Copyright 2018 The Associated |
Από την τελευταία συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν |
Ο Αλ. Τσίπρας θα έχει σήμερα συνάντηση στην Αγκυρα με τον αντιπρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Φουάτ Οκτάι, αργότερα με τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και εν συνεχεία θα υπάρξουν διευρυμένες συνομιλίες της ελληνικής αποστολής με αξιωματούχους της κυβέρνησης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αύριο Τετάρτη, ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα επισκεφτεί την Αγία Σοφία, τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου αφού ξεναγηθεί θα έχει συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και, τέλος, θα έχει συνάντηση με εκπροσώπους της ελληνικής ομογένειας της Κωνσταντινούπολης στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, όπου στεγάζεται το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας.
Στο επίκεντρο των συνομιλιών αναμένεται να βρεθούν οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, το Κυπριακό και οι εξελίξεις τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μέση Ανατολή, κυρίως στη Συρία, η Ενέργεια, το διμερές εμπόριο κ.ά.
Θυμίζουμε ότι η προηγούμενη συνάντηση των δύο ανδρών έγινε στην Αθήνα το 2017, όπου ο Ρ. Τ. Ερντογάν πρόβαλε ευθέως τις τουρκικές διεκδικήσεις, αναβαθμίζοντάς τις μάλιστα, θέτοντας και επίσημα θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης, ζητήματα σε σχέση με τη μειονότητα στη Θράκη κ.ά.
Σε συνέντευξή του στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων «Anadolu», ο Αλ. Τσίπρας περιγράφει ακριβώς τον ρόλο «μεντεσέ» που έχει αναλάβει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τα ευρωατλαντικά σχέδια απέναντι και στην Τουρκία, υποστηρίζοντας ότι με τον Ρ. Τ. Ερντογάν μοιράζεται μια σχέση που «δοκιμάστηκε σε πολύ δύσκολες στιγμές, αλλά αποτέλεσε και τη βάση για να αποκτήσουμε διαύλους επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα, να υπερβούμε εμπόδια και να μπορούμε σήμερα να μιλάμε για μια θετική ατζέντα».
Ο Αλ. Τσίπρας προτάσσει ως «υπόδειγμα» συνεργασίας την από κοινού υλοποίηση της κατάπτυστης συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας για το Προσφυγικό, εξαιτίας της οποίας χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες μένουν εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά. «Η Ελλάδα και η Τουρκία απέδειξαν για πρώτη φορά, το 2015-2016, ότι μπορούν να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση μειζόνων διεθνών προκλήσεων, όπως ήταν και είναι η προσφυγική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, επισκέφτηκα τρεις φορές την Τουρκία, ενώ συνεργαστήκαμε για τη Δήλωση ΕΕ - Τουρκίας, την ενίσχυση της ευρωτουρκικής στρατηγικής συνεργασίας και την προώθηση της δράσης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν μειωθεί δραστικά οι ροές και ειδικά οι θάνατοι στο Αιγαίο», δηλώνει.
Παραπέρα προτάσσει την ενεργειακή συνεργασία με τον αγωγό TAP και τη συζήτηση για την επέκταση του αγωγού «Turkish Stream» στην Ευρώπη, αλλά και έργα υποδομών όπως τη σιδηροδρομική διασύνδεση Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης και τη βελτίωση της διόδου Κήπων - Υψάλων, την ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων, ως τα ζητήματα που ενώνουν τις αστικές τάξεις των δύο κρατών και υπαγορεύουν προσέγγιση που εκφράστηκε, όπως δηλώνει, με νέο γύρο διερευνητικών συνομιλιών, με συνομιλίες για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και για μείωση της έντασης στο Αιγαίο κ.ά.
Ενώ, σε σχέση με την επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης, ο Αλ. Τσίπρας μιλάει για «επιθετική τουρκική αεροναυτική δραστηριότητα στο Αιγαίο (που) έφτασε σε υψηλό επίπεδο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε πολύ επικίνδυνα περιστατικά. Το θέμα των Τούρκων στρατιωτικών αποτέλεσε πρόκληση στις σχέσεις μας. Ενώ, η σύλληψη των δύο στρατιωτικών τις επιβάρυνε επίσης».
Ενδεικτικό πάντως των όσων πρόκειται να συζητηθούν είναι ότι ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του δεν διστάζει για δεύτερη φορά μέσα σε μια βδομάδα να προβάλει ως υπόδειγμα και για τις υπόλοιπες «διευθετήσεις» που δρομολογεί η κυβέρνηση - και για τα Ελληνοτουρκικά - την ευρωατλαντική συμφωνία των Πρεσπών, λέγοντας πως «η Ελλάδα ανοίγει ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο το 2019, όπου (...) επιλύει προβλήματα με τους γείτονές της, όπως τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία, και γίνεται πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή με νέες συνεργασίες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ιστορικά βήματα. Πρέπει να οικοδομήσουμε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο, προς όφελος των λαών μας αλλά και της ευρύτερης περιοχής».
Θυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί την προηγούμενη βδομάδα, κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Κύπρου, Ν. Αναστασιάδη, η πολύ επικίνδυνη συσχέτιση της συμφωνίας των Πρεσπών με το Κυπριακό, που παρέπεμπε ευθέως σε πιο ενεργή παρέμβαση του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα στις διαπραγματεύσεις, με τον πρωθυπουργό να λέει ότι η συμφωνία «είναι μία σημαντική εξέλιξη και πιστεύω ότι θα βοηθήσει την προσπάθειά μας να διεκδικήσουμε, στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, του ΟΗΕ, μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό».
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στη συνέντευξή του στο «Anadolu», ο πρωθυπουργός δείχνει προς την κατεύθυνση ξαναζεστάματος των συνομιλιών πάνω στα διάφορα διχοτομικά σχέδια για την Κύπρο, σημειώνοντας πως «θεωρώ ότι - ανεξάρτητα από εξελίξεις όπως οι εκλογές στην Τουρκία ή στην Ελλάδα - πρέπει να επιδιώκουμε σταθερά τη δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς η μόνη λύση είναι η επανένωση του νησιού σε αυτό το πλαίσιο. Μια λύση που να επιτρέπει στην ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία να είναι ένα κανονικό κράτος της ΕΕ και να λειτουργεί προς όφελος όλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», προσθέτοντας ότι «για να φτάσουμε εκεί, θεωρώ ότι πρέπει α) να έχουμε ένα κείμενο "όρων αναφοράς" που να αντανακλά το πλαίσιο Γκουτέρες όπως παρουσιάστηκε στο σημείο που τερματίστηκαν οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά, β) να υπάρξει σημαντική πρόοδος στις δικοινοτικές συνομιλίες, και γ) σε σχέση με την Ελλάδα, να διεξάγουμε αποτελεσματικές προπαρασκευαστικές συναντήσεις για το θέμα της ασφάλειας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η στάση της Τουρκίας στα ανωτέρω».
Σε ερώτηση για τη Συνθήκη της Λοζάνης και τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ο Αλ. Τσίπρας δηλώνει ότι «η Συνθήκη της Λοζάνης αποτελεί το διεθνές συμβατικό καθεστώς για τις δύο χώρες μας σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητες. Από εκεί και πέρα, η προώθηση μεταρρυθμίσεων για τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας αποτελεί αναγκαία δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους πολίτες της και όχι ζήτημα διμερών σχέσεων με την Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε προχωρήσει έως τώρα σε σημαντικά βήματα, είτε αφορούν την εφαρμογή της Σαρία και τη δομή και τη λειτουργία των Μουφτειών, είτε την Παιδεία. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε».