Στις εργασιακές σχέσεις γενική τάση είναι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η αντικατάστασή τους από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Πέρα από τα άμεσα οικονομικά κίνητρα που βρίσκονται στη βάση της, αφού έτσι το κεφάλαιο καταφέρνει να μειώνει αποτελεσματικότερα τον μισθό, ανταποκρίνεται και στην ουσία των αστικών σχέσεων παραγωγής που τυπικά βασίζονται στην ελεύθερη ανταλλαγή ατομικών ιδιοκτητών και κατά συνέπεια η ανταλλαγή εργασίας κεφαλαίου εμφανίζεται ως βουλητική ενέργεια των ανταλλασσομένων. Οχι ως οικονομικός καταναγκασμός μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ατομικών ιδιοκτητών που κατέχουν μόνο την ικανότητά τους για εργασία ως εμπόρευμα από μια άλλη κατηγορία που έχουν στην ιδιοκτησία τους τα μέσα παραγωγής. Από αυτή την άποψη η τάση αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί στην ιδανική μορφή των αστικών σχέσεων.
Στη συνείδηση της κοινωνίας, στο βαθμό που πρόκειται για εμπειρική αντανάκλαση και επιβεβαίωση των αστικών σχέσεων στα μυαλά των ανθρώπων (δίκαιο, πολιτική συνείδηση, φιλοσοφία), η τάση αυτή πρέπει να εμφανίζεται επίσης ως η πλέον φυσιολογική. Ταυτόχρονα οι διάφορες αυτές ιδεολογικές μορφές μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τη ζωή τους, γίνονται όλο και πιο αφηρημένες και αντιφάσκουν στην πραγματικότητα. Οπως λέει ο Ενγκελς στο γράμμα του προς τον Σμιτ 27-10-1890, «το δίκαιο δεν πρέπει μόνο ν' ανταποκρίνεται στη γενική οικονομική κατάσταση, να είναι η έκφρασή του, αλλά να είναι μια έκφραση με εσωτερική συνοχή, έτσι που να μην αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της με εσωτερικές αντιφάσεις. Και για να συντελεστεί αυτό παραβιάζεται όλο και περισσότερο η πιστή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων. Κι αυτό τόσο πιο πολύ, όσο πιο σπάνια συμβαίνει ένας κώδικας να είναι η ωμή, αδιάλλακτη, ανόθευτη έκφραση της κυριαρχίας μιας τάξης: αυτό καθαυτό το πράγμα θα ήταν εξάλλου αντίθετο προς την "έννοια του δικαίου"».
Ενα άλλο ζήτημα είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει ουσιαστική υποταγή του εργάτη στο κεφάλαιο σε αντίθεση με την τυπική υποταγή. Οτι δηλαδή με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια του καπιταλισμού τροποποιείται με τέτοιον τρόπο η σχέση του εργάτη προς τα μέσα παραγωγής που αυτός χάνει όλο και περισσότερο την αυτοτέλειά του, την πραγματική πρωτοβουλία κι από υποκείμενο ξεπέφτει σε απλό συμπλήρωμα των αντικειμενικών όρων της παραγωγής, ενώ το πραγματικό υποκείμενο γίνονται αυτοί οι όροι που προσωποποιούνται στον κεφαλαιοκράτη. Αυτό δημιουργεί επίσης μια στρεβλή συνείδηση για την ουσία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Να τι λέει ο Μαρξ σε σχέση μ' αυτό.
«Το γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας και ταυτόχρονα η αξία των παραχθέντων από αυτήν προϊόντων εξαρτάται από τον πλούτο των αντικειμενικών όρων, τη μάζα της παρωχημένης (νεκρής) εργασίας που μπαίνει στην παραγωγική διαδικασία - κατά συνέπεια από τη συσσώρευση του κεφαλαίου - εμφανίζεται όπως κάθε παραγωγική δύναμη της εργασίας σαν παραγωγική δύναμη του ανεξαρτητοποιημένου από την εργασία κεφαλαίου. Αυτή η βαθμιαία διεύρυνση της παρωχημένης εργασίας, που τίθεται σε κίνηση κατά την παραγωγική εργασία από τη ζωντανή εργασία - και καθορίζει την αυξανόμενη παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας - εμφανίζεται ως κατόρθωμα αυτής της παρωχημένης εργασίας, ή γίνεται αντιληπτό με τέτοιο τρόπο ώστε η αποξένωση αυτής της παρωχημένης εργασίας σαν κεφάλαιο την κάνει ουσιαστική στιγμή της παραγωγής. Αν και στην πραγματικότητα στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή αυτή η παρωχημένη εργασία ορθώνεται συνεχώς σαν κεφάλαιο απέναντι στη ζωντανή, θεωρείται αυτή η κυριαρχία, αυτή η αποξενωμένη, κοινωνικά αντεστραμμένη μορφή ως η μυστηριώδης διαδικασία χάρη στην οποία το κεφάλαιο κάνει την εργασία παραγωγικότερη, ενώ φυσικά αυτή η παρωχημένη εργασία θα εκτελούσε την ίδια υπηρεσία, αν λειτουργούσε ως ιδιοκτησία του εργάτη. Αυτή η αντίληψη είναι αναγκαία:
1. Γιατί μόνο στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, σε αντίθεση με προηγούμενους τρόπους παραγωγής, η παρωχημένη εργασία μπαίνει σε τόσο αυξανόμενες διαστάσεις στην παραγωγή, εμφανίζεται λοιπόν ως το διακριτικό γνώρισμά της σε σχέση με προηγούμενους τρόπους παραγωγής.
