Κυριακή 1 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Εδαφος για αστικούς πολιτικούς τριγμούς

Κινητοποίηση εργαζομένων για τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα
Κινητοποίηση εργαζομένων για τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα
Στις τρέχουσες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, κατά το μήνα που λήγει, από την άποψη της παρουσίασης ειδήσεων, επικράτησε η φιλολογία για τις διεργασίες στο πολιτικό σκηνικό: δημιουργία κόμματος από τον κ. Δ. Αβραμόπουλο, «ανταρσίες» και «διαφωνίες» εντός του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, συζητήσεις για τα «όρια» των σημερινών κομμάτων, για τους όρους και τις προϋποθέσεις διακομματικών κυβερνήσεων ή διεύρυνσης των κομματικών σχηματισμών, π.χ. πώς να διαμορφωθεί η λεγόμενη Κεντροαριστερά - με πόλο το ΠΑΣΟΚ (άποψη του κ. Κ. Σημίτη) ή με «ισότιμες προγραμματικές συγκλίσεις» (άποψη του κ. Ν. Κωνσταντόπουλου). Να διαμορφωθεί η Κεντροαριστερά με πυρήνα τη σημερινή κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ ή με άλλη κυβερνητική πολιτική, στην οποία βεβαίως θα χωράνε και δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, μια πολιτική πιο ευαίσθητη στην «εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών» (ΣΥΝ), με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (άποψη των 56 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ).

Αιχμή του δόρατος στις αναζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις υπήρξαν οι κυβερνητικές προθέσεις και ο σχεδιασμός για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα.

Εκ των πραγμάτων, οι συζητήσεις για την προώθηση των αναδιαρθρώσεων στο ασφαλιστικό σύστημα συνδέθηκαν πιο άμεσα με τα θέματα (κίνητρα και στόχους) της οικονομίας (ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, υποχρεώσεις στους δείκτες σταθερότητας και σύγκλισης εντός της ζώνης του Ευρώ).

Διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από τα Δικαστήρια του Πειραιά ενάντια στη δίωξη του Γ. Μανουσογιαννάκη
Διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από τα Δικαστήρια του Πειραιά ενάντια στη δίωξη του Γ. Μανουσογιαννάκη
Σειρά άλλων γεγονότων στο πεδίο της οικονομίας αποτελούν μόνιμη σπαζοκεφαλιά για την αστική θεωρητική και πολιτική σκέψη: Η παρατεταμένη κρίση στην οικονομία της Ιαπωνίας, η επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ στο δ` τρίμηνο του 2000 και στο α` τρίμηνο του 2001 και ο φόβος εκδήλωσής της σε ύφεση, η πτώση των τιμών και των δεικτών στα περισσότερα Χρηματιστήρια του κόσμου, η αδύναμη συναλλαγματική ισοτιμία του Ευρώ ως προς το δολάριο, και ειδικότερα για την Ελλάδα η παρατεταμένη πτώση τιμών και συναλλαγών στο ΧΑΑ, η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας και η αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης από την ΕΕ κατά το 2000, η επιβράδυνση της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής κατά το δ` τρίμηνο του 2000.

Γεγονότα, που έδωσαν τροφή για παρεμβάσεις σε θεωρητικό οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, για αναζήτηση της «προσφορότερης» οικονομικής πολιτικής.

Οι αναζητήσεις σε θεωρητικό οικονομικό επίπεδο

Αξιοπρόσεκτες είναι οι παρεμβάσεις (ομιλίες, συνεντεύξεις) του Καναδού οικονομολόγου Ρόμπερτ Μαντέλ, με την ευκαιρία της παρουσίας του σε κλειστό συνέδριο στην Ελλάδα.

Ο Ρ. Μαντέλ, όπως και κάθε αστός οικονομολόγος, ενδιαφέρεται για το πώς η κρατική παρέμβαση θα είναι αποτελεσματική, ώστε να αμβλύνονται, να ελέγχονται οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης, οι συνέπειες για άλλες αγορές από την κρίση που εκδηλώνεται σε μια εθνική αγορά, πώς θα ενεργοποιούνται μηχανισμοί αντισταθμιστικοί στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους.

