Συνεχίζοντας τις αγωνιστικές πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση του εισοδήματος όλων των απολυμένων και των οικογενειών τους, 15 μήνες μετά τις απολύσεις στη ΛΑΡΚΟ, το Σωματείο απαιτεί από τα αρμόδια υπουργεία να οριστεί άμεσα συνάντηση, ώστε να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις πάνω «στα φλέγοντα προβλήματα των απολυμένων της ΛΑΡΚΟ, αλλά και την προοπτική επαναλειτουργίας και ανάπτυξής της».
Το Σωματείο επισημαίνει ότι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, δηλαδή σε έναν μήνα, λήγει η θητεία της ειδικής διαχείρισης στη ΛΑΡΚΟ. Ομως «μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινωθεί κανένα σχέδιο ή πρόθεση από την πλευρά της κυβέρνησης για το μέλλον της μοναδικής βιομηχανίας παραγωγής σιδερονικελίου στην ΕΕ. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία "εάν ο ειδικός διαχειριστής δεν έχει μεταβιβάσει το 75% του ενεργητικού της μέχρι τη λήξη της θητείας του, τότε η ΛΑΡΚΟ οδηγείται στην πτώχευση", γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα και προβληματισμούς που είναι συνδεδεμένα με το μέλλον εκατοντάδων οικογενειών της περιοχής, αλλά και τη συνολική ανάπτυξη της βιομηχανίας στη χώρα μας», τονίζει το Σωματείο στην επιστολή του προς τα αρμόδια υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και την ειδική διαχείριση της ΛΑΡΚΟ.
Συγκεκριμένα το Σωματείο ζητά απαντήσεις για το πώς, σε ενδεχόμενη πτώχευση της ΛΑΡΚΟ, θα διασφαλιστεί η επαγγελματική αποκατάσταση και το εισόδημα όλων των απολυμένων, αναδεικνύοντας μάλιστα ως λύση την απορρόφησή τους στους φορείς που σήμερα εργάζονται μέσα από τα προγράμματα απασχόλησης, αλλά και την ένταξή τους σε αυτά όλων όσοι σήμερα έχουν πεταχτεί εκτός, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης. Θέτει επίσης ζητήματα που έχουν να κάνουν με την παραμονή των απολυμένων και των οικογενειών τους στους οικισμούς, τη διασφάλιση συνέχισης της λειτουργίας των σχολείων, του ιατρείου και των κοινόχρηστων υποδομών, τη συνέχιση της λειτουργίας του λιμανιού και της περιβαλλοντικής αποκατάστασης των υπαίθριων χώρων, επισημαίνοντας μάλιστα ότι τα συγκεκριμένα ζητήματα αφορούν συνολικότερα τις περιοχές που δραστηριοποιούνταν η ΛΑΡΚΟ και οι οποίες σήμερα είναι αντιμέτωπες με την ερημοποίηση και τον μαρασμό.
Επίσης, ζητά συγκεκριμένες απαντήσεις για το τι σκοπεύει να κάνει η κυβέρνηση με τη ΛΑΡΚΟ και αν προτίθεται να προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό, παραθέτοντας αναλυτικά τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης για την απαξίωσή της. Καταγγέλλει μάλιστα ότι η απαξίωση των εγκαταστάσεων συνεχίζεται, αφήνοντας σαφείς αιχμές για συνθήκες «πλιάτσικου» μέσα από την πώληση υλικών μεγάλης αξίας για σκραπ.
Παράλληλα το Σωματείο εντάσσει την κατάσταση που έχει διαμορφώσει η κυβέρνηση στη ΛΑΡΚΟ στο κάδρο των γενικότερων εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία και τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για αυτονομία σε στρατηγικής σημασίας μέταλλα, απαραίτητα για την «πράσινη μετάβαση» και την πολεμική οικονομία. Σημειώνει μάλιστα ότι το τελευταίο διάστημα έχουν επανέλθει αναφορές σχετικά με τις παραγωγικές δυνατότητες της ΛΑΡΚΟ και το ενδιαφέρον επιχειρηματικών ομίλων να βάλουν στο χέρι τις εγκαταστάσεις και τον ορυκτό πλούτο της.
«Σωστά εκτιμήσαμε ότι το σταμάτημα της λειτουργίας της ΛΑΡΚΟ και η καθυστέρηση μεταβίβασης των περιουσιακών της στοιχείων οφείλεται στη ρευστότητα των εξελίξεων, συνδέεται με τους ευρύτερους οικονομικούς, γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς. Μέσα σε αυτό το θόλο τοπίο τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν βιάζονται να επενδύσουν τα συσσωρευμένα κεφάλαιά τους στη ΛΑΡΚΟ, αλλά ούτε και θα παραιτηθούν από τους ανταγωνισμούς για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στο ενδεχόμενο που οι συνθήκες θα έχουν προοπτική κερδοφορίας», αναφέρει χαρακτηριστικά το Σωματείο, αναδεικνύοντας παράλληλα τα πραγματικά κίνητρα που ωθούν και διαμορφώνουν τις εξελίξεις.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη ΛΑΡΚΟ και τα ΛΑΡΚΟχώρια, το ενδεχόμενο πτώχευσης, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι απολυμένοι και οι οικογένειές τους, απασχόλησαν μάλιστα την τελευταία συνεδρίαση του ΔΣ του Σωματείου στο εργοστάσιο της Λάρυμνας, το οποίο, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 15 μήνες από τις απολύσεις, συνεχίζει τη ζωντανή λειτουργία του και τη λήψη αγωνιστικών πρωτοβουλιών διεκδίκησης. Μάλιστα αποφασίστηκε ότι στην περίπτωση που δεν υπάρξει άμεσα απάντηση για ορισμό συνάντησης, θα κλιμακωθεί η πίεση με πολύμορφες παρεμβάσεις, όπως παραστάσεις διαμαρτυρίας.