Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η σταθερή και καθορισμένη εργάσιμη μέρα αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από μορφές που διευκολύνουν το ξεζούμισμα των εργαζομένων, όπως η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, τα σπαστά ωράρια κ.ά., ενώ οι αστικές κυβερνήσεις διαδοχικά πρόσθεταν τα κομμάτια τους στο παζλ της διάλυσης του εργάσιμου χρόνου.
Πώς «μετρά» ο εργαζόμενος όλη αυτή την «ευελιξία»; Με την κατάργηση ουσιαστικά του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, επομένως και της όποιας σταθερότητας στον ελεύθερο χρόνο και την αναψυχή. Αυτό είναι που παρουσιάζεται από τις κυβερνήσεις, όταν φέρνουν τα νομοσχέδια της «ευελιξίας», σαν «πρόοδος» και «καινοτομία», όπως κάνει και η σημερινή της ΝΔ προπαγανδίζοντας το εκτρωματικό νομοσχέδιο για τη 13ωρη δουλειά.
Τα απανωτά νομοσχέδια της «ευελιξίας» όπως και το σημερινό αποτελούν βέβαια ομολογία ότι ο εργάσιμος χρόνος είναι το «ιερό δισκοπότηρο» για το κεφάλαιο. Οτι είναι διαρκής ο στόχος να μεγαλώνει η τζάμπα εργασία, ο απλήρωτος δηλαδή χρόνος δουλειάς, που μεταφράζεται σε κέρδη. Και, όσο η εργασία γίνεται πιο ελαστική και ευέλικτη, όσο ο εργάσιμος χρόνος διευθετείται με πολλούς τρόπους, όσο το κεφάλαιο τον «κόβει και τον ράβει» στα μέτρα του, τόσο εξασφαλίζει ανταγωνιστικότητα και κέρδη.
Ολες οι κυβερνήσεις που πέρασαν τα τελευταία τριάντα χρόνια, φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές, αυτοδύναμες ή συνεργασίας, υλοποιούν πιστά αυτή τη στρατηγική της «ευελιξίας», «σκυτάλη» που πιάνει ξανά αυτές τις μέρες η κυβέρνηση της ΝΔ με το νομοσχέδιο που φέρνει.
Ετσι λοιπόν από τα τέλη του 20ού αιώνα και την εφαρμογή της «Λευκής Βίβλου», ο εργάσιμος χρόνος μπήκε στο στόχαστρο με μια σειρά νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως:
- Νόμος 1892/1990 (ΝΔ): Εισήγαγε για πρώτη φορά τη «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου και έθεσε τις βάσεις για μερική απασχόληση και συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
- Νόμος 2639/1998 (ΠΑΣΟΚ): Εδραίωσε τις ελαστικές μορφές (part-time, εκ περιτροπής εργασία, κ.λπ.) και κατοχυρώθηκε η εργασία μέσω εργολάβων και ιδιωτικών εταιρειών προσωρινής απασχόλησης.
Οι αντεργατικές ανατροπές επιταχύνθηκαν τη δεκαετία του 2000, όταν στην Ελλάδα λανσαρίστηκε από τη σοσιαλδημοκρατία η λεγόμενη «ευελφάλεια», προερχόμενη από την ευρωενωσιακή flexicurity (από το «flexibility» και «security», δηλ. ευελιξία και ασφάλεια).
Κοινό σημείο αναφοράς είχαν την Οδηγία 88/2003, αυτή δηλαδή που αποκαλεί κανονικότητα τις 13 ώρες εργασίας τη μέρα και την οποία υπερασπίζονται όλα μαζί τα αστικά κόμματα, είτε κυβερνούν είτε «αντιπολιτεύονται».
Ετσι, κωδικοποιημένα έχουμε:
- Νόμος 3846/2010 - (ΠΑΣΟΚ): Ενίσχυση της μερικής απασχόλησης, της ενοικίασης εργαζομένων μέσω των «Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης» και της εκ περιτροπής και της διευθέτησης.
