Παρασκευή 30 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Περί του νέου διχασμού

Δεν μας έφτανε η πραγματική για τους ίδιους και τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και η κίβδηλη για τα λαϊκά συμφέροντα, διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στην μπλε και την πράσινη Δεξιά, ήλθε να προστεθεί, ίσως όχι λόγω κακών κυβερνητικών χειρισμών, αλλά σκοπίμως, διότι έτσι ήταν ο μόνος τρόπος να εμφανιστεί και πάλι η ντόπια νεοφιλελευθερίζουσα σοσιαλδημοκρατία ως προοδευτική, μια νέα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους σύγχρονους «διαφωτιστές» από τη μια και την ιεραρχία από την άλλη.

Και οι μεν πρώτοι αυτοπροσδιορίζονται ως εκφραστές της προόδου, του εκσυγχρονισμού, της προσαρμογής στις νέες συνθήκες, οι δε δεύτεροι αυτοπροσδιορίζονται ως υπερασπιστές των εθνικών μας παραδόσεων. Περί τίνος, όμως, πρόκειται στην πραγματικότητα;

Μήπως για μια αναπαραγωγή, κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες της αντίθεσης διαφωτιστών, επίσημης Εκκλησίας;

Κάτι τέτοιο θα ευσταθούσε, αν οι σύγχρονοί μας «διαφωτιστές», όχι μόνο ενστερνίζονταν τον ορθολογισμό, αλλά, ταυτόχρονα, τον χρησιμοποιούσαν ως μέσο υπέρβασης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.

Ομως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, όχι μόνο διότι οι διαφωτιστές - εκσυγχρονιστές μας αποδέχονται τον ανορθολογισμό της ελεύθερης αγοράς, του κέρδους και το μονοθεϊσμό του χρήματος ως το μόνο ορθό λόγο, αλλά ακόμη επειδή κάθε άλλο παρά επιδιώκουν την υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά, αντίθετα, επιδιώκουν να τον οδηγήσουν στην πιο ακραία έκφανσή του.

Αν, λοιπόν, ο κλασικός διαφωτισμός ως ορθολογικό σύστημα, που εμφανίστηκε το 17ο αιώνα και διαδόθηκε πλατιά τον 18ο, αποτελούσε πράγματι μια προοδευτική για την εποχή του ιδεολογία, την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, πρόδρομο της αστικής επανάστασης και κριτικής απέναντι στο φεουδαρχισμό, ποια προοδευτικότητα μπορεί να περιέχει η σύγχρονη εκσυγχρονιστική του εκδοχή, που στοχεύει στην εδραίωση του κεφαλαιοκρατικού κατεστημένου;

Ποια λογική επικαλείται και ποια καταστημένη κοινωνική τάξη αμφισβητεί; `Η, ακόμα, ποια παιδεία προωθεί - άλλο κύριο χαρακτηριστικό του κλασικού διαφωτισμού - όταν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση οδηγεί χιλιάδες νέους να μην τελειώνουν ούτε καν το Λύκειο, με τις ευλογίες του Χριστόδουλου;

Και, από την άλλη, πώς μπορεί να γίνει λόγος για αντίσταση της Εκκλησίας υπέρ των παραδόσεων, όταν, όχι μόνο δεν αντέδρασε σε καμιά από τις αρνητικές συνέπειες του εκσυγχρονισμού, αλλά συγχαίρει εγκαρδίως για την είσοδο στην ΟΝΕ και έχει ως κεντρικό σύνθημα στη «λαοσύναξή» της το καταπληκτικό «Ελλάς, Ευρώπη, Ορθοδοξία»;

Ποιος, τέλος πάντων, είναι ο σύγχρονος Ρήγας και ο Κοραής και ποιος ο Νεόφυτος ή ο Γρηγόριος ο Ε`; Μήπως ο Σημίτης και ο Χριστόδουλος, αντίστοιχα; Μα τότε, πώς αποδέχονται και οι δυο τους και οι συν αυτοίς πορευόμενοι την εθελοδουλία στους ισχυρούς του πλανήτη; Ποιος από τους δυο αντιστέκεται στους σύγχρονους κοτζαμπάσηδες; Μήπως εκείνος, που στέλνει την «Αγία Ζώνη» να περιφέρεται επ' αμοιβή, ανά τις επιχειρήσεις για να ευλογηθούν και να αυξήσουν τα κέρδη τους, ή ο έτερος που ξεπούλησε την Ελλάδα ολάκερη, δίχως ο πρώτος να βγάλει κιχ;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια σύγκρουση εξουσιών, για μια πολιτική σύγκρουση, ανάμεσα σε «πιθήκους αναρριχητικούς και ακόλαστους», κατά Νίτσε και «σαράντα σβέρκους βοδινούς με λαδωμένες μπούκλες (...) ντυμένους στα μαλάματα κι επίσημους κι ωραίους», κατά Βάρναλη.

Και ό,τι κι αν διαλαλιέται εκατέρωθεν, είναι βαθύτατα πολιτική η σύγκρουση αυτή. Διότι καθεστωτική πολιτική δε σημαίνει τέχνη του εφικτού, όπως έμαθαν να πιπιλίζουν όλοι οι καθεστωτικοί πολιτευόμενοι, αλλά υπεράσπιση συμφερόντων και διαμόρφωση της αναγκαίας προς τούτο συνείδησης.