Ολες οι σχολές της αστικής πολιτικής οικονομίας, φιλελεύθερων και κεϋνσιανών ή στην πιο σύγχρονη έκδοσή τους νεοφιλελεύθερων και νεοκεϋνσιανών, για τα ίδια συμφέροντα εργάζονται και αγωνιούν, τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Βάση του προβληματισμού τους είναι ακριβώς ποια κρατική παρέμβαση θα φέρει το παραπάνω επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κρατική παρέμβαση που επιδρά άμεσα στην προσφορά (βλέπε Ρ. Μαντέλ, Φρήτμαν και άλλους) ή η κρατική παρέμβαση που επιδρά άμεσα στη ζήτηση (βλέπε Κέυνς);

Αφετηρία, και των μεν και των δε, είναι η αστική θεωρία της ζήτησης και της προσφοράς στην καπιταλιστική αγορά. Αμφότεροι αποδέχονται ως αναγκαιότητα την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. (Να θυμίσουμε ότι το ψευτοδίλημμα «περισσότερο ή λιγότερο κράτος» έχει ήδη αποκαλυφθεί). Η διαφορά τους, στην πιο ακραία τους έκφραση, είναι πού κυρίως να προσανατολίζεται η κρατική παρέμβαση: στην τόνωση της προσφοράς* ή στην τόνωση της ζήτησης (Κέυνς) της καπιταλιστικής αγοράς, σε συνθήκες μεγάλων διαστάσεων εξαγωγής κεφαλαίων, υπερσυσσώρευσης σε μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά και στις τηλεπικοινωνίες) με μεγάλο βαθμό μονοπώλησης, αλλά και ανταγωνισμού των μονοπωλίων για νέο μοίρασμα των αγορών.

Στις συνθήκες της τελευταίας περίπου 20ετίας κυριαρχεί στην αστική πολιτική διαχείριση η αντίληψη για κρατική παρέμβαση στην κατεύθυνση τόνωσης της προσφοράς. Δηλαδή, με την απελευθέρωση των αγορών από την κρατική προστασία σε εθνικό επίπεδο, με τη δημιουργία προϋποθέσεων επέκτασης της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής εκεί όπου υπήρξε κρατική καπιταλιστική παραγωγή (π.χ. στη μεταποίηση, στις μεταφορές, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην τουριστική και κατασκευαστική βιομηχανία) ή και καπιταλιστική κρατική υπηρεσία ή και κρατική κοινωνική παροχή (π.χ. δημόσια παιδεία, κοινωνική πρόνοια κλπ.). Κρατική παρέμβαση που οδηγεί σε γενικευμένη και θεσμοθετημένη μείωση της τιμής με την οποία αγοράζεται η εργατική δύναμη από το κεφάλαιο.

Σε γενικές γραμμές το νεοκεϋνσιανό ρεύμα δεν αμφισβητεί αυτή την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων / απελευθερώσεων των αγορών, δεν υπερασπίζεται γενικευμένες κοινωνικές παροχές ως μέσο τόνωσης της ζήτησης για τη λαϊκή πλειοψηφία. Δεν υπερασπίζεται την κρατική παρέμβαση στην προσφορά (παραγωγή και διάθεση στην αγορά εμπορευμάτων της καπιταλιστικής παραγωγής), με διευρυμένη άμεση κρατική καπιταλιστική παραγωγή (Κέυνς). Ο προβληματισμός του νεοκεϋνσιανού ρεύματος και κατ' επέκταση η επίδρασή του σε πολιτικό επίπεδο κυμαίνεται μεταξύ ορισμένων ποσοστών συμμετοχής του δημοσίου σε επιχειρήσεις ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, στους ρυθμούς απελευθέρωσης των αγορών από την κρατική προστασία, στην έκταση και τον προσανατολισμό των κρατικών παρεμβάσεων στην αδειοδότηση για τηλεπικοινωνιακές, ενεργειακές, ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις και κυρίως θέλει πιο ενεργητικά την κρατική παρέμβαση στη συγκράτηση μιας απότομης εξαθλιωτικής πτώσης της ζήτησης για ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης (π.χ. μακροχρόνια ανέργοι, χαμηλόμισθες πολύτεκνες οικογένειες, χαμηλοσυνταξιούχοι χωρίς άλλες πηγές εισοδημάτων, εκτοπισμένοι από την παραγωγή - βιομηχανική, αγροτική, μικροεμπορευματική - μέσης ηλικίας και χαμηλής ειδίκευσης εργαζόμενοι που μπορεί να μετατραπούν σε περιθωριακά εξαθλιωμένα κοινωνικά τμήματα και ορισμένες άλλες τέτοιες κατηγορίες).

