Στόχευε στη συντριβή της ΕΣΣΔ
Ο επίλογος της Συμφωνίας του Μονάχου: Γερμανικά στρατεύματα στην Πράγα, το Μάρτη του 1939 |
Οσοι «έκλεγαν» έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία: Τους ενώνει ο αντικομμουνισμός. Τους ενώνει το μίσος για την εργατική τάξη. Ετσι μέσα στο κλάμα «ξέχασαν» πως η 1η Σεπτέμβρη είναι καθιερωμένη ως παγκόσμια μέρα πάλης της εργατικής τάξης για την ειρήνη. Η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας ως παγκόσμια μέρα πάλης της εργατικής τάξης για την ειρήνη δεν είναι τυχαία, καθώς το εργατικό κίνημα ήταν και το μόνο που αντιτάχθηκε στον πόλεμο, την ώρα που οι καπιταλιστές προσπαθούσαν να ξεπεράσουν μια ακόμα καπιταλιστική κρίση, στρέφοντας τον έναν από τους ανταγωνιστές τους, τη Γερμανία, ενάντια στο μόνο προλεταριακό κράτος τότε, την ΕΣΣΔ.
Το σβήσιμο από τη μνήμη αυτού του χαρακτήρα της 1ης του Σεπτέμβρη έχει άμεση σχέση με το ξαναγράψιμο της Ιστορίας που επιχειρείται στις μέρες μας. Οι αστοί ήθελαν τα 70χρονα από την έναρξη του πολέμου να συνοδευτούν - κι αυτό έκαναν - με ένα ακόμη βήμα για την εξίσωση φασισμού - κομμουνισμού. Ως αφορμή χρησιμοποίησαν το σοβιετικογερμανικό Σύμφωνο μη επίθεσης που υπογράφηκε στις 23 Αυγούστου 1939. Ενα Σύμφωνο που είχε επιτρέψει στην ΕΣΣΔ, παρά τους υπολογισμούς των πολιτικών της Δύσης, να κερδίσει χρόνο και τελικά να αρχίσει ο παγκόσμιος πόλεμος με τη σύγκρουση μέσα στους κόλπους του καπιταλιστικού κόσμου. Οι αστοί, στις φετινές εκδηλώσεις για τη μέρα έναρξης του πολέμου, θυμήθηκαν αυτό το Σύμφωνο, αλλά ξέχασαν ότι οι ίδιοι είχαν ανοίξει τα σύνορα για να ξεχυθούν οι ορδές του Χίτλερ, όταν υπέγραψαν μαζί του, ένα χρόνο πριν, το 1938, τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία του δώρισαν ουσιαστικά στην Τσεχοσλοβακία κι ενώ ήδη είχαν ανεχτεί την προσάρτηση της Αυστρίας, με την πίστη ότι έτσι ενισχύουν το ναζιστικό κλοιό γύρω από την ΕΣΣΔ.
Η Βαρσοβία μετά την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Πολωνία |
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τυπικά ξεκίνησε την 1η του Σεπτέμβρη. Ουσιαστικά η νέα πολεμική αναμέτρηση είχε αρχίσει από την επαύριο κιόλας του προηγούμενου πολέμου.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και της παγκόσμιας κρίσης του 1929 - 1933, η οποία και δεν ξεπεράστηκε. Αποτελούσε το μέσο για το ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ στόχευε στη συντριβή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, και στην ανατροπή του σοσιαλισμού, ώστε να ξανακερδίσουν ένα χαμένο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Οι κυβερνήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με κίνητρο το ταξικό μίσος προς την ΕΣΣΔ και με το πρόσχημα της «μη ανάμειξης» και της «ουδετερότητας» ακολουθούσαν στην ουσία πολιτική συνωμοσίας με τους φασίστες επιδρομείς, υπολογίζοντας να απομακρύνουν μεν από τις χώρες τους την απειλή της φασιστικής εισβολής, αλλά και ότι οι δυνάμεις της Σοβιετικής Ενωσης θα εξασθενίσουν τους ιμπεριαλιστές αντιπάλους τους στη Γερμανία.