Ετσι, η μεν Εκκλησία, ως εκφραστής μιας κοσμοθεωρίας, αλλά και ως εξουσία, υπερασπίζεται συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως και η κυβερνητική εξουσία. Και όταν τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται, όλα βαίνουν καλώς και οι «εξουσίες χαϊδεύονται σαν ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας».

Οταν, όμως, συγκρούονται, έρχεται η ρήξη, και τότε, ο «Νυμφίος που εμφανίστηκε εν μέσω του φωτός», όπως προσφώνησε τον Χριστόδουλο, όχι δα η κυρία Λουκά, αλλά ο υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της κυβέρνησης Σημίτη, Ανθόπουλος, μετατρέπεται περίπου σε σατανά και ο μέχρι τότε αναμφισβήτητος εκφραστής της λαϊκής κυριαρχία σε παραχαράκτη της.

Οσο η εκκλησιαστική εξουσία στηρίζει την κρατική και αντίστροφα, ουδέν πρόβλημα. Και η εκκλησιαστική εξουσία το πράττει αυτό και επειδή αποδέχεται τη ρεφορμιστική εκδοχή του χριστιανισμού του Αποστόλου Παύλου, κατά τη διδασκαλία του οποίου ο καθένας θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος με τη θέση που προκύπτει από το «εκ θεού χάρισμα», οπότε θα πρέπει να αναμένει τη δικαίωση στον άλλο κόσμο, συνεπώς η Εκκλησία οδηγείται στο να ποιεί τη νήσσαν για τα εγκόσμια και επειδή ωφελείται πολλαπλά από τη συμπόρευσή της με την κρατική εξουσία.

Από την άλλη, η πολιτική εξουσία στηρίζεται στην εκκλησιαστική, στο βαθμό που η δεύτερη συμβάλλει στην απαραίτητη για την ιδεολογική της ηγεμονία αλλοτρίωση του λαού.

Η μεταξύ τους, λοιπόν, σύγκρουση αποτελεί σύγκρουση εξουσιών, που ως σχετικά αυτοτελείς μαλώνουν για το κοινό τους πάπλωμα και εν προκειμένω τούτο συνέβη, διότι η κυβερνητική εξουσία αποφάσισε να ρίξει το βάρος της στη στήριξή της από τους έξωθεν ισχυρούς και να «πουλήσει» σ' ένα βαθμό τον εσωτερικό της σύμμαχο. Από τη μεριά της, η Εκκλησία, που νιώθει να παραμερίζεται, ανησυχεί. Και ανησυχεί ως βαθύτατα υλιστική, όχι δα για τις παραδόσεις και για την πνευματική ισοπέδωση, αλλά γιατί βλέπει ότι ο ρόλος της ως εξουσίας, στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων, τείνει να υποβαθμιστεί. Και ναι μεν φλερτάρει και αυτή με τα ισχυρά ξένα αφεντικά, από την άλλη όμως δεν είναι καθόλου σίγουρη ότι θα τη χρησιμοποιήσουν.

Ομως, όπως πάντα, οι αποσπασμένες από το λαό εξουσίες, έτσι και τώρα - τόσο η πολιτική, όσο και η εκκλησιαστική - κρύβουν επιμελώς το μερικό χαρακτήρα των συμφερόντων τους και προσπαθούν να εμφανίσουν το ιδιοτελές τους πρόβλημα ως πρόβλημα του λαού, ως πρόβλημα της κοινωνίας ολόκληρης, επιστρατεύοντας γι' αυτό τους πνευματικούς του έθνους πατέρες, δηλαδή οι μεν τους οργανικούς της πολιτικής εξουσίας διανοούμενους, οι δε τους κληρικούς.

Πέτυχαν, έτσι, πράγματι το λαϊκό διχασμό σε μια βάση που δεν αφορά το λαό. Ομως, όπως έλεγε κι ο Μαρξ για τους προδότες, το ζήτημα δεν είναι να διαλαλούμε ότι ο κύριος Χ ή ο κύριος Ψ πρόδωσε, αλλά να ερμηνεύουμε γιατί ο λαός αφέθηκε να προδοθεί, ή, εν προκειμένω, να διχαστεί.

Πέρα, λοιπόν, από τις ευθύνες του ίδιου του συστήματος και των κυρίαρχων δυνάμεων που το στηρίζουν, η Αριστερά της ρήξης δεν αρκεί, μόνο, να καταγγέλλει τους διχαστές, αλλά και να προβάλλει μια δική της, πραγματικά διαφωτιστική (σύγχρονη σοσιαλιστική) διέξοδο, σαφώς διαχωρισμένη από τον κλασικό και το σύγχρονο σκοταδισμό, μια επαναστατική διέξοδο, πέρα και από αυτόν τον αστικοδημοκρατικό διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας.

Μόνο αν η Αριστερά προβάλλει το δικό της όραμα και μια διαφορετική όψη της πολιτικής από εκείνη της «τέχνης του εφικτού», θα μπορέσει να εμποδίσει τις τρομερές εξουσίες, είτε αυτές είναι κρατικές, είτε εκκλησιαστικές, να αλωνίζουν και να διαβρώνουν τις συνειδήσεις και να διαμορφώνουν τεχνητούς διχασμούς.


Του
Γιώργου ΡΟΥΣΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