«Παράπλευρες απώλειες» της «απελευθέρωσης» οι χιλιάδες απολύσεις και οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις
Οι υποσχέσεις ΕΕ, κυβερνήσεων και αστικών κομμάτων ότι η «απελευθέρωση» θα έφερνε τάχα «περισσότερες και καλύτερες» θέσεις εργασίας, αλλά και φτηνότερες υπηρεσίες για τον λαό, από το άνοιγμα του ανταγωνισμού στην αγορά, γρήγορα αποδείχθηκαν φούμαρα.
Οι εργαζόμενοι στις Τηλεπικοινωνίες και τα λαϊκά στρώματα πλήρωσαν την «απελευθέρωση» με περισσότερη «ευελιξία» στην απασχόληση, με συμπίεση των μισθών και κατάργηση δικαιωμάτων, ενώ το αφήγημα της μείωσης του κόστους χρήσης των τηλεπικοινωνιών (σταθερή και κινητή τηλεφωνία, δίκτυο δεδομένων) κατέρρευσε στην πράξη.
Συμμέτοχες στην «απελευθέρωση» των τηλεπικοινωνιών ήταν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, με τον νόμο 2075/1992, έδωσε σε δύο εταιρείες («Πάναφον» και «Τελεστέτ») το αποκλειστικό δικαίωμα εγκατάστασης, λειτουργίας και εκμετάλλευσης της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα.
Οι δύο αυτές εταιρείες, μέσα σε 3,5 χρόνια λειτουργίας, είχαν τζίρο πάνω από 100 δισεκατομμύρια δραχμές χρησιμοποιώντας το σταθερό δίκτυο του ΟΤΕ, ο οποίος επιδοτούσε κι από πάνω την κερδοφορία τους, χρεώνοντας στο 1/3 την επισύνδεση του σταθερού δικτύου του με αυτό της κινητής τηλεφωνίας. Μόνο για το 1995, η ρύθμιση αυτή απέφερε στους δύο ομίλους πάνω από 11,5 δισ. δραχμές.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διατήρησε τους νόμους της ΝΔ και με τη σειρά της ψήφισε τον νόμο 2257/1994, με τον οποίο ξεκίνησε το 1996 η διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ, στο πλαίσιο της πολιτικής «απελευθέρωσης» των τηλεπικοινωνιών. Με διάφορους σταθμούς, η πορεία αυτή οδήγησε ώστε σήμερα το 51% των μετοχών να ανήκει στη γερμανική «Deutsche Telekom», το 41% σε άλλους ομίλους και το 1,1% στο ελληνικό κράτος.
Με τον νόμο 2867/2000, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «απελευθέρωσε» πλήρως τις τηλεπικοινωνίες, αυξάνοντας τον αριθμό των μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαδικασία συγκέντρωσης, μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Από τότε όλες οι κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, έχουν στηρίξει στο ακέραιο την πολιτική της «απελευθέρωσης». Σήμερα, τρεις βασικοί «παίκτες» («Cosmote», «Vodafone», «Nova») κυριαρχούν στην αγορά, με κύκλο εργασιών που αθροιστικά ξεπερνάει τα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο, από το 2013 μέχρι το 2021 και ετήσια έσοδα πάνω από 3 δισ. ευρώ.
Μόνο το 2021:
-- Τα συνολικά λιανικά έσοδα από την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας και διαδικτύου σε σταθερή θέση ανήλθαν σε 1,45 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 2% σε σχέση με το 2020.
-- Τα λιανικά έσοδα από πώληση υπηρεσιών φωνής και δεδομένων (συμβολαίου και καρτοκινητής) αυξήθηκαν κατά 2,7% και ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ.
Ως προς τα μερίδια αγοράς, το 2021 η «Cosmote» είχε το 63% της τηλεφωνίας και του διαδικτύου σε σταθερή θέση και το 45% - 55% της κινητής τηλεφωνίας ως προς τα λιανικά έσοδα.
Τι γίνεται όμως στην άλλη πλευρά της «τραμπάλας», εκεί που βρίσκονται οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, είτε ως απασχολούμενοι στις τηλεπικοινωνίες είτε ως χρήστες των υπηρεσιών που προσφέρουν; Ορισμένα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
Σε ό,τι αφορά, τέλος, το όφελος που είχαν οι καταναλωτές σε φτηνότερες και καλύτερες υπηρεσίες, με όλη τη σχετικότητα που μπορεί να έχουν οι συγκρίσεις σε έναν κλάδο που ενσωματώνει ταχύτατα τα νέα δεδομένα της τεχνολογικής εξέλιξης, ορισμένα στοιχεία είναι ενδεικτικά για την αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να απολαμβάνει ο λαός σύγχρονες, φτηνές, ασφαλείς και γρήγορες τηλεπικοινωνίες και στο τοπίο που διαμορφώνει η ανάπτυξη του κλάδου και της αγοράς με κριτήριο το κέρδος των ομίλων.
Η εξέλιξη δηλαδή του κόστους για τα νοικοκυριά είναι εντελώς δυσανάλογη με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με τη ραγδαία αύξηση της πελατειακής βάσης στην οποία απευθύνονται οι εταιρείες, ειδικά όταν μιλάμε για ταχύτερες συνδέσεις στο διαδίκτυο και διευρυμένα πακέτα παροχών στην κινητή και σταθερή τηλεφωνία.
Πολλά νοικοκυριά συνεχίζουν επίσης να αντιμετωπίζουν μεγάλη ασυμμετρία μεταξύ των υπηρεσιών που αγοράζουν και αυτών τις οποίες τελικά χρησιμοποιούν, λόγω κυρίως των υποδομών, που η αναβάθμισή τους προχωρά με αργότερους ρυθμούς από την ανάπτυξη της αγοράς, στη λογική του «κόστους - οφέλους» για τα μονοπώλια του κλάδου.