Η ΕΣΣΔ μπόρεσε να εξασφαλίσει το χρόνο που της επέτρεψε - όταν οι ναζί κινήθηκαν πιο ανατολικά - να διεξαγάγει τη νικηφόρα αντεπίθεσή της. Με τίμημα τα 25 εκατομμύρια των νεκρών της, τα οποία όσοι ξαναγράφουν την Ιστορία δεν μπορούν να διαγράψουν |
Η Σοβιετική Ενωση, σε συνθήκες που τα πάντα μιλούσαν για πόλεμο, ακολούθησε πολιτική, που απέβλεπε στη συγκράτηση του επιδρομέα και τη δημιουργία ασφαλούς συστήματος περιφρούρησης της ειρήνης. Ετσι από τις 2 Μάη 1935, ακόμα, υπογράφηκε στο Παρίσι το γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας και με την Τσεχοσλοβακία την οποία στη συνέχεια πούλησαν οι ίδιοι οι καπιταλιστές.
Η σοβιετική κυβέρνηση επέμενε για τη δημιουργία συστήματος συλλογικής ασφάλειας, που θα μπορούσε να καταστεί αποτελεσματικό μέσο αποτροπής του πολέμου και περιφρούρησης της ειρήνης. Ταυτόχρονα, το σοβιετικό κράτος πήρε μια σειρά μέτρα, που απέβλεπαν στην ενίσχυση της άμυνας της χώρας και την ανάπτυξη του στρατιωτικο - οικονομικού δυναμικού της.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος γεννήθηκε στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος. Προετοιμάστηκε και εξαπολύθηκε από τους φασίστες επιδρομείς, με επικεφαλής τη χιτλερική Γερμανία. Στη γέννηση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου μεγάλο ρόλο έπαιξε η αντισοβιετική πολιτική ανοχής απέναντι στους επιδρομείς και η συμπαιγνία μαζί τους που εφάρμοζαν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την υποστήριξη των ιθυνόντων κύκλων των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αλλά τα αντισοβιετικά σχέδια απέτυχαν. Η σοβιετική κυβέρνηση κατόρθωσε να αποτρέψει την επίθεση των ιμπεριαλιστικών κρατών εναντίον της ΕΣΣΔ. Η φασιστική Γερμανία άρχισε τον πόλεμο με επίθεση εναντίον του ασθενέστερου αντιπάλου.
Στις 31 Αυγούστου του 1939 το βράδυ, όλοι οι γερμανικοί ραδιοσταθμοί ανακοίνωσαν πως τάχα οι Πολωνοί είχαν επιτεθεί αιφνιδιαστικά εναντίον της γερμανικής πόλης Γκλάιβιτς, πως κατέλαβαν το ραδιοσταθμό και είχαν μεταδώσει έκκληση για πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Η προκλητική αυτή σκηνοθεσία που σκάρωσαν οι Γερμανοί φασίστες με την καθοδήγηση του αρχηγού της μυστικής αστυνομίας Χίμλερ, είχε σκοπό να εξαπατήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη και να δικαιολογήσει την ύπουλη επίθεση που είχε προετοιμάσει η Γερμανία. Τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου, στις 4 και 45', τα γερμανοφασιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Πολωνία. Οι ιθύνοντες αστικοτσιφλικάδικοι κύκλοι της Πολωνίας, πιστεύοντας πως η γερμανική επίθεση θα στραφεί εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης και πως η Πολωνία έτσι είτε αλλιώς θα πάρει μέρος στον αντισοβιετικό πόλεμο, απέρριψαν την πρόταση της ΕΣΣΔ για συμμαχία και δεν πήραν κανένα κάπως σοβαρό μέτρο για την οχύρωση των δυτικών συνόρων της χώρας. Η Πολωνία είχε πάρα πολύ περιορισμένο βιομηχανικό δυναμικό. Η οικονομική της καθυστέρηση ήταν συνέπεια της εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο που είχε συμφέρον να εκμεταλλεύεται την πολωνική αγορά και παρεμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Οι «δράστες» του Μονάχου. Φωτογραφία, μετά την τελετή υπογραφής της Συμφωνίας |
Οπως οι Γερμανοί φασίστες, έτσι και οι Ιάπωνες μιλιταριστές εισήγαν από το εξωτερικό, ακόμα και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεγάλες ποσότητες στρατηγικών υλών και πολεμικού υλικού. Στα 1938, η αναλογία συμμετοχής των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλες τις εισαγωγές της Ιαπωνίας ήταν : στο πετρέλαιο 65%, στα παλαιά σιδερικά και στο ατσάλι 90,4%, στο χαλκό 90,9%, στα αεροπλάνα 76,9% και στα αυτοκίνητα 64,7%.