2. Γιατί η αντιθετική μορφή με την οποία η αντικειμενοποιημένη εργασία ορθώνεται απέναντι στη ζωντανή, γίνεται αντιληπτή ως έμφυτο γνώρισμά της, αναπόσπαστο από τη λειτουργία που εκπληρώνει στην παραγωγική διαδικασία». MEGA - Manuskript 1861-63 Teil 6. Σελ. 2262.
«Η σχέση γίνεται όμως ακόμα μια περίπλοκη - και φαινομενικά μυστηριώδης - όταν με την ανάπτυξη του χαρακτηριστικού για το κεφάλαιο τρόπου παραγωγής, δεν ορθώνονται μόνο οι υλικοί όροι σαν "κεφάλαιο" απέναντι στην εργασία (...) αλλά και οι μορφές της κοινωνικής εργασίας, συνεργασία, μανιφακτούρα, μεγάλη βιομηχανία εμφανίζονται ως μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου και κατά συνέπεια οι παραγωγικές δυνάμεις που προκύπτουν από τις μορφές αυτές της κοινωνικοποίησης της εργασίας, άρα και η επιστήμη και οι δυνάμεις της φύσης, εμφανίζονται ως παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου. (...) όλα αυτά ορθώνονται απέναντι στον μεμονωμένο εργάτη σαν κάτι το ξένο και εμπράγματο, ως απλός τρόπος ύπαρξης των ανεξαρτητοποιημένων μέσων παραγωγής που κυριαρχούν πάνω του - όπως κι αυτοί οι όροι στην απλή απτή τους μορφή ως πρώτες ύλες, εργαλεία κ.τ.λ. ως λειτουργίες του κεφαλαίου και άρα του κεφαλαιοκράτη. Οι κοινωνικές μορφές της εργασίας τους ή η μορφή της ίδιας τους της κοινωνικοποιημένης εργασίας είναι εντελώς ανεξάρτητες από τους μεμονωμένους εργάτες σχέσεις. Οι εργάτες, υποταγμένοι στο κεφάλαιο, γίνονται στοιχεία αυτών των κοινωνικών μορφών, όμως αυτές δεν τους ανήκουν. Προβάλλουν λοιπόν απέναντί τους ως μορφές του ίδιου του κεφαλαίου, που σε διάκριση από τη μεμονωμένη ικανότητά τους για εργασία ανήκουν στο κεφάλαιο, σαν συνδυασμοί που πηγάζουν και ενσωματώνονται σ' αυτό. Κι αυτό γίνεται τόσο πιο πραγματικό όσο η ικανότητά τους για εργασία τροποποιείται έτσι από τις μορφές αυτές που έξω από αυτήν την καπιταλιστική εξάρτηση, στην ανεξαρτησία της γίνεται ανήμπορη, η αυτοτελής παραγωγική τους ικανότητα αναιρείται, από την άλλη με την ανάπτυξη των μηχανών και οι τεχνολογικοί όροι της εργασίας εμφανίζονται να κυριαρχούν πάνω της και ταυτόχρονα την αντικαθιστούν, την καταπιέζουν, την κάνουν περιττή στην αυτοτέλειά της. Σ' αυτή τη διαδικασία, όπου οι κοινωνικές μορφές της εργασίας τους ορθώνονται απέναντί τους "καπιταλιστικοποιημένες" - το ίδιο συμβαίνει και με την επιστήμη, το προϊόν της γενικής ιστορικής ανάπτυξης στην αφηρημένη της ουσία - προβάλλουν απέναντί τους ως δυνάμεις του κεφαλαίου. Αποκόβονται στην πραγματικότητα από την επιδεξιότητα και τη γνώση του μεμονωμένου εργάτη - και ενώ είναι προϊόν της εργασίας - εμφανίζονται παντού, όπου μπαίνουν στην παραγωγή ως ενσωματωμένες στο κεφάλαιο... Στη μηχανή η εφαρμοσμένη επιστήμη εμφανίζεται σαν κεφάλαιο απέναντι στον εργάτη». Στο ίδιο σελ. 2162.
Κι η καθεαυτή πνευματική παραγωγή θα πρέπει να μελετηθεί από αυτή τη σκοπιά.