Ο προβληματισμός, λοιπόν, νεοκεϋνσιανών οικονομολόγων και πολιτικών (τύπου Λαφοντέν) δεν αρνείται τη νεοφιλελεύθερη γραμμή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, αλλά αναζητεί ρυθμούς προώθησής της και «μείξεις» των επιμέρους πολιτικών της (εισοδηματική, φορολογική, «κοινωνική» πολιτική) με τρόπο ώστε να ελέγχονται οι συνέπειες προώθησής της για ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης.

Ναι μεν συμφωνούν στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, με βάση τα νέα δεδομένα της αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας και της τάσης μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας στις εθνικές, αλλά και ευρύτερες καπιταλιστικές αγορές, αλλά θέλουν να επιτευχθεί με τρόπο που να μην κινδυνεύει η ιδεολογική και πολιτική χειραγώγηση των μαζών. Αυτή την καθαρά αστική πολιτική επιδίωξη εκφράζει το ενδιαφέρον για «κοινωνική συνοχή».

Οι αναζητήσεις σε οικονομικό - πολιτικό επίπεδο

Αξιοπρόσεκτη είναι η παρέμβαση του διοικητή της ΤτΕ κ. Λ. Παπαδήμου.

Ο κ. Παπαδήμος, στην πρόσφατα δημοσιευμένη Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, αναδεικνύει με σαφήνεια τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (πληθωρισμός, ελλείμματα, εισαγωγική διείσδυση από την ΕΕ, ανταγωνιστικότητα) από τη σκοπιά των αναγκών συσσώρευσης και ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα και βεβαίως σήμερα ανταγωνίζονται στα πλαίσια και ενιαίων κοινοτικών ρυθμίσεων - παρεμβάσεων στην ευρωενωσιακή αγορά. Με δεδομένη πλέον την ενιαία Ευρωενωσιακή Νομισματική Πολιτική για όλα τα κράτη -μέλη της ζώνης Ευρώ (που συνεπάγεται έλλειψη ευελιξίας επιλογής της στα πλαίσια του έθνους - κράτους), ο κ. Παπαδήμος, στην επιλογή της δημοσιονομικής πολιτικής, δίνει ιδιαίτερη σημασία στον περιορισμό των δημοσίων εξόδων. Δηλαδή προτείνει μια πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και κυρίως δίνει έμφαση στην περιοριστική εισοδηματική πολιτική (με αυξήσεις κάτω του ποσοστού μεταβολής του πληθωρισμού) και βεβαίως επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.

Δίπλα σ' αυτά αξίζει να σημειωθεί και η παρέμβαση των φυσικών φορέων της ελληνικής ολιγαρχίας (π.χ. ΣΕΒ, ΕΕ Τραπεζών, ΕΕ Εφοπλιστών), που υπερτονίζουν την ανάγκη μείωσης της φορολογίας πρώτα απ' όλα για το κεφάλαιο (στη λογική της τόνωσης της ανταγωνιστικότητάς του), αλλά και για τη λεγόμενη εργασία (στη λογική του περιορισμού των κρατικών εξόδων για άμεση παραγωγική δραστηριότητα, αλλά και για γενικευμένες κοινωνικές παροχές που λειτουργούν αναποτελεσματικά). Οι παρεμβάσεις τους επικεντρώνονται στη μείωση της εργοδοτικής ασφαλιστικής εισφοράς και προβάλλουν πιο επιθετικά ακραίες θέσεις για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος (π.χ. αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, επιβράδυνση των ρυθμών σώρευσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, μεγάλη μείωση της σχέσης σύνταξης - στο 50% ή 60% - προς εν ενεργεία αποδοχές).