Στην Ιταλία, από την περίοδο του πολέμου με την Αιθιοπία, αυξανόταν σταθερά το ειδικό βάρος των πολεμικών κλάδων της εθνικής οικονομίας (της μεταλλουργίας, της χημικής βιομηχανίας, της μηχανουργίας) και περιοριζόταν αρκετά η παραγωγή των ειδών πλατιάς κατανάλωσης.
Σοβιετικά άρματα αντιμέτωπα με τη γερμανική επίθεση |
Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει σοβιετικά χωριά (1943) |
Τα αντικομμουνιστικά συνθήματα που έριχναν οι φασίστες στερέωναν στους ιθύνοντες κύκλους της Αγγλίας, των Ενωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας τις αυταπάτες σχετικά με τη δυνατότητα μιας συνεννόησης με τις φασιστικές χώρες πάνω στη βάση της ικανοποίησης των κατακτητικών τους σκοπών σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης. Τα Δυτικά κράτη με την πολιτική του «κατευνασμού» των επιδρομέων λογάριαζαν να ενθαρρύνουν την προώθηση των στρατιών της χιτλερικής Γερμανίας προς τα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης και να βοηθήσουν στην έκρηξη ενός γερμανοσοβιετικού πολέμου που θα καθυστερούσε τη σοσιαλιστική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ και ταυτόχρονα θα εξασθένιζε σε τέτοιο σημείο τη Γερμανία που θα έπαυε να αποτελεί κίνδυνο για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών αντιπάλων της.
Ειδικότερα η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών επηρεαζόταν δυνατά από το μίσος των κυβερνητικών κύκλων προς τη Σοβιετική Ενωση και από την προθυμία μερικών μονοπωλιακών ομάδων να υποστηρίξουν τα φασιστικά κράτη που θα εξαπέλυαν πόλεμο εναντίον της ΕΣΣΔ. Γι' αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες βοηθώντας στην ουσία την πολεμική προετοιμασία της Αγγλίας και της Γαλλίας και πουλώντας τους όπλα εφοδίαζαν ταυτόχρονα την Ιαπωνία και τη Γερμανία με στρατηγικές πρώτες ύλες. Διάφοροι επίσημοι Αμερικανοί που αντιδρούσαν έντονα στην πολιτική της Γερμανίας και στη μεταβολή του εδαφικού καθεστώτος της Ευρώπης, όταν τα φασιστικά κράτη επιτέθηκαν εναντίον της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Αλβανίας, έμειναν ουσιαστικά αδρανείς.
