Η ΕΝΙΘ συνεχίζει ακόμα πιο δυναμικά με συμμετοχή στη 48ωρη απεργία και στις συγκεντρώσεις (βλ. σελ. 11).
Τους παρευρισκόμενους καλωσόρισε ο πρόεδρος της Ενωσης Χρήστος Καραχρήστος, τονίζοντας ότι «θέλουμε το Φεστιβάλ μας να αποτελέσει σημείο συνάντησης για προβληματισμό για τις συνθήκες που ζούμε, εν μέσω δύο πολέμων, με την πολεμική προετοιμασία της χώρας για τους επιθετικούς σχεδιασμούς των ΝΑΤΟ και ΕΕ να δίνει τον τόνο». Οπως είπε, «μέσα σε αυτήν την κατεύθυνση προχωρά και η εμπορευματική λειτουργία του δημόσιου συστήματος Υγείας». Και καταδίκασε τη «λύση» που προωθεί η κυβέρνηση, να μετατραπούν οι ασθενείς σε πελάτες για να αυξήσουν οι γιατροί το εισόδημά τους, που μένει καθηλωμένο τόσα χρόνια. «Καλούν τον λαό να κάνει άλλη μια φορά θυσία, και να ξαναπληρώσει για τις υπηρεσίες που πληρώνει καθημερινά. Είναι φανερό ότι μέσα σε αυτό το νοσοκομείο - ανώνυμη επιχείρηση δεν χωρούν δικαιώματα εργαζομένων και ασθενών», ανέφερε, ξεκαθαρίζοντας: «Θα συνεχίσουμε δυναμικά στον δρόμο της διεκδίκησης και του αγώνα μαζί με τους ασθενείς μας, μέχρι να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματά μας».
Στο Φεστιβάλ της ΕΝΙΘ δόθηκε βήμα σε υγειονομικούς για την καλλιτεχνική τους έκφραση, καθώς στον χώρο υπήρχε έκθεση φωτογραφίας, ενώ προβλήθηκε και η ταινία μικρού μήκους «Κουκουβάγιες» σε σενάριο Αντιγόνης Μπάρμπα και σκηνοθεσία Βασίλη Μπεκιάρη. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα τοπίο αρκετά ερημικό, απόκοσμο, και πραγματεύεται τα ένοχα μυστικά μιας οικογένειας και τις επιπτώσεις τους.
Το καλλιτεχνικό μέρος ολοκληρώθηκε με γλέντι με την Βάσω Βασιλειάδου και την μπάντα της.
Στη διάρκεια της βραδιάς ξεχώρισε η συνέντευξη που προβλήθηκε με ειδικευόμενη Παλαιστίνια γιατρό, η οποία ανέδειξε τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουν καθημερινά στην Παλαιστίνη ως αποτέλεσμα της διαχρονικής κατοχής από το κράτος - δολοφόνο Ισραήλ.
Παρουσιάστηκε το κλίμα τρομοκρατίας στο οποίο ζει ο παλαιστινιακός λαός, το «σύννεφο καταπίεσης και βίας» που σκεπάζει τις ζωές νέων και εργαζομένων. Και αναδείχθηκε το επίκαιρο αίτημα για αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967.
Οπως είπε προλογίζοντας τη συνέντευξη η Χαρά Λαμπαδά, μέλος του ΔΣ της ΕΝΙΘ, «διατρανώνουμε το καθολικό αίτημα για λευτεριά στην Παλαιστίνη, καμία συμμετοχή της Ελλάδας στους πολεμικούς σχεδιασμούς των ΝΑΤΟ - ΕΕ, καμία συνεργασία με το κράτος - δολοφόνο Ισραήλ».
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκε η εκδήλωση με θέμα «Η υγεία εργαζομένων και ασθενών στο στόχαστρο: Κοινωνικό αγαθό ή εμπόρευμα;», στην οποία μίλησαν ο Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Υγείας και Πολιτικών Υγείας στην Ιατρική του ΑΠΘ, η Παναγιώτα Ρόζου, πρόεδρος του Συλλόγου Επιθεωρητών Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία και Υπαλλήλων Επιθεώρησης Εργασίας, και ο Γιάννης Παντουλάρης, διευθυντής Ψυχιατρικής ΕΣΥ, μέλος του ΔΣ της ΕΝΙΘ.