- Νόμος 3899/2010 - (ΠΑΣΟΚ): Νέα επέκταση της εκ περιτροπής εργασίας.
- Νόμος 4093/2012 - (ΝΔ - συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ): Κατάργηση Συλλογικών Συμβάσεων, μειώσεις κατώτατων μισθών, περαιτέρω «ευελιξία».
- Νόμος 4498/2017 - (ΣΥΡΙΖΑ): Δίνει ένα καθοριστικό χτύπημα μέσα από την καθιέρωση της 60ωρης εργάσιμης βδομάδας που θέσπισε για τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της κοινοτικής Οδηγίας 2003/88.
- Νόμος (4808/2021): (ΝΔ - γνωστός και ως νόμος Χατζηδάκη): Κατοχύρωση της ατομικής διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου με 10ωρη δουλειά χωρίς πρόσθετη αμοιβή, τα διακεκομμένα ωράρια ακόμα και στη μερική απασχόληση.
- Νόμος 5053/2023: (ΝΔ - γνωστός και ως νόμος Γεωργιάδη): Καθιέρωση της 13ωρης εργασίας σε δύο εργοδότες.
Ο κατάλογος λοιπόν με τους τρόπους «διευθέτησης» του εργάσιμου χρόνου όλο και μεγαλώνει, με τους εργοδότες να μπορούν να χρησιμοποιούν όσους συνδυασμούς θέλουν, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί κάθε φορά, κάτι που με το νέο νομοσχέδιο - έκτρωμα μετατρέπεται σε απόλυτη κανονικότητα.
Αυτό αποκαλείται «σύγχρονη πραγματικότητα στην αγορά εργασίας», αφού οι όμιλοι διαπιστώνουν ότι για να εξασφαλίσουν τη μέγιστη παραγωγικότητα με το μικρότερο δυνατό κόστος πρέπει να έχουν διαθέσιμη όσο γίνεται μεγαλύτερη μάζα εργαζομένων ανά πάσα στιγμή.
Με αυτόν τον τρόπο, τα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο «σβήνουν», ο εργάσιμος χρόνος απλώνεται σε όλο το 24ωρο, η ίδια η καθημερινότητα του εργαζόμενου προσαρμόζεται στις «επιχειρησιακές ανάγκες», δηλαδή όπως θέλει το αφεντικό!
Σε ένα τέτοιο φόντο, την περίοδο της πανδημίας και με την είσοδο των νέων τεχνολογιών σε μια σειρά κλάδους, δοκιμάστηκαν και καθιερώθηκαν νέες δυνατότητες έντασης της εκμετάλλευσης, όπως με την τηλεργασία, με τους εργαζόμενους να καλούνται να εργάζονται περισσότερο και πιο εντατικά, να το κάνουν από όπου και αν βρίσκονται, όποτε τους ζητηθεί.
Σε μια σειρά ειδικότητες, π.χ. στον τομέα της Πληροφορικής, «σπάει κόκαλα» το καθεστώς τηλε-ετοιμότητας (stand by), που είναι ουσιαστικά ένα συνεχές ωράριο, αναγκάζοντας τους εργαζόμενους να είναι «απίκο» όποτε και για όση ώρα χρειαστεί όταν χτυπήσει το τηλέφωνο.
Αν δούμε π.χ. τι συμβαίνει στον κλάδο του Εμπορίου, διαπιστώνουμε πως οι ελαστικές μορφές απασχόλησης θερίζουν, με μονοπωλιακούς κολοσσούς να δίνουν τον «τόνο». Για παράδειγμα, στον όμιλο «Inditex» («Zara», «Bershka», «Stradivarius», «Massimo Duty», «Oysho», «Pull 'n' Bear») οι εργαζόμενοι μπορεί να είναι με σύμβαση της εταιρείας ή εργολαβικοί, 4ωροι ή 6ωροι, με υπερωρίες, δουλειά τις Κυριακές 12ωρα στα εορταστικά, σπαστά ή συνεχή ωράρια. Αυτό το ξεζούμισμα των εργαζομένων εκτοξεύει τα κέρδη της «Inditex» στην Ελλάδα που ενδεικτικά την περίοδο Φεβρουάριος 2023 - Γενάρης 2024 έφτασαν τα 49,60 εκατ. ευρώ (προ φόρων), ενώ το β' τρίμηνο του 2025 ο κύκλος εργασιών στο λιανεμπόριο ανήλθε σε 19,02 εκατ. ευρώ.
