες, μία για το σύνολο της ΕΕ και μία δεύτερη για κάθε κράτος - μέλος ξεχωριστά. Το κεφάλαιο για την Ελλάδα είναι ιδιαζόντως αυστηρό με εκφράσεις και χαρακτηρισμούς που δε συνηθίζονται σε εκθέσεις των Βρυξελλών. Η Κομισιόν αναγνωρίζει το «δυναμισμό» της ελληνικής οικονομίας, αλλά εξαπολύει συνολική επίθεση κατά των Ελλήνων εργαζομένων, απαιτώντας από την κυβέρνηση «επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών» στις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας, τόσο όσον αφορά τις κρατικές ανεπάρκειες όσο και την «απογοητευτική» προσαρμογή της αγοράς εργασίας «που δημιουργεί σημαντικό πρόσθετο βάρος στις επιχειρήσεις».

Ελλάδα

Η Κομισιόν δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα με την «προσαρμοστικότητα» του ελληνικού κεφαλαίου, αφού η Ελλάδα «έχει εφαρμόσει πιστά επί σειρά ετών προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής» στα πλαίσια της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, και «η ελληνική οικονομία επέδειξε δυναμισμό, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,1% το 2000, ποσοστό υψηλότερο του κοινοτικού μέσου όρου για πέμπτο συνεχές έτος». Η Κομισιόν εκτιμά ότι ιδιαίτερη σημασία είχε η αύξηση των επενδύσεων το 2000 σε ρυθμό +90% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Το δημοσιονομικό έλλειμμα για το 2000 θα ανέλθει στο μείον 0,9% του ΑΕΠ, ενώ το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό και κυμαίνεται στο 103,9% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την έκθεση, το υψηλό χρέος επιβάλλει την «ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας», αλλά «η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης προκαλεί ανησυχίες, κυρίως λόγω των επερχόμενων προκλήσεων του ασφαλιστικού και της γήρανσης του πληθυσμού».

Ο πληθωρισμός αυξήθηκε στην Ελλάδα από το 2,1% του 1999, σε 2,9% το 2000, και η Κομισιόν προβλέπει «ενδεχόμενη εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων», οι οποίες πρέπει να «αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μέσω μιας αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της κατάλληλης μισθολογικής πολιτικής». Η έκθεση διαπιστώνει «βραδύ ρυθμό» στις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά προϊόντων, ενώ ο ρυθμός ενσωμάτωσης της κοινοτικής νομοθεσίας και των κανονισμών της «ενιαίας αγοράς» εξακολουθεί να είναι «ο χαμηλότερος της ΕΕ». Το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει δύσκολο, εξαιτίας των «γραφειοκρατικών προβλημάτων», που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, της «χαμηλής αποδοτικότητας» της δημόσιας διοίκησης και του «πολύπλοκου φορολογικού συστήματος». Σύμφωνα με την Κομισιόν «η ιδιωτικοποίηση και η απελευθέρωση βασικών τομέων κοινής ωφέλειας προωθούνται με βραδύ ρυθμό» και, μάλιστα, «οι ιδιωτικοποιήσεις επιβραδύνθηκαν το 2000». Οι ελληνικές αρχές «αναβάλλουν» την ιδιωτικοποίηση, μέχρι τα όρια των «εξαιρέσεων» για την Ελλάδα που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ και είναι το 2001 για τις τηλεπικοινωνίες και τον ηλεκτρισμό και το 2006 για το φυσικό αέριο. Οσον αφορά τις δαπάνες για την έρευνα και την τεχνολογία παραμένουν «από τις χαμηλότερες στην ΕΕ» και «με ελάχιστη συμβολή του ιδιωτικού τομέα». Το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται ως «αδύναμο», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την προετοιμασία των νέων για την αγορά εργασίας.