Αρχικά ο Ηλ. Κονδύλης αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία για τη μεταπανδημική περίοδο που διανύουμε, με τα συστήματα Υγείας τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα να εμφανίζουν «κρισιακά» φαινόμενα.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι στη Μεγάλη Βρετανία πάνω από 7,7 εκατομμύρια ασθενείς βρίσκονται σε λίστες αναμονής για ιατρική εξέταση και θεραπεία, ενώ οι χρόνοι αναμονής στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών παραμένουν ανθεκτικά υψηλοί. Σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές (κυρίως αγροτικές και φτωχές αστικές) είναι αντιμέτωπες με φαινόμενα ιατρικής ερημοποίησης, δηλαδή με μηδενική ή ελάχιστη πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα, ενώ σε άλλες χώρες, όπως η Νορβηγία και η Σουηδία, οι λίστες αναμονής για χειρουργικές επεμβάσεις εξακολουθούν να αυξάνονται ακόμα και μετά το πέρας της πανδημίας.
Τα φαινόμενα αυτά - επεσήμανε - «δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, αντίθετα είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα διαδοχικών κρίσεων την τελευταία 15ετία, δηλαδή της οικονομικής και της πανδημικής κρίσης, και των πολιτικών απάντησης σε αυτές τις κρίσεις. (...)
Στο πλαίσιο αυτό, στη χώρα μας το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εξακολουθεί να ελαττώνεται, κύμα "φυγής" υγειονομικών παρατηρείται από τα Κέντρα Υγείας του ΕΣΥ, οι λίστες αναμονής για χειρουργικές επεμβάσεις πέντε χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας παραμένουν σε μη αποδεκτά υψηλά επίπεδα, οι ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού εξακολουθούν να αυξάνονται ακόμα και μετά την πανδημία».
Στη συνέχεια η Π. Ρόζου ανέδειξε τις επιπτώσεις της «διευθέτησης» του εργάσιμου χρόνου στην ψυχική και σωματική υγεία των εργαζομένων, ιδίως τη συσχέτιση με την αύξηση των εργατικών «ατυχημάτων» και των επαγγελματικών ασθενειών. «Η συστηματική εργασία 13 ωρών ημερησίως θεωρείται επικίνδυνη και ανθυγιεινή», όπως είπε χαρακτηριστικά, ενώ τόνισε τις ελλείψεις σε μέτρα υγείας και ασφάλειας, καθώς αντιμετωπίζονται ως κόστος από την εργοδοσία και το κράτος, κάτι που αποτελεί το πραγματικό υπόβαθρο των εργατικών «ατυχημάτων» και των επαγγελματικών ασθενειών.
Επεσήμανε ότι στη χώρα μας καταγράφεται μόλις το 30% - 40% των εργατικών «ατυχημάτων» σύμφωνα με την Eurostat, συνεπώς για κάθε εργατικό «ατύχημα» που καταγράφεται υπάρχουν τουλάχιστον άλλα δύο που δεν καταγράφονται.
Ιδιαίτερα στάθηκε στη συστηματική απαξίωση της Επιθεώρησης Εργασίας, κάτι που εκφράζεται με ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό και αναγκαίες υλικοτεχνικές υποδομές.
Και τόνισε ότι σήμερα, τον 21ο αιώνα, με την τεχνολογική πρόοδο, είναι ρεαλιστικό και επίκαιρο να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος προς όφελος των εργαζομένων.
Τέλος ο Γ. Παντουλάρης αναφέρθηκε σε πρόσφατα δημοσιευμένες διεθνείς μελέτες που αναδεικνύουν τη μεγάλη ψυχική επιβάρυνση των υγειονομικών λόγω των χρόνιων ελλείψεων προσωπικού (1,2 εκατ. υπολογίζονται στην Ευρώπη), της εντατικοποίησης, της εργασιακής βίας, των ελαστικών ωραρίων και σχέσεων εργασίας.
Οπως είπε, σύμφωνα με έρευνα του ΠΟΥ για το υγειονομικό προσωπικό στην Ευρώπη εμφανίζεται πολύ αυξημένο ποσοστό προβλημάτων ψυχικής υγείας. Αντιμετωπίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα το 30%, αγχώδεις διαταραχές το 25%, εξάρτηση από αλκοόλ το 3%.
Η εκδήλωση των ψυχιατρικών προβλημάτων συνδέεται και με τις ώρες εργασίας: Τέτοια προβλήματα π.χ. εμφανίζουν το 52% των γιατρών που δουλεύουν πάνω από 50 ώρες τη βδομάδα.
Οσο αυξάνονται οι ώρες εργασίας, τόσο αυξάνονται και τα ποσοστά κατάθλιψης. Για όσους εργάζονται κάτω από 11 ώρες το ποσοστό είναι 18% και για όσους εργάζονται πάνω από 70 ώρες τη βδομάδα το ποσοστό αυξάνεται στο 40%, είπε.
Παρουσίασε όμως και αισιόδοξα δεδομένα που αναδεικνύουν ότι η συμμετοχή των υγειονομικών στο σωματείο τους αποτελεί προστατευτικό παράγοντα και για την ψυχική τους υγεία.