Σε άλλο κλάδο, αυτόν των Τηλεπικοινωνιών, μπορεί κανείς να δει επίσης όλο το μενού να εφαρμόζεται, με διαφοροποιήσεις από τμήμα σε τμήμα. Ενα από τα πολλά παραδείγματα είναι και ο Ομιλος «Vodafone», όπου στα τμήματα μηχανικών, πληροφορικής, marketing και άλλων διοικητικών υπηρεσιών εφαρμόζεται υβριδικό μοντέλο (μίξη γραφείου και τηλεργασίας), ενώ παράλληλα δίνεται η «δυνατότητα» εργασίας έως και 20 μέρες σε χώρες του εξωτερικού.
Η εταιρεία υποστηρίζει πως «η παραγωγικότητα συνδέεται με την ευεξία και την ικανοποίηση των εργαζομένων και όχι με τον τόπο εργασίας τους». Δηλαδή, να μπορεί να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα όποτε χρειαστεί, σερβιρισμένη ως «ελευθερία» να δουλεύεις από οπουδήποτε.
Από την άλλη, οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα της «Vodafone» είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία ενοικιαζόμενοι από άλλες εταιρείες, αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό, ενώ καθώς δουλεύουν υποχρεωτικά μόνιμα από το σπίτι, το 8ωρο εύκολα γίνεται 12ωρο και η απλήρωτη δουλειά πάει σύννεφο.
Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα το «τουριστικό θαύμα», το οποίο απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι του κλάδου με τα 12ωρα στη σεζόν και τα εξαντλητικά ωράρια, σαν αυτά που προβλέπονται στις κατάπτυστες συμβάσεις που υπογράφει η πλειοψηφία της ΠΟΕΕΤ (δυνάμεις ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ) με τους μεγαλοξενοδόχους (π.χ. στη Ρόδο για δουλειά έως και 16 ώρες τη μέρα για 7 μέρες την εβδομάδα). Ετσι «χτίζονται» τα ρεκόρ εσόδων για τους ομίλους του κλάδου, που για το 2024 ανήλθαν σε 30 δισ. ευρώ.
Το εκτρωματικό νομοσχέδιο που φέρνει λοιπόν η κυβέρνηση έρχεται να πατήσει πάνω στο έδαφος όλων των παραπάνω μορφών «ευελιξίας» και να τις επεκτείνει σε ακόμα περισσότερους κλάδους και χώρους.
Επισημοποιεί την επιδίωξη της εργοδοσίας να ξεμπερδεύει ολωσδιόλου με ό,τι έχει απομείνει πλέον να θυμίζει σταθερό - ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Με κάθε άρθρο του ελαχιστοποιείται εκείνο το τμήμα της μέρας, εκείνο το τμήμα του έτους που ο εργαζόμενος δεν το μοιράζεται με τον εργοδότη, εκείνες τις ώρες που τις είχε για τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Αυτό έρχεται να υπηρετήσει η 13ωρη εργασία στον ίδιο εργοδότη, η δυνατότητα για επέκταση της 10ωρης δουλειάς χωρίς πρόσθετη αμοιβή όλο τον χρόνο με «αντάλλαγμα» ρεπό, η κατάτμηση της άδειας σε 3ημεράκια όποτε «βολεύει» την επιχείρηση, οι υπερωρίες ακόμα και στην εκ περιτροπής εργασία, οι προσλήψεις - απολύσεις ακόμα και για δύο μέρες.
