Η εμμονή της κυβέρνησης να προχωρήσει σταθερά και αδιάλειπτα στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, αλλά και η εμμονή των άλλων κομμάτων στο είδος της "αντιπολίτευσης" που παρουσίασαν από τη δεύτερη μέρα των προγραμματικών δηλώσεων, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά των δευτερολογιών των πολιτικών αρχηγών κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, το περασμένο Σάββατο.
Ο αρχηγός της ΝΔ, Μ. Εβερτ,επανέλαβε στη δευτερολογία του τα περί ασάφειας και αντιφατικότητας όσων εξήγγειλε ο πρωθυπουργός και για να... ξεκαθαρίσει τα πράγματα, του απηύθυνε 15 ερωτήματα τα οποία αφορούσαν: Το αν η κυβέρνηση δέχεται τη σύγκληση του συμβουλίου των αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τον καθορισμό εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και αν δέχεται τη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής πολιτικής. Ακόμη τα υπόλοιπα ερωτήματα αφορούσαν: Το εξοπλιστικό πρόγραμμα, την προσφυγή της Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το πρόγραμμα MEDA και αν θα μπλοκαριστεί για την Τουρκία από την Ελλάδα, τις δαπάνες για την παιδεία, μέτρα για τους αγρότες (εισόδημα, συντάξεις, χρέη), το πρόβλημα των συντάξεων και το ασφαλιστικό, κίνητρα για τις παραμεθόριες περιοχές, τους φόρους που θα επιβληθούν και τέλος, το ρυθμό των αυξήσεων.
Ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ, Δ. Τσοβόλας,επανέλαβε την εκτίμησή του ότι οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ήταν αόριστες και σημείωσε ότι αυτή η αοριστολογία ήταν σκόπιμη γιατί η κυβέρνηση στοχεύει, μέσω της δραματοποίησης της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, να προετοιμάσει ψυχολογικά τον ελληνικό λαό, ώστε να δεχτεί τα σκληρά μέτρα που έρχονται. Τέλος, ο Δ. Τσοβόλας υποστήριξε ότι η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική που ακολουθείται δεν είναι μονόδρομος που έχει επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά, αν και είναι υπάρχει η αδιέξοδη - όπως είπε - κοινωνικά και οικονομικά, Συνθήκη του Μάαστριχτ, εντούτοις υπάρχουν περιθώρια να ακολουθηθεί μια άλλη πολιτική στα πλαίσια της ΕΕ.
Ο πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος,ισχυρίστηκε ότι έγινε πιο έντονη η αοριστία και η σύγχυση που διέκρινε τις προγραμματικές δηλώσεις από τις ομιλίες των υπουργών. "Οι προγραμματικές αυτές δηλώσεις - είπε - είναι δηλώσεις στο κενό και δεν είναι πρόγραμμα δεσμευτικό για την εφαρμογή λύσεων που χρειάζονται τα μεγάλα προβλήματα". Ακόμη κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν έχει ενιαία πολιτική γραμμή σε κρίσιμους τομείς και ότι δεν έχει εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις να εφαρμόσει όσα επαγγέλλεται. Καταλήγοντας, επέμεινε στην πρόταση του κόμματός του για σύσταση Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, ισχυριζόμενος ότι αυτό είναι αριστερή πολιτική πρόταση γιατί ενδυναμώνει τους ισχύοντες θεσμούς και τους διευρύνει!!!
Τη συζήτηση επί των προγραμματικών έκλεισε ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, ο οποίος στην ομιλία του επανέλαβε τους άξονες πολιτικής της κυβέρνησης, τους οποίους είχε παρουσιάσει κατά την αρχική του ομιλία. Υπογράμμισε για μια ακόμη φορά ότι η πορεία της χώρας στα πλαίσια της ΕΕ, όπως προδιαγράφεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το πρόγραμμα "σύγκλισης", είναι οριστική και αμετάκλητη. Απευθυνόμενος δε σε Συνασπισμό και ΔΗΚΚΙ, που ισχυρίζονται ότι είναι δυνατόν μέσα στην ΕΕ η Ελλάδα να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική, υπογράμμισε ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι τέτοιες απόψεις "μας οδηγούν πίσω". Σχετικά με τους στόχους της "σύγκλισης" ο πρωθυπουργός είπε πως μέχρι το 2000 πρέπει να έχουν επιτευχθεί. Ετσι, στη βάση των παραπάνω ζήτησε από την αντιπολίτευση - προφανώς από τα κόμματα που συμφωνούν με την ΕΕ και το Μάαστριχτ - να ασκούν ρεαλιστική πολιτική, να προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις στα πλαίσια των δεδομένων που κινείται η χώρα. Ακόμη, ο Κ. Σημίτης επανέλαβε τα περί "εχόντων και κατεχόντων" και ισχυρίστηκε πως η κυβέρνησή του θα ασκήσει κοινωνικά δίκαιη πολιτική, με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών, την περιστολή των δαπανών και τη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Αναφερόμενος στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν πρόσθεσε τίποτα περισσότερο στα όσα είχε πει, ενώ για το Σκοπιανό ζήτησε από τους πολιτικούς αρχηγούς, αν θέλουν να ζητήσουν να ενημερωθούν κατ' ιδίαν, γιατί το θέμα δεν μπορεί να συζητηθεί δημόσια. Τέλος, για τη θεσμική κριτική που του άσκησε ο Συνασπισμός σημείωσε ότι αυτή η κριτική κρούει ανοιχτές θύρες.