«Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (Κoμισιόν, ΕΚΤ, ESM) χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις ελληνικές αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και να διορθώσουν τις καθυστερήσεις», επισημαίνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τον 12ο κύκλο της ενισχυμένης εποπτείας, δίνοντας το «πράσινο φως» στο προσεχές Γιούρογκρουπ για την εκταμίευση δόσης ύψους 767 εκατ. ευρώ προς τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό.
Ειδικότερα, στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «οι αρχές ανέλαβαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις στον ενεργειακό τομέα και στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών» και ότι έκαναν «σημαντικά και ευπρόσδεκτα βήματα προς την ολοκλήρωση των περισσότερων ειδικών δεσμεύσεών τους».
Γίνεται επίσης λόγος για την πορεία προόδου του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων (περιφερειακά λιμάνια, ΔΕΠΑ, Εγνατία Οδός κ.ά), καθώς και για το ζήτημα της αναμόρφωσης του ΕΝΦΙΑ, όπου επισημαίνεται ότι «οι αρχές επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να προχωρήσουν σε μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ βάσει της νέας, ευρύτερης βάσης του φόρου ακίνητης περιουσίας».
Σε ό,τι αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα θέτουν ζήτημα καθυστερήσεων, όπως λένε, στη δικαστική διεκπεραίωση για «κόκκινα» δάνεια, και όπως χαρακτηριστικά τονίζεται «μεγάλος αριθμός υποθέσεων παραμένουν σε εκκρεμότητα, εκ των οποίων μόνο περίπου το 19,5% έχουν λάβει νέα ημερομηνία ακρόασης, σε ορισμένες περιπτώσεις μετά το 2022», ενώ προστίθεται ότι οι αρχές ετοιμάζονται να λάβουν σχετικά μέτρα για να βελτιώσουν τη δικαστική διεκπεραίωση των υποθέσεων.
Επισημαίνεται ακόμα ότι συνεχίζονται οι εργασίες για την αναβάθμιση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας των πλειστηριασμών.
Καθυστερήσεις διαπιστώνονται και στο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες, επισημαίνοντας πως οι μη συνταξιοδοτικές οφειλές θα πρέπει να εκκαθαριστούν έως τον Δεκέμβρη 2021 και το σημερινό απόθεμα των αιτήσεων συνταξιοδότησης έως τα μέσα του 2022.
Τέλος, στη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού κρατικού χρέους διαπιστώνεται ότι οι κίνδυνοι παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητοι σε σύγκριση με την 11η έκθεση, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Μάλιστα, όπως λένε, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οι κίνδυνοι ενισχύονται σε περίπτωση χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και «ασφάλιστρων υψηλότερου κινδύνου». Στο βασικό σενάριο, το κρατικό χρέος από περίπου 203% του ΑΕΠ το 2021 εκτιμάται σε περίπου 54% του ΑΕΠ το έτος 2060.
Σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ενίσχυσης του ΑΕΠ για την περίοδο 2021 - 2029 (με την αποφασιστική συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης) εκτιμάται σε 2,5% και για την περίοδο 2030 - 2060 μόλις σε 1,5%.
Παράλληλα, η Κομισιόν δημοσιοποίησε χτες και τις εκθέσεις που προβλέπονται από τη διαδικασία των Ευρωπαϊκών Εξαμήνων για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπάγεται σε καθεστώς «εμπεριστατωμένης επισκόπησης», καθώς διαπιστώνονται σειρά από «υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες», η αποκατάσταση των οποίων απαιτεί τη συνέχιση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων σε ορίζοντα δεκαετιών.
Οπως χαρακτηριστικά συμπεραίνεται στην έκθεση για τον μηχανισμό: «Η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το κρατικό χρέος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την εξωτερική επενδυτική θέση, την ανεργία και τη χαμηλή δυνητική ανάπτυξη. Με την κρίση, οι δείκτες χρέους, η ανεργία καθώς και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι πιθανό να αυξηθούν».
Η φετινή έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις για 12 κράτη - μέλη (Κροατία, Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία), εκ των οποίων για υπερβολικές ανισορροπίες χαρακτηρίζονται οι οικονομίες Ελλάδας, Ιταλίας και Κύπρου. Βέβαια, καθεμιά από αυτές ελέγχεται για διαφορετικούς λόγους, ενώ για παράδειγμα η Γερμανία εντάσσεται στη συγκεκριμένη λίστα λόγω των μεγάλων πλεονασμάτων που εμφανίζει στο εμπορικό ισοζύγιο, ζήτημα που βρίσκεται στο «κάδρο» των ενδοαστικών παζαριών και ανταγωνισμών.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική για το 2022 συνιστώνται η διατήρηση «συγκρατημένα υποστηρικτικού δημοσιονομικού προσανατολισμού» σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ και «η σταδιακή επικέντρωση των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής στις επενδύσεις που προωθούν την ανθεκτική και βιώσιμη ανάκαμψη».