Τετάρτη 9 Δεκέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Επιστροφή των κλεμμένων και σύγχρονα ασφαλιστικά δικαιώματα

Η Αιτιολογική Εκθεση επί της Αρχής

Από κινητοποίηση των ταξικών συνδικάτων με αίτημα να επιστρέψει το κράτος όλα τα κλεμμένα στα ασφαλιστικά Ταμεία
Από κινητοποίηση των ταξικών συνδικάτων με αίτημα να επιστρέψει το κράτος όλα τα κλεμμένα στα ασφαλιστικά Ταμεία
Στην Αιτιολογική Εκθεση επί της Αρχής, σημειώνεται στην πρόταση νόμου:

«Το ΚΚΕ καταθέτει πρόταση νόμου για την κάλυψη των απωλειών που είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το 1950 μέχρι σήμερα.

Η πρόταση νόμου του ΚΚΕ γίνεται ακόμα πιο αναγκαία και επίκαιρη γιατί στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης υφίστανται νέες σημαντικές απώλειες τα αποθεματικά και γενικότερα τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων.

Η πρόταση του ΚΚΕ δεν περιορίζεται επιλεκτικά στις απώλειες κάποιων περιόδων, ούτε αποδέχεται την λογική των συμψηφισμών και των παραγραφών, αλλά αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα.

Σε όλη αυτήν την ιστορική διαδρομή οι μορφές άλλαζαν, η αφαίμαξη όμως συνεχίζονταν και πάντα ίδιοι ήταν οι χαμένοι και ίδιοι οι κερδισμένοι. Οι μόνιμα χαμένοι ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων και συνεπώς οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, οι μόνιμα κερδισμένοι από αυτήν την πολιτική ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις, το μεγάλο κεφάλαιο.

Πιο συγκεκριμένα:

Τεράστιες ήταν οι απώλειες από την δέσμευση των αποθεματι­κών στην Τράπεζα της Ελλάδας με βάση τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950 και με επιτόκια που υπολείπονταν κατά πολύ και από τον επίσημο πληθωρι­σμό. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων χρησι­μο­ποιήθη­­καν κατά κύριο λόγο ως κίνητρα για την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων με πρόσχημα την ανάπτυξη. Και μόνον για την περίοδο 1951- 1975 οι απώλειες υπολογίζονται σε 58 δισ. ευρώ.

Στην δεκαετία του 1990 αρχικά με τον νόμο 2076/1992 επί κυβέρνησης ΝΔ δόθηκε η δυνατότητα να τοποθετούν τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο.

Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε με τον νόμο 2676/1999 του ΠΑΣΟΚ σε 23% ενώ με μια σειρά άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις διευρύνθηκε το τζογάρισμα των αποθεματικών και διευκολύνθηκε η ανάμειξη των τραπεζών στη "διαχείριση" των αποθεματικών.

Πάνω από 3,5 δισ. ευρώ ήταν οι ζημιές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο την περίοδο 1999 - 2002.

Ταυτόχρονα, οι οφειλές του κράτους προς τα Ταμεία λόγω μη καταβολής της τριμερούς χρηματοδότησης, έφθασαν, μέχρι το 2002 που άλλαξε το σύστημα, τα 2 δισ. ευρώ.

Βάση της πολιτικής απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία όλη αυτήν την περίοδο ήταν η προώθηση της λογικής του κεφαλαιο­ποιητι­κού συστήματος που ελαχιστοποιεί τη συμμετοχή του κράτους και της εργοδοσίας και μεταφέρει τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων.

Ταυτόχρονα προετοιμάζεται το έδαφος για την πιο αποφασιστική προώθηση της "Στρατηγικής της Λισαβόνας" που έχει αποφα­σι­σθεί στην ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη και των κυβερνήσεων της χώρας μας για παράταση του εργάσιμου βίου, προώθηση της ιδιω­τι­κής ασφάλισης και μείωση των παροχών.

Η χρησιμοποίηση της οικονομικής κατάστασης των Ταμείων σαν αιχμή εκβιασμών και ψεύτικων διλημμάτων για να επιβληθούν νέα αντιασφαλιστικά μέτρα χαρακτηρίζει τη στάση της κυβέρνησης, όπως χαρακτήρισε τη στάση της ΝΔ την προηγούμενη περίοδο.

Οι εργαζόμενοι καταβάλλουν φόρους που είναι δυσβάσταχτοι και επιπρόσθετα καταβάλλουν υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.

Συνεπώς, δεν έχουν καμία ευθύνη για την κατάσταση των Ταμείων. Ευθύνη έχουν οι πολιτικές και οι κυβερνήσεις που τροφοδότησαν με δισεκατομμύρια Ευρώ τους επιχειρηματίες μέσα από την εισφοροδιαφυγή, τις "νόμιμες" απαλλαγές και την καταλήστευση των αποθεματικών.

Ευθύνη έχουν οι πολιτικές και οι κυβερνήσεις που καταδικάζουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην Ανεργία και στην Υποαπασχόληση και χρησιμοποιούν τη μαύρη - ανασφάλιστη εργασία ως μέσο ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου.

Η διεκδίκηση της επιστροφής των οφειλών του κράτους και της εργοδοσίας, η αντίσταση κατά των νέων αντιασφαλιστικών μέτρων, διεκδίκηση της κατάργησης της αντιασφαλιστικής νομοθεσίας που ψήφισαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η απαίτηση για αύξηση των συντάξεων, μείωση των ορίων ηλικίας και γενικότερα των προϋποθέσεων που έχουν επιβληθεί για τη συνταξιοδότηση, αντιστοιχούν στα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων, των λαϊκών δυνάμεων και αυτό είναι το βασικό κριτήριο για την κατάθεση αυτής της πρότασης νόμου από το ΚΚΕ.

