Παρασκευή 27 Απρίλη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
«Κίνδυνοι» κλυδωνισμών με φόντο τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς

Copyright 2016 The Associated

Οι δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αναφορικά με τον εποπτικό της ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης θα παρουσιαστούν στη σημερινή συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, στην οποία βέβαια, ως πρώτο θέμα, κυριαρχεί το ζήτημα της 4ης «αξιολόγησης» στην ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με τις άλλες συνοδευτικές παρεμβάσεις της «επόμενης μέρας».

Το ζήτημα της θωράκισης των τραπεζικών ομίλων ούτως ώστε αυτοί να μπορέσουν με τη σειρά τους να «αιμοδοτήσουν» το νέο γύρο καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως βέβαια και των μεγάλων προβλημάτων που προκαλεί η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου - ζήτημα που αντανακλάται και στους ανταγωνισμούς για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αλλά και στους φόβους για νέα επικείμενη καπιταλιστική κρίση - βρίσκεται εξάλλου σταθερά στο επίκεντρο των προβληματισμών των αστικών επιτελείων εντός και εκτός συνόρων.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στις 5 Μάη, η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα της «άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» (stress test) που διενεργεί στους 4 εγχώριους τραπεζικούς ομίλους, οι οποίοι, όπως φαίνεται σε αυτήν τη φάση, ξεπερνούν το «σκόπελο» χωρίς την ανάγκη για νέο κύκλο επείγουσας αύξησης μετοχικών κεφαλαίων. Την ίδια ώρα, στα σενάρια που εξετάζονται για την «επόμενη μέρα» περιλαμβάνεται και η δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος - «εφεδρείας» ύψους μέχρι 10 δισ. ευρώ αποκλειστικά για τις τράπεζες, προκειμένου να «αξιοποιηθεί» στη συνέχεια εφόσον παρουσιαστεί «ανάγκη». Μάλιστα, τα «εφεδρικά» κεφάλαια των τραπεζών αναμένεται να προέλθουν από τα «αδιάθετα υπόλοιπα» της δανειακής σύμβασης που συνοδεύει το 3ο μνημόνιο. Σε αυτό το φόντο και με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση της μάζας των «κόκκινων» δανείων - περίπου 100 δισ. ευρώ - εξετάζεται και το σενάριο για τη δημιουργία λεγόμενης bad bank (κακής τράπεζας), στην οποία θα περιέλθει το «προβληματικό» τμήμα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων.

Παράλληλα, τα αποτελέσματα των «stress tests» για τους άλλους τραπεζικούς ομίλους της Ευρωζώνης (εκτός των ελληνικών, για τους οποίους επισπεύστηκε η διαδικασία) θα ανακοινωθούν από την ΕΚΤ στα τέλη του 2018.

Οι «κίνδυνοι» για τον τραπεζικό τομέα

Την ίδια ώρα, στην Εκθεσή της για την «εποπτική δραστηριότητα» το 2017, που συζητείται στη σημερινή συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, η ΕΚΤ εντοπίζει σειρά από «κινδύνους» στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, όσο και γενικότερα στις οικονομίες.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι τρεις σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου αλλά και της πιθανότητας εμφάνισής τους είναι οι παρακάτω:

-- Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων και οι δυσμενείς επιδράσεις του στην κερδοφορία των τραπεζών. Ουσιαστικά πρόκειται για τον ενδοαστικό προβληματισμό και τη διαπάλη αναφορικά με τα προγράμματα «νομισματικής χαλάρωσης», που έχουν στόχο τη διοχέτευση πακτωλού φτηνών κεφαλαίων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων εξακολουθεί να συνιστά πρόκληση για την κερδοφορία των τραπεζών». Από τη μια πλευρά τα χαμηλά επιτόκια «μειώνουν το κόστος χρηματοδότησης και στηρίζουν την οικονομία» και από την άλλη «συμπιέζουν τα επιτοκιακά περιθώρια και έτσι επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών».

-- Τα «επίμονα υψηλά» επίπεδα των «μη εξυπηρετούμενων δανείων». Παρά τη σχετική «βελτίωση» σε σύγκριση με το 2016, πολλές τράπεζες σε ορισμένες περιοχές της ζώνης του ευρώ «εξακολουθούν να εμφανίζουν μεγάλο ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων», επισημαίνει η ΕΚΤ. Σε αυτό το επίπεδο προτείνονται «μεταρρυθμίσεις» όπως αυτές που ήδη προωθούνται και στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δευτερογενών αγορών προβληματικών στοιχείων, η «εναρμόνιση» των νομικών πλαισίων για την «αφερεγγυότητα», οι αναδιαρθρώσεις (δανείων, επιχειρήσεων) κ.ά.

-- Οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες. Οπως αναφέρεται, «αυξήθηκαν σημαντικά λόγω των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων ως προς την τελική συμφωνία για το Βrexit» καθώς βέβαια και της «γενικότερης παγκόσμιας πολιτικής αβεβαιότητας».

Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «ο κίνδυνος του κρατικού χρέους έχει ιδιαίτερη σημασία υπό τις τρέχουσες συνθήκες ιστορικά υψηλής γεωπολιτικής αβεβαιότητας». Λόγος γίνεται για «δυνητικές αιφνίδιες μεταβολές για ανάληψη κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές», δηλαδή για αναταράξεις στις αγορές κρατικών ομολόγων, στις χρηματαγορές κ.ά., που με τη σειρά τους θα είχαν επιπτώσεις και στις τράπεζες. «Μπορεί να πραγματοποιηθεί επανατιμολόγηση των κινδύνων λόγω ζητημάτων βιωσιμότητας του χρέους και γεωπολιτικών κινδύνων», προειδοποιεί η ΕΚΤ, «φωτογραφίζοντας» και την περίπτωση της ελληνικής οικονομίας.

Η Τράπεζα της Ελλάδας

Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γ. Στουρνάρας, σε πρόσφατη παρέμβασή του εστίασε σε «μεσοπρόθεσμους κινδύνους» για την παγκόσμια οικονομία, που περιλαμβάνουν:

-- Την αύξηση του προστατευτισμού, που συνδέεται με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, την οποία ανακοίνωσε η αμερικανική κυβέρνηση, και τα αντίποινα που ανακοίνωσε η Κίνα. Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα πλήξει την εμπιστοσύνη, θα επιβαρύνει το παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα και θα προκαλέσει αναταράξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

-- Την πιθανότητα αύξησης του κόστους δανεισμού στις διεθνείς αγορές χρήματος και απότομης υποχώρησης των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίων, εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ ή της επανεξέτασης της διάθεσης ανάληψης κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές.

-- Την ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων για το Brexit.

-- Τις γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, στην Κορεατική Χερσόνησο και το Ιράν, καθώς και ενδεχόμενη αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης.

Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ, υπάρχουν πολλές «μεσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις» για την παγκόσμια οικονομία.

Μεταξύ αυτών:

Η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στις προηγμένες, στις αναδυόμενες αλλά και στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες και μάλιστα σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σημαντικές καινοτομίες και τεχνολογικές αλλαγές.

Το γενικά χαμηλό επίπεδο παγκόσμιου πληθωρισμού και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των μισθών, ιδίως στις προηγμένες οικονομίες, «παρά το γεγονός ότι το παραγωγικό κενό κλείνει και η οικονομική δραστηριότητα ενισχύεται», αποτελούν «γρίφο» για τις κεντρικές τράπεζες. Βέβαια, ο «γρίφος» εστιάζει στο μείγμα της κατάλληλης νομισματικής πολιτικής από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών (συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ).

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, το χαμηλό επίπεδο των μισθών και του πληθωρισμού στην παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να συνδεθεί με παράγοντες όπως «την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την εξασθένηση της διαπραγματευτικής θέσης των εργατικών ενώσεων, λόγω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, την αύξηση της προσωρινής και μερικής απασχόλησης, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό των αγορών αγαθών και υπηρεσιών».

Τα παραπάνω αποτελούν τον αναγκαίο όρο και την προϋπόθεση για την «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρηματικών ομίλων. Παράλληλα, από τη σκοπιά των αστικών επιτελείων, με το ρόλο, βέβαια, του «συλλογικού» εκφραστή των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου, διατυπώνονται οι προβληματισμοί αναφορικά με τη διαμόρφωση του επίσημου πληθωρισμού σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από το 2% όπου έχει θέσει τον πήχη η ΕΚΤ. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με το χαμηλό ύψος των μισθών, άρα και με τη μάζα της λαϊκής κατανάλωσης, η ανάκαμψη της οποίας θα συνέβαλλε σε νέο κύκλο αύξησης του τζίρου και των επιχειρηματικών κερδών. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα ακόμη δείγμα των εντεινόμενων αντιφάσεων στη λειτουργία του εκμεταλλευτικού συστήματος, που δεν παίρνει «γιατριά».


Α. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