Παρασκευή 12 Φλεβάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Καβγάδες και ανταγωνισμοί ενώ «σφυρηλατούν» τα νέα δεσμά για τους λαούς

INTIME NEWS

Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται τα αντιλαϊκά παζάρια γύρω από τη μελλοντική διαμόρφωση των μηχανισμών και του κανονιστικού πλαισίου της Ευρωζώνης και της ΕΕ, ουσιαστικά για το υπό διαμόρφωση Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, έτσι ώστε να καταστεί περισσότερο «λειτουργικό» για την εξυπηρέτηση των μονοπωλίων και των επιχειρηματικών ομίλων των κρατών - μελών.

Καταλύτη των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων αποτελεί η σημερινή καπιταλιστική κρίση καθώς οι τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου απαιτούν την απογείωση των ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών πέρα και πάνω από τα όρια που τώρα προβλέπονται. Σε τεχνικό επίπεδο, η λύση δόθηκε μέσα από την ενεργοποίηση της λεγόμενης «ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που προβλέπει την προσωρινή παρέκκλιση από τους δημοσιονομικούς κανόνες, προκειμένου σε αυτήν τη φάση να ενεργοποιούνται τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης του κεφαλαίου.

Με αφορμή τα παραπάνω, είναι «κοινό μυστικό» ότι έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες για τη διαμόρφωση μιας νέας «κανονικότητας» και για την επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας αλλά σε «νέα μορφή», περισσότερο ευέλικτης διαχείρισης των υποθέσεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Για παράδειγμα, μια από τις προτάσεις προβλέπει τη μονιμοποίηση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, που με τα σημερινά δεδομένα έχει ημερομηνία λήξης στο τέλος του 2027, ενώ πλέον τα αντιλαϊκά παζάρια και οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί υπεισέρχονται στο σκληρό πυρήνα του πλαισίου της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.

Κόντρες και ανταγωνισμοί

Ενα ακόμη «επεισόδιο» στο πλαίσιο αυτών των ενδοαστικών ανταγωνισμών και διαιρέσεων, που εκδηλώνονται με φόντο τα διαχειριστικά ζόρια για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης αλλά και για τις μορφές χρηματοδότησης των επιχειρηματικών ομίλων στη φάση της ανάκαμψης, προστέθηκε τις προηγούμενες μέρες.

Πρόκειται για τον «διάλογο» ανάμεσα στην πρόεδρο της ΕΚΤ, Κρ. Λαγκάρντ, και τους 100 οικονομολόγους, οι οποίοι με κοινή επιστολή τους που δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα σε 9 εφημερίδες χωρών της ΕΕ ζήτησαν διαγραφή κρατικών χρεών της Ευρωζώνης που διακρατούνται από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής της.

«Η διαγραφή χρέους θα αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης της ΕΕ», δήλωσε σε συνέντευξή της η επικεφαλής της ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι «αυτός ο κανόνας (η μη διαγραφή χρέους από την ΕΚΤ) αποτελεί μια από τις κολόνες των θεμελίων του ευρώ». Και τόνισε: «Αν η ενέργεια που ξοδεύεται για να ζητείται η ακύρωση χρέους από την ΕΚΤ αφιερωνόταν στον διάλογο για την αξιοποίηση του χρέους, αυτό θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο! Για ποιο πράγμα θα γίνουν δημόσιες δαπάνες; Σε ποιους τομείς του μέλλοντος θα επενδύσουμε; Αυτό είναι το ουσιώδες σήμερα».

Το «ουσιώδες», αυτό που αφορά τη «θωράκιση» της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το άνοιγμα νέων πεδίων για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που προκαλούν την κρίση και την «ελεγχόμενη» απαξίωση κεφαλαίων σε τομείς, κάθε άλλο παρά αμφισβητείται από τους πάνω από 100 οικονομολόγους, των οποίων η πρόταση αφορά ακριβώς τους «αποτελεσματικότερους» όρους για τη στήριξη αυτής της προσπάθειας.

