Τρίτη 7 Σεπτέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ο αθλητής κι ο σαλτιμπάγκος

Ετρεχε μιάμιση ώρα συνέχεια. Ο ιδρώτας τον έλουζε ποτάμι κι η σκόνη του δρόμου κολλούσε πηχτή στο σώμα του και στα ρούχα του, τόσο πηχτή που με δυσκολία ξεχώριζες πια και το κόκκινο νούμερο που ήταν ραμμένο στη φανέλα του. Ηταν ίσως το 33.

Σε μια στιγμή γύρισε και κοίταξε πίσω. Μακριά στο βάθος είδε άλλους δυο να τρέχουν. Συνέχιζαν και αυτοί τον αγώνα. Τρεις εν συνόλω. Οι άλλοι - τριάντα πέντε είχαν ξεκινήσει - εγκατέλειψαν στα μισά.

Τα πόδια του τώρα βγάζαν φωτιές μέσα στα λαστιχένια παπούτσια. Το δεξί μάλιστα είχε πληγωθεί. Κάθε φορά που το πατούσε τον δάγκωνε ένας πόνος. Θα άντεχε άραγε να συνεχίσει; Α, όχι δεν ήθελε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Δάγκωσε τα χείλη του και ρίχτηκε με μεγαλύτερο πείσμα μπροστά. Θα έφτανε στο τέρμα, θα έφτανε ίσως και πρώτος, και δεν τον ένοιαζε αυτό. Μόνο να τερματίσει ήθελε, να μη μείνει στα μισά. Δεν έτρεχε άλλωστε για την πρωτιά. Το δρόμο μόνο ήθελε να νικήσει. Για να δείξει έτσι πως ο αγώνας και το ψυχικό σθένος όλα μπορούν να τα κατορθώσουν.

Συνέχιζε να τρέχει. Οχι δεν έτρεχε τώρα. Σερνόταν σχεδόν. Σερνόταν και μονολογούσε: "Θα φτάσω, θα φτάσω!". Αρχισε μάλιστα να σκέφτεται πώς θα είναι στο τέρμα. Θα κόψω την κορδέλα με το στήθος μου, αναλογιζόταν και όπως θα πέφτω κάτω μισοπεθαμένος, το πλήθος που θα είναι εκεί θ' αρχίσει να με ζητωκραυγάζει. Επειτα θα 'ρθουν οι ελλανοδίκες, θα με σηκώσουν από κάτω και θα μου δώσουν το έπαθλο της νίκης. Α, όλα κι όλα. Αυτοί είναι ταγμένοι να βραβεύουν όσους αγωνίζονται και έτσι θα πράξουν και με μένα.

Αυτές οι σκέψεις τού φτέρωσαν τα ματωμένα πόδια του και συνέχισε να τρέχει προς το τέρμα...

Οταν άνοιξε τα μάτια του, δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που έκοψε την άσπρη κορδέλα και σωριάστηκε κάτω. Μισοσηκώθηκε τώρα λίγο και κοίταξε τριγύρω. Κανένας. Ερημιά. Απόρησε. "Είναι δυνατόν;", ψιθύρισε μουδιασμένος. Επειτα αφουγκράστηκε καλά και άκουσε από πέρα φωνές και γέλια, ένα σωστό πανδαιμόνιο. Σύρθηκε αργά προς τα 'κει και στα πεντακόσια μέτρα αντίκρισε ένα όμιλο που σχημάτιζε κύκλο. Το πλήθος κάθε τόσο χαχάνιζε ή ζητωκραύγαζε. Τι έβλεπε άραγε; Πλησίασε περισσότερο και τότε στη μέση του κύκλου είδε έναν σαλτιμπάγκο που έκανε τούμπες και χοροπηδούσε. Και το πλήθος τον θαύμαζε και τον χειροκροτούσε κι εκεί ανάμεσα στους θεατές του γελωτοποιού ήταν και οι ελλανοδίκες...

Ο αθλητής έμεινε σαν αποσβολωμένος από το θέαμα που αντίκριζε. Κοίταζε μια το σαλτιμπάγκο και μια τα ματωμένα πόδια του και του ερχόταν να δακρύσει. Ο σαλτιμπάγκος τώρα είχε τελειώσει την παράστασή του και υποκλινόταν. Είχε σκύψει μέχρι το χώμα και το πλήθος έκανε πλέον σαν δαιμονισμένο. Είχε αρπάξει τον σαλτιμπάγκο και τον είχε σηκώσει στους ώμους, ενώ οι ελλανοδίκες του πρόσφεραν το έπαθλο που είχε οριστεί για το νικητή του δρόμου!

Ο αθλητής τότε δεν άντεξε άλλο. Τρεκλίζοντας όρμησε μπροστά ν' αρπάξει το έπαθλο, που του ανήκε. Βρώμικος και ματωμένος μπερδεύτηκε στο πλήθος, φωνάζοντας απελπισμένα: "είναι δικό μου, είναι δικό μου! Εγώ αγωνίστηκα, εγώ τσακίστηκα και σε μένα ανήκει!".

Καμιά δεκαριά άτομα έπεσαν στη στιγμή πάνω του και άρχισαν να τον σπρώχνουν και να καγχάζουν. Αυτός προσπάθησε να αντισταθεί. Μάταια. Τον κύκλωσαν περισσότεροι και τον έσπρωχναν πιο δυνατά. Και οι καγχασμοί έπεφταν βροχή. Σαν σφαίρες που σημάδευαν την καρδιά του. Σε λίγο οι εξοργισμένοι αντίπαλοί του τον είχαν πετάξει κάτω, δίπλα σε μια γούβα με λασπόνερα...

Επειτα το πλήθος σηκώνοντας ψηλά το σαλτιμπάγκο άρχισε να περνάει δίπλα του με ιαχές. Κι ο σαλτιμπάγκος, θρονιασμένος στους ώμους των θαυμαστών του και κρατώντας το έπαθλο, τον κοίταζε από ψηλά και γελούσε θριαμβευτικά!

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