Μπαίνει ουσιαστικά η «σφραγίδα» στη δυστοπία της μόνιμης διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, που πρακτικά σημαίνει απαγόρευση στον εργαζόμενο να σχεδιάζει τη ζωή του, τον ελεύθερό του χρόνο.
Ολη αυτή η βαρβαρότητα περνάει μέσα από τη μετατροπή του εργάσιμου χρόνου σε έναν «μέσο όρο».
Ετσι, είτε με 4ήμερο και 10ωρο, είτε με 6ήμερο και 8ωρο, είτε με 5ήμερο - 8ωρο, είτε με 13ωρο σε έναν εργοδότη για 37 μέρες, είτε σε δύο εργοδότες για πάντα, είτε δουλειά για 3 μέρες τη βδομάδα με υπερωρίες, η ζωή του εργαζόμενου διαλύεται, αλλά πρέπει να είναι και ...ικανοποιημένος επειδή κάποιο «πηλίκο» στο τέλος μπορεί να προσεγγίζει το «8».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της εφηύραν τον όρο της «περιόδου αναφοράς», μέσα στην οποία πρέπει να τηρούνται οι «μέσοι όροι»: Πότε 48 ώρες ανά βδομάδα σε περίοδο 6μήνου, πότε 150 ώρες υπερωρίας σε περίοδο έτους, πότε οι «ρήτρες αυτοεξαίρεσης», ώστε ακόμα και τα παραπάνω παραβιάζονται φτάνοντας μέχρι και 72 ώρες τη βδομάδα!
Οι όμιλοι αθροίζουν από τους χιλιάδες εργαζόμενους εκατομμύρια ώρες επί ωρών με το ελάχιστο κόστος, άρα κέρδη επί κερδών και οι εργαζόμενοι «αθροίζουν» χαμένες ζωές, σακατεμένα κορμιά, ζωές συντρίμμια χωρίς «αρχή, μέση και τέλος».
Αποδεικνύεται δηλαδή ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι ούτε «ιδεοληψία» μιας κυβέρνησης, ούτε «παραξενιά» μιας υπουργού, αλλά «αναγκαιότητα» για το κεφάλαιο στην κούρσα της κερδοφορίας του. Πολύ περισσότερο μάλιστα σε συνθήκες στροφής στην πολεμική οικονομία, με τα επιτελεία της ΕΕ να ξεκαθαρίζουν ότι η όποια υστέρηση παραγωγικότητας «δεν συγχωρείται».
Για τους εργάτες, από την άλλη, ο σταθερός - ημερήσιος εργάσιμος χρόνος δεν είναι απλά ένας αριθμός, η ανάγκη τους για ελεύθερο χρόνο κάθε μέρα, για οικογενειακό προγραμματισμό, για αναψυχή κ.ά. δεν μπορεί να ικανοποιείται με «μέσους όρους» στο διάβα του έτους.
Γι' αυτό απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το να αποσυρθεί το νομοθετικό έκτρωμα. Απάντηση στην προσπάθεια διάχυσης του εργάσιμου χρόνου σε όλη τη ζωή του εργαζόμενου είναι η διεκδίκηση των σωματείων για σταθερό και μειωμένο ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, για 7ωρο - 5ήμερο - 35ωρο, για κατοχύρωση του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου κ.ά.
Εμπόδιο στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών στέκεται το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης, η οργάνωση της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων. Γι' αυτό η πάλη των εργαζομένων πρέπει να στοχεύει στον πραγματικό αντίπαλο, να φωτίζει την ανάγκη της σύγκρουσης και της ανατροπής του καπιταλισμού, μακριά από την αναζήτηση «σωτήρων» στο πλαίσιο του σημερινού σάπιου συστήματος.
Με έναν τέτοιο προσανατολισμό στην πάλη τους, οι εργαζόμενοι μπορούν να βάλουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, και κορυφαίος σταθμός σε αυτόν τον αγώνα είναι και η απεργία της 1ης Οκτώβρη.