Οπως λένε, «οφείλουμε στον εαυτό μας 25% του χρέους μας και αν αποπληρώσουμε αυτό το ποσό, θα πρέπει να το βρούμε αλλού, είτε δανειζόμενοι εκ νέου για να καλύψουμε το χρέος αντί να δανειζόμαστε για να επενδύσουμε, είτε αυξάνοντας τους φόρους ή μειώνοντας τις δαπάνες».

Ουσιαστικά πρόκειται για τη συζήτηση αναφορικά με τις μορφές χρηματοδότησης των επιχειρηματικών ομίλων που φορτώνεται στις πλάτες των λαών τόσο «τοις μετρητοίς» μέσω του κρατικού χρέους, όσο και με την παραπέρα προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

Οπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ, «όλες οι χώρες της Ευρωζώνης θα βγουν από αυτήν την κρίση με αυξημένα επίπεδα χρέους», τονίζοντας ότι τα χρέη είναι διαχειρίσιμα μακροπρόθεσμα.

Να σημειωθεί ότι η μάζα με τα κρατικά χρέη που διακρατούνται από την ΕΚΤ βρίσκεται σε ρότα διόγκωσης λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζεται για τη διοχέτευση φτηνής χρηματοδότησης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζικών ομίλων της Ευρωζώνης από την ΕΚΤ διενεργείται μόνο έναντι επαρκών διασφαλίσεων, όπως είναι τα κρατικά χρεόγραφα.

Προς μεγαλύτερη «ευελιξία» για τη στρατηγική του κεφαλαίου

Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας - και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ - Γ. Στουρνάρας, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση υπογράμμισε ότι ο επαναπροσδιορισμός των γενικών αρχών της νομισματικής στρατηγικής καθίσταται αναγκαίος, προκειμένου, όπως είπε, η νομισματική πολιτική να παραμείνει κατάλληλη και να αντιδρά αποτελεσματικά σε κάθε πιθανή πρόκληση.

Μεταξύ άλλων, ο Γ. Στουρνάρας αποκάλυψε ότι αντικείμενο συζήτησης αποτελεί και η ενσωμάτωση των «μη συμβατικών» μέτρων νομισματικής πολιτικής στη μόνιμη «εργαλειοθήκη» της ΕΚΤ. Ουσιαστικά πρόκειται για τη μονιμοποίηση των έκτακτων μέτρων νομισματικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ, όπως το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (κρατικά ομόλογα κ.ά.) λόγω πανδημίας, στη βάση του οποίου διοχετεύονται φτηνά κεφάλαια και ρευστότητα και προς τις ελληνικές τράπεζες και μέσω αυτών στους εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους.

Σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, ένα από τα βασικά θέματα που εξετάζονται στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι η επαναδιατύπωση του ορισμού της σταθερότητας των τιμών, με σκοπό να αποφεύγονται τόσο οι προς τα κάτω όσο και οι προς τα άνω αποκλίσεις του πληθωρισμού από το επιθυμητό επίπεδο. Σήμερα, το «επιθυμητό όριο», για τον επίσημο πληθωρισμό, είναι η αύξηση της τάξης του 2% το χρόνο, το οποίο αποτελεί κριτήριο για τα εκάστοτε μέτρα νομισματικής πολιτικής.

Επιπλέον, όπως είπε ο ίδιος, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη και η αλληλεπίδραση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς λειτουργώντας συμπληρωματικά ενισχύουν την αποτελεσματικότητα των νομισματικών αποφάσεων και των δημοσιονομικών μέτρων στη σταθεροποίηση της οικονομίας και των τιμών στη ζώνη του ευρώ.

Ο ίδιος επισήμανε ότι εξαιτίας των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόζει η κυβέρνηση, είναι αναπόφευκτο να αυξηθεί και το ελληνικό κρατικό χρέος, ισχυριζόμενος ότι η κατάσταση είναι ελεγχόμενη όσο η «κρίσιμη παράμετρος» του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας υπερβαίνει τα ονομαστικά επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου, ενώ σε κάθε περίπτωση απέρριψε την ιδέα διαγραφής χρέους που έχει στο χαρτοφυλάκιό της η ΕΚΤ.


Α. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