Σε αυτό το έδαφος διαμορφώνονται όχι μόνο διαφορετικές επιλογές συνδυασμών του «μείγματος» της οικονομικής πολιτικής, αλλά και η αντανάκλασή τους σε πολιτικό επίπεδο. Αλλωστε στη συνείδηση και στις επιλογές των αστών πολιτικών προσωπικοτήτων και κομμάτων επιδρά και η πολιτική συγκυρία και σκοπιμότητα (π.χ. κυβερνητική ή αντιπολιτευτική θέση, ηγετική αναβάθμιση στα πλαίσια ενός κόμματος), η άμεση σχέση με το ένα ή το άλλο τμήμα της ολιγαρχίας με τα ιδιαίτερα συμφέροντά του (π.χ. για το μοίρασμα του Γ` ΚΠΣ, τα Ολυμπιακά έργα, τις άδειες στην ακτοπλοΐα, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες). Σημαντικός παράγοντας που επιδρά είναι το επίπεδο της λαϊκής πίεσης. Γενικότερα οι πολιτικοί έχουν το καθήκον, αλλά και την ικανότητα να σκέφτονται, να μεριμνούν για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, ακόμη και να θυσιάζουν ορισμένα βραχυπρόθεσμα, στο βωμό της διασφάλισης της μακροπρόθεσμης οικονομικής κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, των μονοπωλίων, της διάσωσης του συστήματος.

Η «ευελιξία» στην εφαρμογή και εναλλαγή της αστικής πολιτικής διαχείρισης

Οι αστοί πολιτικοί έχουν την ικανότητα να μεθοδεύουν λύσεις οι οποίες αξιοποιούν το εύρος των αναζητήσεων και εναλλακτικών επιλογών ώστε να επιτυχαίνουν τη χειραγώγηση των μαζών. Μια τέτοια μεθόδευση επιχειρείται στην αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος. Προετοιμάζεται ως γραμμή κοινωνικής συναίνεσης, συνεργασίας των τάξεων, η κυβερνητική «υποχώρηση» από τα πιο «ακραία» αιτήματα του κεφαλαίου. Προετοιμάζεται ο τρόπος συναίνεσης των εργατικών συνδικάτων στη φιλοσοφία του νέου ασφαλιστικού συστήματος (υποβάθμιση των ασφαλιστικών παροχών σύνταξης - υγείας - πρόνοιας, μείωση της κρατικής και εργοδοτικής εισφοράς, σταδιακή αλλαγή του χαρακτήρα των ασφαλιστικών ταμείων από φορείς κοινωνικής ασφάλισης σε επιχειρήσεις εμπορίας της ασφάλισης και καπιταλιστικής κερδοφορίας). Προετοιμάζεται η κάμψη των λαϊκών αντιδράσεων και η αποδοχή αυτών των αλλαγών, με αντάλλαγμα να ανέβει στο 70% η σχέση σύνταξης / εν ενεργεία μισθού ή να μειωθεί η 5ετία (υφίσταται για τους συνταξιούχους του ΙΚΑ με βάση το νόμο Σιούφα) σε 3ετία ή κάτι ανάλογο για τις αποδοχές που υπολογίζονται ως συντάξιμες. `Η ακόμη η μη άνοδος του ορίου συνταξιοδότησης (αίτημα που υποστηρίζει η ΝΔ).

Επομένως, αναζητήσεις και αντιπαραθέσεις εντός και μεταξύ των κομμάτων που κινούνται στη γραμμή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων πατούν σε υπαρκτό έδαφος διαφορετικών πολιτικών επιλογών προς το συμφέρον του κεφαλαίου ή αποτελούν ηττοπαθή προσαρμογή (προκειμένου για κόμματα με ορισμένες αναφορές ή ρίζες στο εργατικό κίνημα) σε διαχείριση με λειασμένες τις συνέπειες, ως πρόθεση τουλάχιστον, για τα πιο ευάλωτα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων.

Η ιδεολογική - πολιτική ταξική αντίσταση στη χειραγώγηση, προϋπόθεση για την αντεπίθεση

Η παραπάνω τοποθέτηση δε σημαίνει ότι στην πράξη για το εργατικό κίνημα, για τα λαϊκά συμφέροντα, υπάρχει πραγματικό δίλημμα επιλογής μεταξύ της μιας ή της άλλης διαχείρισης του συστήματος, των άμεσων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου.