Οι εργαζόμενοι παίρνουν υπόψη ότι με τους ίδιους ισχυρισμούς και με πρόσχημα τη βιωσιμότητα των Ταμείων και τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων επιβλήθηκαν οι αντιλαϊκοί νόμοι της ΝΔ, το 1990 - 1992 και το 2008 (νόμοι Σιούφα και στη συνέχεια Πετραλιά), αλλά και ο αντιλαϊκός νόμος του ΠΑΣΟΚ (νόμος Ρέππα). Με αυτούς τους νόμους αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, καθηλώθηκαν ή μειώθηκαν οι συντάξεις, χειροτέρευσαν γενικότερα οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.

Το ΚΚΕ αντιτάσσεται αποφασιστικά σε κάθε περίπτωση νέων αντιασφαλιστικών μέτρων που ετοιμάζει η κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας τους ίδιους περί βιωσιμότητας των Ταμείων ισχυρισμούς. Αντιτάσσεται στον αποχαρακτηρισμό και την κατάργηση του θεσμού των Βαρέων - Ανθυγιεινών και Επικίνδυνων Επαγγελμάτων. Αντιτάσσεται στην απόφαση της ΕΕ και σε κάθε απόπειρα κατάργησης της διαφοράς της 5ετίας στο όριο ηλικίας ανδρών και γυναικών που είναι απαραίτητο για κοινωνικούς και βιολογικούς λόγους. Αντιτάσσεται γενικότερα σε κάθε αντιασφαλιστικό μέτρο, σε κάθε απόπειρα αύξησης του ορίου ηλικίας και μείωσης των συντάξεων.

Η πείρα διδάσκει ότι το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή των αντιασφαλιστικών μέτρων τόσο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όσο και τις κυβερνήσεις της ΝΔ είναι ο λεγόμενος "κοινωνικός διάλογος", ο οποίος οργανώνεται με τη συνενοχή του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού και έχει αποστολή, να διαμορφώσει το έδαφος, για να περάσουν τα νέα αντιασφαλιστικά, αντιλαϊκά μέτρα. Γι' αυτό το λόγο, το ΚΚΕ αντιπαλεύει αυτό το στόχο και τη διαδικασία που τον υπηρετεί και τόσο με την πρόταση νόμου όσο και με τη δράση του στέκεται στο πλευρό των εργαζομένων.

Το ΚΚΕ με την πρόταση νόμου που καταθέτει προτείνει:

-- Την επιστροφή όλων των απωλειών των ασφαλιστικών ταμείων από το 1950 μέχρι σήμερα.

-- Την κατάργηση κάθε διάταξης που επιτρέπει το τζογάρισμα των αποθεματικών σε μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

-- Την αξιοποίηση των αποθεματικών των Ταμείων με την τοποθέτησή τους μόνον σε τίτλους του Δημοσίου, με εγγυημένη απόδοση που θα υπερκαλύπτει τον πληθωρισμό και με επιτόκιο το ύψος του ανώτατου επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου, χωρίς την μεσολάβηση τρίτων.

-- Τη μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 60 για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες και για όσους εργάζονται στα βαριά και ανθυγιεινά στα 55 και στα 50 αντίστοιχα. Πλήρης σύνταξη ανεξαρτήτως ηλικίας με την συμπλήρωση 30 χρόνων εργασίας ή 9.000 ένσημα. Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με 4.050 ημέρες ασφάλισης.

-- Σύνταξη στο 80% των συνολικών αποδοχών του τελευταίου μήνα πριν τη συνταξιοδότηση. Θεωρούμε ως κατώτερο βασικό μισθό που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τα 1.400 ευρώ που διεκδικεί το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και ως κατώτερη σύνταξη τα 1.120 ευρώ.

-- Να μην επιβληθεί καμιά πρόσθετη επιβάρυνση στους ασφαλι­σμέ­νους, να ικανοποιηθεί το δίκαιο αίτημα της μείωσης του ποσοστού της συμμετοχής των εργαζομένων στην προοπτική της απαλλαγής τους από τις ασφαλιστικές εισφορές.

-- Απαλλαγή των εργαζομένων από την εισφορά για τον κλάδο της Υγείας και Πρόνοιας. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι αποκλειστικά δημόσιες με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και να παρέχονται δωρεάν σε όλους τους πολίτες.

Το κόστος από τα μέτρα αυτά, γενικότερα η ενίσχυση της χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, να βαρύνει το κρά­τος και την εργοδοσία, ιδιαίτερα το μεγάλο κεφάλαιο σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και την κατάργηση των φορολογικών και άλλων προνομίων.

Το μεγάλο κεφάλαιο κερδίζει χρόνια από την εισφοροδιαφυγή, κέρδισε σε τελική ανάλυση από την αφαίμαξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και αυτό πρέπει να πληρώσει.

Ο ισχυρισμός ότι η οικονομία δεν αντέχει καταρρίπτεται από την διευρυνόμενη και προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων καθώς και από τα κίνητρα που έχουν δοθεί όλα αυτά τα χρόνια τόσο από τη σημερινή όσο και τις προηγούμε­νες κυβερνήσεις».


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