Επίθεση κατά των Ελλήνων εργαζομένων

Η Κομισιόν, με άλλοθι τη δραματική αύξηση της ανεργίας στην Ελλάδα, επιχειρεί επίθεση κατά του συνολικού «πολύπλοκου κανονιστικού πλαισίου των αγορών εργασίας». Η έκθεση αναφέρει ως ποσοστό ανεργίας για το 2000, το 11,2% του εργατικού δυναμικού, αλλά αυτό ως «εκτίμηση», γιατί δεν υπάρχουν ακόμη πραγματικά στοιχεία. Η ανεργία το 1999 ανέρχονταν στο 11,7% (521.00 άνεργοι) και το 1998 στο 10,9% (483.000 άνεργοι), ενώ στους νέους κάτω των 25 ετών είναι περίπου τριπλάσια (31,6% για το 1999 και 30,1% για το 1998). Αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα, οι επίσημοι αριθμοί αποδεικνύουν μείωση της απασχόλησης και μάλιστα εντυπωσιακή, αφού το 1998 η «απασχόληση» αυξήθηκε κατά συν 3,4% και το 1999 μειώθηκε κατά μείον 0,7%. Οι αριθμοί της Κομισιόν καταδείχνουν επίσης μείωση του ποσοστού των απασχολουμένων, αφού το 1998 αποτελούσαν το 55,6% του εργαζόμενου πληθυσμού, το 1999 το 55,4% και το 2000 το 55,4%. Οσον αφορά τη μισθωτή εργασία, τα στοιχεία της Κομισιόν, παρουσιάζουν ανάγλυφα την άγρια πολιτική λιτότητας.

Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά συν 4,1% το 1999 και συν 2,9% το 2000, το πραγματικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά μείον 2,2% το 1999 και μείον 0,6% το 2000, ενώ οι αμοιβές ανά εργαζόμενο μειώνονται συνεχώς καθ' όλη τη δεκαετία που πέρασε αφού την περίοδο 1991-96 ήταν 11,6%, το 1997 6%, το 1998 4,8%, το 1999 4,6% και το 2000 4,5%. Παρ' όλα αυτά, η Κομισιόν ισχυρίζεται ότι «η χαμηλή απασχόληση και η υψηλή ανεργία οφείλεται στο πολύπλοκο κανονιστικό πλαίσιο των αγορών εργασίας που δημιουργεί σημαντικό πρόσθετο βάρος στις επιχειρήσεις (!!!) εμποδίζοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ιδίως θέσεων μερικής απασχόλησης. Η κατάσταση δε μεταβλήθηκε παρά τα δύο μεταρρυθμιστικά προγράμματα των αγορών εργασίας. Το φορολογικό σύστημα και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παραμένουν πολύπλοκα, προκαλώντας σημαντικές στρεβλώσεις, μεταξύ άλλων την παροχή κινήτρων για αυτοαπασχόληση και μαύρη εργασία από πολλούς εργαζόμενους μέχρι λίγο πριν από τη συνταξιοδότηση. Επιπλέον, ο άκαμπτος τρόπος προσδιορισμού των μισθών δείχνει ότι οι αποδοχές δεν αντικατοπτρίζουν τις διαφορές παραγωγικότητας που υφίστανται μεταξύ γεωγραφικών περιοχών, αλλά και μεταξύ των εργαζομένων».

Πρόκειται για συνολική ταξική επίθεση κατά της ελληνικής εργατικής τάξης. Σύμφωνα με την Κομισιόν «η παραγωγικότητα παραμένει σχετικά χαμηλή, ενδεχομένως και λόγω του μικρού βαθμού έκθεσης της ελληνικής οικονομίας στο διεθνή ανταγωνισμό». Επικρίνεται αυστηρά η κυβερνητική πολιτική, αφού «οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν το 2000, και οι οποίες ως ένα βαθμό αποτέλεσαν προσπάθεια διόρθωσης του πακέτου του 1998 που είχε πολύ απογοητευτικά αποτελέσματα, μάλλον περιπλέκουν περαιτέρω το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές εργασίας προσθέτοντας νέα βάρη (!!!) στους εργοδότες». Οι Βρυξέλλες απαιτούν νέα δραστικά μέτρα «για την αντιμετώπιση της ανελαστικότητας στον προσδιορισμό των μισθών». Και προτείνουν επέκταση των «Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης» για «αύξηση της διαφοροποίησης των μισθών σε περιφερειακό επίπεδο». Με την προειδοποίηση ότι «οι κοινωνικοί εταίροι αντιλαμβάνονται την ανάγκη διατήρησης θέσεων εργασίας και ανταγωνιστικότητας στο νέο οικονομικό περιβάλλον». Μ' άλλα λόγια αν δεν «προσαρμόζονται» απολύστε τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