Πρώτο θύμα της φασιστικής επίθεσης στην Κεντρική Ευρώπη ήταν η Αυστρία. Η εσωτερική κατάσταση στη χώρα βοηθούσε στην πραγματοποίηση των σχεδίων του Γερμανού επιδρομέα. Πολλές δεκαετίες οι μεγαλοϊδεάτες Γερμανοί εθνικιστές προσπαθούσαν να φυτέψουν στη συνείδηση του αυστριακού λαού την ιδέα πως η Γερμανία και η Αυστρία έπρεπε να ενωθούν και να αποτελέσουν την ενιαία «Μεγάλη Γερμανία». Την προπαγάνδα για το «άνσλους» (ένωση) την είχαν δεχθεί και οι ηγέτες της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας που από τα 1918 συστηματικά υποστήριζαν πως το Αυστριακό κράτος «δεν είναι βιώσιμο». Οι αυστριακοί φασίστες που ήταν προσανατολισμένοι προς την Ιταλία προτιμούσαν να είναι η Αυστρία ανεξάρτητη, αλλά κι αυτοί διακήρυσσαν πως η Αυστρία είναι «δεύτερο γερμανικό κράτος».
Τα γερμανικά σχέδια για την κατάληψη του αυστριακού εδάφους τα ήξεραν πολύ καλά οι ιθύνοντες κύκλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και των Ενωμένων Πολιτειών. Η πολιτική της Αγγλίας στο αυστριακό ζήτημα ξεκινούσε από την υπόθεση πως η καταβρόχθιση της Αυστρίας από τη Γερμανία θα ήταν ένα από τα πιο σπουδαία στάδια της προετοιμασίας της επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Γι' αυτό η αγγλική κυβέρνηση δεν είχε αντίρρηση για το «άνσλους». Στις 31 Μαΐου του 1937 ο Αγγλος πρεσβευτής στο Βερολίνο Χέντερσον, σε μια συζήτησή του, με τον Πάπεν δήλωσε: «Η Αγγλία καταλαβαίνει απόλυτα την ανάγκη να ρυθμιστεί το ζήτημα (της Αυστρίας) στα πλαίσια του γερμανικού ράιχ».
Το Νοέμβρη του 1937 έφτασε στη Γερμανία ο αντιπρόεδρος της αγγλικής κυβέρνησης Χάλιφαξ. Ο Χάλιφαξ σε συνομιλία του με τον Χίτλερ τόνισε πρώτα πρώτα τις «υπηρεσίες» του (του Χίτλερ) στο ζήτημα της «εκμηδένισης του κομμουνισμού στη χώρα του» και δήλωσε πως αυτός «έφραξε το δρόμο του κομμουνισμού προς τη Δυτική Ευρώπη, και γι' αυτό η Γερμανία δίκαια μπορεί να θεωρείται ο προμαχώνας της Δύσης εναντίον του μπολσεβικισμού». Υστερα ο Χάλιφαξ πρότεινε να ρυθμιστούν με απευθείας διαπραγματεύσεις τα αγγλογερμανικά προβλήματα και να προσεγγίσουν οι δύο χώρες και όταν γίνει αυτό θα είναι δυνατόν να υπογραφεί μια συμφωνία ανάμεσα στα τέσσερα κράτη - Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία. Αφού ξεκαθάρισε ότι «από αγγλική πλευρά δεν νομίζουν πως το status quo πρέπει σε όποια περίπτωση να διατηρηθεί σε ισχύ» και πως «πρέπει να γίνει προσαρμογή στις καινούργιες συνθήκες και επανόρθωση των παλαιών σφαλμάτων και να έχουμε υπόψη μια μεταβολή στην κατάσταση που υπάρχει, μεταβολή που έγινε απαραίτητη» ο Χάλιφαξ έδωσε στην ουσία τη συγκατάθεσή του για το «άνσλους», καθώς και για την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. Τις αποικιακές αξιώσεις της Γερμανίας υποσχέθηκε να τις εξετάσει όταν θα συμφωνούσαν στα άλλα ζητήματα.
Ιμπεριαλιστική συνεννόηση με τη χιτλερική Γερμανία έκανε και η Γαλλία. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1937, σε ανεπίσημες συνομιλίες με τους χιτλερικούς απεσταλμένους, ο Γάλλος πρωθυπουργός Σοτάν, καθώς και πολλά άλλα μέλη της κυβέρνησης, πήραν ευνοϊκή θέση απέναντι στο «άνσλους».
Αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήξεραν πως ετοιμαζόταν το «άνσλους»: Στις 23 Νοεμβρίου του 1937 ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Παρίσι Μπούλιτ, με βάση τις συνομιλίες του με τον Γκαίριγκ και τον Σαχτ, πληροφόρησε την Ουάσιγκτον πως οι χιτλερικοί είχαν πάρει απόφαση να καταλάβουν την Αυστρία. Αλλά η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν πήρε κανένα μέτρο για να σταματήσει την επίθεση.
Η Σοβιετική Ενωση καταδίκασε κατηγορηματικά τη χιτλερική επίθεση στην Αυστρία. Στις 17 Μάρτη η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε να συγκληθεί μια διεθνής διάσκεψη για να εξετάσει τα μέτρα για την καταπολέμηση των επιθετικών ενεργειών, υπογραμμίζοντας πώς υστέρα από την κατάληψη της Αυστρίας δημιουργείται απειλή για την Τσεχοσλοβακία και σε συνέχεια, μια που οι επιθετικές διαθέσεις είναι μεταδοτικές, υπάρχει κίνδυνος να εξελιχθεί η απειλή σε καινούριες διεθνείς διενέξεις... «Αύριο ίσως είναι πια αργά, αλλά σήμερα ο καιρός γι' αυτό δεν πέρασε ακόμη αν όλα τα κράτη και προπάντων τα μεγάλα πάρουν μια σταθερή και ανυστερόβουλη θέση απέναντι στα προβλήματα της συλλογικής διάσωσης της ειρήνης» σημείωνε.
Αλλά οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας απόρριψαν την πρόταση της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ η κυβέρνηση των Ενωμένων Πολιτειών ούτε καν απάντησε. Δεν ειχαν περάσει ούτε τρεις βδομάδες από την κατάληψη της Αυστρίας και η Αγγλία, η Γαλλία και οι Ενωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν στην ουσία την ένταξή της στο χιτλερικό κράτος. Η Τράπεζα της Αγγλίας με υπόδειξη της κυβέρνησης παράδωσε στη Ράιχσμπανκ το μέρος από το απόθεμα χρυσού της Αυστρίας που φυλασσόταν στο Λονδίνο.
Η κατάληψη της Αυστρίας έπαιζε σπουδαίο ρόλο στα γενικά στρατηγικά και πολιτικά σχέδια της Γερμανίας. Η Τσεχοσλοβακία ήταν κυκλωμένη τώρα από τρεις πλευρές, ενώ τα κοινά σύνορα της Γερμανίας με την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία βοηθούσαν τους χιτλερικούς να επεκταθούν στα Βαλκάνια και τους έδιναν τη δυνατότητα να ασκούν πιο ενεργό πίεση στον Ιταλό σύμμαχό τους.
Η Αυστρία ήταν για το γερμανικό ιμπεριαλισμό πολύτιμη και από οικονομική άποψη. Το αυστριακό μεταλλουργικό κόντσερν «Αλπίνε Μονταγκέζελσάφτ» ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό βιομηχανικό οπλοστάσιο σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και η κατάληψή του ενίσχυε το πολεμικό δυναμικό της Γερμανίας. Στα χέρια των γερμανικών μονοπωλίων έπεσε και το πετρέλαιο της περιοχής Ζίτερσντορφ (Κάτω Αυστρία) πού την περίοδο αυτή ήταν η πιο προσιτή και από γεωγραφική άποψη η πιο κοντινή πηγή φυσικού πετρελαίου που τόσο πολύ το χρειαζόταν η Γερμανία. Τα γερμανικά μονοπώλια πήραν στα χέρια τους και τα πυριτιδοποιεία του Μπλουμάου και άλλα εργοστάσια της αυστριακής πολεμικής βιομηχανίας, όπως το εργοστάσιο κατασκευής όπλων στο Χίρτεμπεργκ. Ολόκληρη η αυστριακή βιομηχανία έμπαινε στην υπηρεσία της φασιστικής Γερμανίας.
