Η αναπροσαρμογή της ισοτιμίας, η έγκριση του προγράμματος «σύγκλισης», οι επιπτώσεις τους, οι συστάσεις της Κομισιόν και οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης
Η αναπροσαρμογή της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ΕΥΡΩ, η μονομερής κυβερνητική δέσμευση για υποτίμηση τουλάχιστον κατά 3,3% εντός του 2000 και η έγκριση από την Κομισιόν του νέου αντεργατικού προγράμματος «σύγκλισης» (ΠΣ) 1999 - 2002, άνοιξαν την αυλαία του εξαμήνου διαδικασίας ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ, καταδείχνοντας, όμως, τα πραγματικά προβλήματα μιας ασθενούς οικονομίας από το σοκ της εισόδου στη «ζώνη ΕΥΡΩ». Πρόκειται για γεγονότα που δεν άπτονται της τυπικής διαδικασίας ένταξης, αλλά αφορούν στην ουσιαστική προετοιμασία του ελληνικού κεφαλαίου, για μείωση των κραδασμών από την, έτσι και αλλιώς, ταραγμένη μετάβαση στη «ζώνη ΕΥΡΩ», επιβαρύνοντας με επιπλέον κόστος αποκλειστικά τους Ελληνες εργαζόμενους.
Οι εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού οικονομικού συστήματος, που δεν μπορούν να μασκαρέψουν τη φτιαχτή μετάβαση με λογιστικά τερτίπια (αδυναμία διαρκούς και σταθερού ελέγχου του πληθωρισμού, φουσκωμένη «ισχυρή» δραχμή, τεράστια πραγματικά χρέη και ελλείμματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα) θα αρκούσαν από μόνες τους να δημιουργήσουν δικαιολογημένο πανικό σε κάθε σώφρονα πολιτικό και τραπεζίτη που αντιλαμβάνεται επαρκώς ότι η ένταξη στην ΟΝΕ θα 'ναι περισσότερο «κόλαση» παρά «παράδεισος».
Εξάλλου, οι δύο μόνοι «αντισταθμιστικοί» παράγοντες που αναγνωρίζει η νεοφιλελεύθερη κυβερνητική αντίληψη, η «συγκράτηση» μισθών και η αύξηση της ανεργίας, με δεδομένη και την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, επιτείνουν την πολιτική δυσχέρεια προπαγάνδισης της ένταξης στην ΟΝΕ. Οι προπαγανδιστικές κορόνες του πρωθυπουργού και του ΥΠΕΘΟ Γ. Παπαντωνίου και ο ασφυκτικός έλεγχος της πλειοψηφίας των ΜΜΕ δεν αρκούν για να μασκαρέψουν την ωμή πραγματικότητα.
Η «ιστορική», προαναγγελθείσα, υποτίμηση της τάξης του 3,3% για το 2000 δεν αλλάζει όσο και αν οι κυβερνώντες φώναζαν στα κανάλια για (...) «ανατίμηση». Οσο για την Κομισιόν, από τις Βρυξέλλες, όσο και αν συμπάσχει με την κυβερνητική αγωνία, εγκρίνοντας το κυβερνητικό ΠΣ επισήμανε με έμφαση τα προβλήματα της πραγματικής κατάστασης, τονίζοντας:
Με τη μονομερή απόφαση του ελληνικού κεφαλαίου για επίσπευση της ένταξης στην ΟΝΕ - που θα μπορούσε να γίνει και αργότερα - οξύνονται απότομα όλα τα «δομικά» προβλήματα της ελληνικής στρεβλής ανάπτυξης και το επιπλέον κόστος πέφτει αποκλειστικά στους ώμους των μισθωτών.
Οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν τις δύο υποτιμήσεις του 1998 και του 2000, τη «δέσμευση» της κυβέρνησης «να εξακολουθήσει να εφαρμόζει συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα για το 2000 και εντεύθεν» και την περαιτέρω παραγωγική διάλυση εξαιτίας των «συνθηκών» που επικρατούν στη «ζώνη ΕΥΡΩ».