Οι Θέσεις για το 20ό Συνέδριο του Κόμματός μας, με βρίσκουν σύμφωνη. Εξειδικεύεται το ζήτημα της λαϊκής συμμαχίας ως κοινωνικής συμμαχίας, καθώς επίσης το θέμα της εργατικής εξουσίας και αυτό νομίζω βοηθάει έναν κόσμο - και μέσα από τις γραμμές μας -, αλλά βασικά τον περίγυρο της κάθε Οργάνωσης, να αντιληφθεί πιο συγκεκριμένα πού στοχεύει το Κόμμα, πώς βαδίζει στρατηγικά και πού θέλει να φτάσει.
Στο πρώτο κεφάλαιο, όπου αναφέρονται οι εξελίξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, συγκεκριμένα και κωδικοποιημένα, συγκριτικά με άλλες φορές, αποτυπώνονται οι όποιες ανακατατάξεις στις διάφορες οικονομίες, το πώς γεννιούνται οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους αλλά και το πώς επηρεάζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Επίσης, το ενδεχόμενο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, κατά τη γνώμη μου, αναλύεται πολύ σωστά και εύστοχα, ώστε μέλη και φίλοι του Κόμματος να μην το αντιμετωπίζουν αποσπασματικά. Εξοπλίζεσαι από τις Θέσεις, ώστε να συσχετίζεις, να συνδέεις και να είσαι σε θέση να δένεις τις τρέχουσες συνθήκες στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία με την πιθανότητα πολεμικής σύγκρουσης και ποιους εξυπηρετεί αυτή. Θα έλεγα ότι, καλύτερα από άλλες φορές, διαβάζοντας τις Θέσεις, μπορείς να αντιληφθείς την απαραίτητη σύνδεση μεταξύ πολιτικής - οικονομίας. Ωστόσο, προβάδισμα στη μελέτη και κατανόηση των Θέσεων έχουν οι καθημερινοί αναγνώστες του «Ριζοσπάστη», αλλά και της ΚΟΜΕΠ, μιας και στα δύο έντυπα υπήρχε αυτή την τετραετία πληθώρα άρθρων, επεξεργασιών που μας εξόπλιζαν θεωρητικά, ιδεολογικά και πολιτικά.
Συνεχίζοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στα ζητήματα δράσης και καθηκόντων. Σωστά εντοπίζεται, στη σελίδα 45, ότι ένα από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να μας απασχολεί στη δουλειά μας, στην παρέμβασή μας, δεν πρέπει να είναι μόνο το πόσο δουλεύουμε αλλά και το πώς δουλεύουμε. Κι ακριβώς επειδή πρέπει να ενισχύσουμε την ικανότητά μας ώστε η δράση μας να ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού κόμματος παντός καιρού, ενός κόμματος που αποφασιστικά, καθοριστικά δρα ώστε να επιτύχει ιδεολογικά - πολιτικά την οργάνωση και κινητοποίηση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, σε συνθήκες μάλιστα αντεπανάστασης, το «πώς» προκύπτει ως ζητούμενο. Είμαστε πίσω ακόμα. Επιμένουμε στον έλεγχο μεν της δουλειάς, αλλά καταντά ο έλεγχος στείρος. Οι ΚΟΒ - οι εδαφικές τουλάχιστον - ορισμένες φορές, παρόλο που υπάρχει σταθερός προσανατολισμός στους εργασιακούς χώρους, ιεράρχηση και πρόγραμμα, αναλώνονται στο «κλείσιμο» ατόμων, στο κυνήγι του «πόσο». Αυτό δεν βοηθάει. Τα τομεακά γραφεία συνίσταται να επιμείνουν ώστε η δουλειά σε κάθε χώρο, από κάθε ΚΟΒ, να μελετάται, να υπάρχει βοήθεια ώστε η Οργάνωση να εξειδικεύσει. Εξειδίκευση όμως όχι τυπική, δηλαδή έχουμε στο χώρο μας τόσους εργασιακούς χώρους, τελεία. Τι ζητάμε από τους χώρους, πώς οι γενικές εξελίξεις επηρεάζουν τους κλάδους τους οποίους «χτυπάμε», πιο επιτακτική δουλειά ώστε η εξόρμηση έξω από ένα εργοστάσιο να εξυπηρετεί τους στόχους για ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Θα ήταν σωστό, νομίζω, μια φορά το μήνα, με ευθύνη του τομεακού, να βρίσκονται τα συνεργεία των ΚΟΒ που «χτυπάν» ίδιους κλάδους. Να υπάρχει ανταλλαγή πείρας, σχεδιασμός κοινός, σχεδιασμός που είναι επικαιροποιημένος κάθε φορά. Ετσι και οι σύντροφοι που συμμετέχουν στις εξορμήσεις, δυναμώνουν με επιχειρήματα, μαθαίνουν να μεταφέρουν πείρα, ζωντανεύει συνολικά η δουλειά και δεν καταντά μια δουλειά ρουτίνας. Οπως και τα τμήματα των ΚΟΒ, θα έπρεπε να δουλεύουν με συχνότητα καλή, σταθερή, ακριβώς για να μοιραστεί η δουλειά καλύτερα, να μαζέψεις αδυναμίες ή θετικά. Ακριβώς επειδή το «πόσο» μας διακρίνει, περιμένουμε μόνο την συνέλευση της ΚΟΒ - που συνήθως έχει 1 θέμα με μεγάλο χρονοδιάγραμμα, κεντρικό - και δεν μένει χρόνος για να δούμε πιο διεξοδικά το πώς έχουμε δουλέψει μέχρι στιγμής και βασικά οι σύντροφοι να πάρουν τον λόγο και να αναπτύξουν σκέψεις, προτάσεις.
Επίσης, πρέπει πιο συχνά να γίνονται δουλειές, όπου θα αναλύονται οι θέσεις των οπορτουνιστικών δυνάμεων, οι οποίες σωστά μέσα στις Θέσεις λέγεται ότι είναι ανανεούμενες. Τα γραφεία των ΚΟΒ πρέπει να γνωρίζουν, λόγου χάρη, μπροστά από μια απεργία, τα εμπόδια που βάζουν οι παρατάξεις των οπορτουνιστών. Ωστε όταν καθοδηγήσουν συντρόφους - αλλά και περίγυρο - οι οποίοι είναι εργαζόμενοι, να τους έχουν προετοιμάσει, να τους έχουν εξοπλίσει με επιχειρήματα για να σταθούν στον εργασιακό τους χώρο και να απαντήσουν με σιγουριά, να γίνουν και οι ίδιοι οργανωτές της απεργίας. Κι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καθημερινή επαφή με τον «Ριζοσπάστη» - δυστυχώς - ας μην έχουμε δεδομένο ότι τα κομματικά μέλη σε μια εδαφική, είναι όλοι σε θέση να ανταπαντήσουν σε πιθανά ιδεολογήματα άλλων πολιτικών χώρων.
Σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής, υπήρξαν αυτό το διάστημα μεταξύ των συνεδρίων, επαρκείς και αρκετές επεξεργασίες για διάφορα ζητήματα. Πρέπει να λύσουμε το πώς έγκαιρα αυτές οι επεξεργασίες θα φτάνουν μέχρι και τις ΚΟΒ. Ωστε βασικά να συζητιούνται αλλά και να αξιοποιούνται. Ειδικά μια εδαφική ΚΟΒ, που μετά το εργοστάσιο πρέπει να δουλέψει και σπίτι το σπίτι, σε επίπεδο γειτονιάς, που έχει σχολεία στην ευθύνη της, συλλόγους αθλητικούς ή και πολιτιστικούς, πρέπει να είναι ενημερωμένη και να μπορεί να διοργανώσει δράσεις που θα συσπειρώνουν και θα προβληματίζουν. Υπάρχει έδαφος παρόλο που το κλίμα της απογοήτευσης και της ανάθεσης λίγο - πολύ συναντάται όλο και περισσότερο. Τα τομεακά γραφεία, μιας και έχουν καταμερισμό και για τα εργασιακά, και για την Παιδεία, για τα ιδεολογικά και τα λοιπά, πιστεύω ότι πρέπει με πιο αυστηρό αλλά και γόνιμο έλεγχο να επισημαίνουν την ανάγκη μελέτης και αξιοποίησης των όποιων επεξεργασιών προκύπτουν από τα τμήματα της Κεντρικής Επιτροπής ή και από την ίδια την Κεντρική.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφερθώ στην εξής διαπίστωση. Σε συνάρτηση με τις δυσκολίες που αυξάνονται σε κάθε οικογένεια, μιας και το γενικό κλίμα της καπιταλιστικής κρίσης αντανακλάται όλο και πιο επιτακτικά στις ζωές μας, διακρίνω από συντρόφους μια διάθεση παραίτησης - δίχως να γενικεύω - , απογοήτευσης. Είναι κατανοητό. Δυσκολεύουν τα πράγματα στο σπίτι, η ανεργία πια «στοιχειώνει» όλο και περισσότερο κόσμο. Ωστόσο, πρέπει να επιμείνουμε με κάθε τρόπο ώστε να μην κλειστεί κανείς σπίτι του. Οσο ενισχύουμε τους συντρόφους ιδεολογικά - πολιτικά και δεν μένουμε απλά στο να τους ρωτάμε δημοσιογραφικά, τόσο πιο εύκολο είναι να τους κρατήσουμε στη δράση και στον αγώνα. Η καθοδήγηση προς τους συντρόφους μας - και ειδικότερα στα μέλη της ΚΝΕ και στις μητέρες - πρέπει να είναι ολόπλευρη, συνεπής και όχι του «ποδαριού». Απαιτείται στενή εσωκομματική διαφωτιστική δουλειά, ώστε να μη χάσουμε καμία συντρόφισσα, κανέναν σύντροφο. Αλλά βέβαια και κανέναν οπαδό.
Καλή επιτυχία στις εργασίες για το 20ό Συνέδριο του τιμημένου ΚΚΕ.