Αλλωστε και οι αναζητήσεις για την εξασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» (δηλαδή της χειραγώγησης αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση και καταπίεση) γίνονται στο έδαφος της ταξικής πάλης. Οι λειάνσεις και οι αμβλύνσεις δεν προκύπτουν ούτε ως παραχωρήσεις ούτε έχουν σταθερότητα. Πολύ περισσότερο που οι εκάστοτε αναζητήσεις και εφαρμογές των μειγμάτων της αστικής δημοσιονομικής διαχείρισης δεν απαλλάσσουν τον καπιταλισμό από τις ενδογενείς αντιθέσεις του. Η εργατική ιστορική εμπειρία οφείλει να βγάζει ολοκληρωμένα συμπεράσματα από τη μακρόχρονη μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο κεϋνσιανή διαχείριση. Παρότι αυτή είχε έντονο το στοιχείο της μακρόχρονης ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύστημα (με κύριο χαρακτηριστικό για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης την άνοδο της τιμής της εργατικής δύναμης), τελικά λειτούργησε υποθηκεύοντας για το μέλλον τους όρους αγοράς της από το κεφάλαιο. Το «αντίτιμο» της πρόσκαιρης ανόδου ήταν πολύ βαρύ για το εργατικό κίνημα, συνδικαλιστικό και πολιτικό: Διάβρωση στη γραμμή της συνεργασίας των τάξεων, απομαζικοποίηση, απώλεια εμπειρίας και συνέχειας, ακόμη και στις πιο απλές μορφές οργάνωσης και πάλης, με συνέπειες τραγικές στη φάση της νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι σε συνθήκες κρίσης δεν μπόρεσαν να υπάρξουν ανάλογες σε έκταση, ένταση και προσανατολισμό εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις και συγκρούσεις, σε χώρες που επλήγησαν βαριά τα λαϊκά εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο από την κρίση (π.χ. ΝΑ Ασία, Ιαπωνία).

Σήμερα, υπάρχουν ορισμένες κατ' αρχήν προϋποθέσεις, σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε το εργατικό κίνημα να σταθεροποιεί τον απεγκλωβισμό του από τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας, να αναπτύσσει τις μορφές της ταξικής πάλης και σύγκρουσης που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ταξικού συνδικαλισμού, στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, στην προσέλκυση άλλων λαϊκών στρωμάτων σε κοινή πάλη, σήμερα για επιβράδυνση, παρεμπόδιση των αντιλαϊκών επιλογών, αύριο για το Λαϊκό Μέτωπο πιο αποφασιστικών συγκρούσεων με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, στην προοπτική της ανατροπής της πολιτικής εξουσίας τους, για την κατάκτηση της εξουσίας και τη διαμόρφωση πολιτικής με κίνητρο, στόχο και μέσα για την αυξανόμενη λαϊκή ευημερία.

Κάθε μάχη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, χτες ενάντια στις διώξεις του συνδικαλιστή των ναυτεργατών, αύριο για το ασφαλιστικό, μεθαύριο για την καταγραφή ενός ευνοϊκότερου πολιτικού συσχετισμού στις Δημοτικές και Νομαρχιακές Εκλογές, κάθε μάχη έχει τη δική της αποφασιστικής σημασίας συμβολή. Και η δράση του καθένα και της καθεμιάς κρίνει το μέγεθος αυτής της συμβολής.

*Σημείωση:Ως τόνωση της προσφοράς εννοούνται τα κίνητρα και μέσα για να ενισχυθεί η διευρυμένη καπιταλιστική παραγωγή από τη μεριά του ιδιωτικού κεφαλαίου, όπως: μείωση της φορολογίας του, της εργοδοτικής ασφαλιστικής εισφοράς, της δανειοληπτικής επιβάρυνσης, ενίσχυση της συσσωρευτικής ικανότητάς του με κρατικά κεφάλαια, με τη διαμόρφωση προϋποθέσεων και υποδομών (π.χ. Ρ. Μαντέλ).


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ*
*Η Ελένη Μπέλλου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Οικονομίας του Κόμματος

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Θέλει να εκτελέσει ένα ακόμα «συμβόλαιο» για το κεφάλαιο(2021-05-04 00:00:00.0)
Τι είναι η λεγόμενη «αντικυκλική» κρατική πολιτική;(2021-02-26 00:00:00.0)
Ποια ανάπτυξη με «επεκτατικό μείγμα»; Το παράδειγμα της Ιαπωνίας(2014-11-23 00:00:00.0)
«Μεταρρυθμίσεις» στο όνομα της ...κρίσης(2008-09-25 00:00:00.0)
Ουτοπία ο «νεοκεϋνσιανισμός»(1999-12-11 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