Παρέμβαση του Γ. Θεωνά στην ακρόαση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τον πρόεδρο της ΕΚΤ
Ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Γ. Θεωνάς, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, κ. Ντούιζεμπεργκ, τόνισε τα εξής: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην προσπάθειά της να ελέγξει τους αυξημένους, όπως ισχυρίζεται, κινδύνους για τη νομισματική σταθερότητα, που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία, προχώρησε στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της ευρω-ζώνης κατά 25 βασικές μονάδες (0,25%) από 27/4/2000 και κατά άλλες 50 βασικές μονάδες (0,50%) από 8/6/2000.
Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι, από τον περασμένο Νοέμβριο, υπήρξε μια συνεχής πορεία αύξησης των βασικών επιτοκίων της ευρω-ζώνης. Αν δεν κάνω λάθος, σε διάστημα 8 μηνών περίπου, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια 6 φορές, πάντα με το επιχείρημα της αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων και πάντα κάτω από το πρίσμα της πάση θυσία εξασφάλισης της νομισματικής σταθερότητας, όπως την αντιλαμβάνεται η ΕΚΤ και το ευρω-σύστημα.
Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, τι πρέπει να υποθέσει κανείς;
Α) Οτι η πολιτική της ΕΚΤ πριν τον Νοέμβριο του 1999, που προχωρούσε σε αλλεπάλληλες μειώσεις των επιτοκίων, ήταν βιαστική και μη επαρκώς τεκμηριωμένη; Πόσο αξιόπιστη είναι μια πολιτική, που κινείται σαν εκκρεμές πάνω - κάτω, ενώ οι συνέπειες που γεννά είναι δραματικές για τους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα;
Β) Οτι οι ρυθμοί ανάπτυξης κινήθηκαν κατά τρόπο μη αναμενόμενο από την ΕΚΤ και προσπαθείτε να την ελέγξετε, γιατί επιμένετε να θεωρείτε επικίνδυνο για την περιβόητη νομισματική σταθερότητα ένα ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2,5%;
Γ) Μήπως έχει έρθει η ώρα για μια συνολική αποτίμηση των οικονομικών εξελίξεων, σε συσχετισμό με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, για μια ευρεία πολιτική αξιολόγηση, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι, που πληρώνουν τις συνέπειες μιας σκληρής περιοριστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αλλά και τα όργανα πολιτικού και κοινοβουλευτικού ελέγχου της Ενωσης και των χωρών - μελών, να εντοπίσουν και να αναδείξουν τις ευθύνες της νομισματικής πολιτικής, στην απαράδεκτη οικονομική και κοινωνική κατάσταση που διαμορφώνεται στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Ευρώπη;
Δ) Μήπως, τελικά, τίθεται εκ νέου το θέμα της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ και της απαλλαγής της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής από κάθε πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο;
Επιχειρώντας να αιτιολογήσει την αντιφατικότητα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, ο κ. Ντούιζεμπεργκ ισχυρίστηκε ότι, από τις αρχές του 1999, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τάσεων αντιπληθωρισμού σε ορισμένες χώρες της ευρω-ζώνης και προκειμένου να ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης, προχώρησαν σε διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων.
Επιβεβαιώνεται, έτσι, ότι η ΕΚΤ, κινούμενη σαν εκκρεμές, αυξάνει και μειώνει τα επιτόκια πάντα για τον ίδιο σκοπό, τη δήθεν προώθηση της ανάπτυξης.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι είναι ευτυχής που έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3%, επισημαίνει με έμφαση ότι το κύριο στοιχείο στην πολιτική τους είναι η με κάθε θυσία διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας.
Επιμένει ότι η πολιτική της ΕΚΤ είναι η κατάλληλη στις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, εκτιμάει, όμως, ότι η ανεργία δε θα μειωθεί πολύ και παραπέμπει στο 2002 την προοπτική μείωσής της κάτω από 8%, με τη βοήθεια, βέβαια, των διαρθρωτικών αλλαγών και της γενίκευσης της μερικής απασχόλησης. Ιδιαίτερα θετικό στοιχείο θεωρεί το γεγονός ότι οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 11,4%, κάτι, που, κατ' αυτόν, αποδεικνύει ότι οι νομισματικές ρυθμίσεις της ΕΚΤ δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Τέλος, επιμένοντας στην αυστηρή εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, ο πρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και "Ανάπτυξης" αποτελεί επίσημη δήλωση των κυβερνήσεων που μετέχουν στο ευρώ να έχουν είτε μηδενικό έλλειμμα, είτε ένα μικρό πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό τους, ώστε να έχουν έναν προφυλακτήρα, αν ο αέρας των οικονομικών εξελίξεων αλλάξει και η συγκυρία γίνει αρνητική. Σημείωσε δε με έμφαση ότι το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού απαιτεί αποταμίευση μεγάλων ποσών στα επόμενα 10 χρόνια, για να χρησιμοποιηθούν για τις δαπάνες συντάξεων και υγείας. Και συνδέοντας άμεσα την περιοριστική πολιτική με τις παρεμβάσεις που ετοιμάζονται στον τομέα της Κοινωνικής Ασφάλισης, τόνισε ότι απαιτείται αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για τη δημιουργία πλεονασμάτων, που θα χρησιμοποιηθούν γι' αυτό το σκοπό.