Η διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε μπροστά στο Δημαρχείο, με αφορμή την επίσκεψη του Αμερικανού πρέσβη κ. Ρις στον δήμαρχο Αθηναίων, έληξε με το κάψιμο της αμερικανικής σημαίας. Η πράξη αυτή έλαβε το χαρακτήρα σκανδάλου. Οι αρσακειάδες της Νέας Δημοκρατίας με αγγλοσαξονική περιβολή καταδίκασαν το γεγονός, προσευχόμενες σαν μαινάδες με επιδαύρια φωνή στον πανάγαθο, ώστε την επόμενη φορά να τους εισακούσει και να κάψει τους διαδηλωτές. Κατ' αυτόν τον τρόπο υπερασπίστηκαν το δικαίωμα του κ. Ρις να συνεχίζει απρόσκοπτα να ασκεί τις δημόσιες σχέσεις της χώρας του, τη στιγμή που εκείνη καταστρέφει το Ιράκ. Οι Αρσακειάδες ρίχνουν το φταίξιμο στους κολοσσούς της αστυνομίας, που άργησαν να γίνουν μολοσσοί και να ξεσκίσουν τους διαδηλωτές πριν πιάσουν στα χέρια τους τη σημαία. Ο δήμαρχος, που τον αφορούσε άμεσα το γεγονός, διέκοψε τους ρεμβασμούς του και με ύφος πιο ξινό κι από λεμόνι κατέθεσε τον αποτροπιασμό του.
Στην εξαιρετικά σύντομη επίσκεψή του, ο κύριος πρέσβης ξεπέταξε τον δήμαρχο υπό τους ήχους του ροκ τραγουδιού: «περάστε να σας δούμε λίγο, για πέστε μου από πού να φύγω». Ετσι ο πανηγυρικός τον οποίο μέρες ολόκληρες ετοίμαζε ο κ. Νικήτας (έχοντας προηγουμένως φυσικά ψεκάσει το χώρο υποδοχής διά πάσαν αποφυγήν δαγκωμάτων από σκνίπες και κώνωπας ανωφελείς...) ματαιώθηκε.
Η πραγματικότητα όμως που, ερήμην όλων μας, κάνει τα δικά της αποφάνθηκε: Δεν πρόκειται για σημαία με την έννοια που γνωρίζουμε όλοι, κι αυτό γιατί οι Αμερικανοί - Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί - με την κατάχρηση που της έχουν κάνει δίνοντάς της την εικόνα διαφημιστικού προπαγανδιστικού υλικού, ταυτίζεται περισσότερο μ' ένα πολυχρησιμοποιημένο κομμάτι ύφασμα τόσο κοινό όσο το μπλουτζίν, κι ας ρίχνουν όλοι κροκοδείλια δάκρυα μπροστά της σε στάση προσοχής. Με το ύφασμα αυτό είναι πιο εύκολο να σκεπάσουν τα εγκλήματα τους, αλλά και τους νεκρούς μισθοφόρους που καταφθάνουν διαρκώς από το Ιράκ. Οσο για το διάλογο που ξεπήδησε με θέμα κατά πόσον είναι δεοντολογικό να καις ένα κομμάτι ύφασμα, ενώ γι' αυτό το ύφασμα καίγονται χώρες ολόκληρες, θυμίζει ανέκδοτο.
Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