Υστερα από την κατάληψη της Αυστρίας από τη χιτλερική Γερμανία καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ήταν δυνατόν να νιώθει σιγουριά. Ξεθαρρεμένοι οι Γερμανοί φασίστες που κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αυστρία χωρίς να χάσουν ούτε ένα στρατιώτη, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν αμέσως τα μελλοντικά κατακτητικά τους σχέδια.
Από οικονομική άποψη η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας ήταν μια υπόσχεση για τα γερμανικά μονοπώλια πως θα αποκτήσουν τους πλουσιότατους βιομηχανικούς και αγροτικούς πόρους της χώρας αυτής. Η Τσεχοσλοβακία είχε πολύ αναπτυγμένη βιομηχανία. Στα 1937 η εξόρυξη κάρβουνου έφτασε τα 27,5 εκατ. τόνους, η παραγωγή χυτοσιδήρου το 1,7 έκατ. τόνους και του ατσαλιού τα 2,3 εκατ. τόνους. Τα εργοστάσια αυτοκινήτων κατασκεύαζαν 14,6 χιλ. αυτοκίνητα το χρόνο. Τα χημικά εργοστάσια θεωρούνταν τα μεγαλύτερα υστέρα από τα γερμανικά. Τα πολεμικά εργοστάσια «Σκόντα» εφοδίαζαν όχι μόνο τον τσεχοσλοβακικό στρατό άλλα και τους στρατούς των γειτονικών χωρών. Τα τσεχοσλοβακικά αεροπλάνα δεν υστερούσαν ποιοτικά από τα αεροπλάνα των πιο μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Ακόμη, η Τσεχοσλοβακία είχε αρκετά αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος.
Η χιτλερική Γερμανία άρχισε να ετοιμάζει την επίθεση εναντίον της Τσεχοσλοβακίας αμέσως ύστερα από την προσάρτηση της Αυστρίας. Ο αρχηγός του γερμανοφασιστικού κόμματος στη Σουδητία (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας που κατοικούσε γερμανικό στοιχείο) Χενλάιν πήρε από τον Χίτλερ οδηγίες να υποβάλλει ολοένα και πιο απειλητικές αξιώσεις στην τσεχοσλοβακική κυβέρνηση αυξάνοντας τες σιγά σιγά για να κάνει αδύνατη μια πραγματική συνεννόηση. Στις 24 Απριλίου του 1938 μιλώντας ο Χενλάιν στο Κάρλοβι Βάρι αξίωσε ολοκληρωτική αυτονομία για όλους τους Γερμανούς που ζούσαν στην Τσεχοσλοβακία και απόλυτη ελευθερία για τη φασιστική προπαγάνδα. Οταν η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση έδειξε πως σκέφτεται να δεχθεί την αξίωση αυτή, ο Χενλάιν δήλωσε πως η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας οφείλει να ξεσκίσει το σοβιετοτσεχοσλοβακικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας και γενικά να αλλάξει την εξωτερική της πολιτική. Η τακτική των χιτλερικών ήταν να προκαλέσουν μέσω των οπαδών του Χενλάιν ένα όποιο επεισόδιο για να μεταφέρουν κεραυνοβόλα στρατό στην Τσεχοσλοβακία. Οι χιτλερικοί είχαν πεποίθηση πως τα δυτικά κράτη δε θα ανακατεύονταν στη διένεξη. Αποδείχθηκε πως όχι μόνο δε θα αντιδρούσαν, αλλά θα έκαναν και ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να βοηθήσουν τον Χίτλερ.
Στις 29 Σεπτέμβρη του 1938 στο Μόναχο συναντήθηκαν από τη Γερμανία ο Χίτλερ, την Αγγλία ο Τσάμπερλεν, τη Γαλλία ο Νταλαντιέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι για να συζητήσουν το «τσεχοσλοβακικό ζήτημα». Υστερα από σφοδρές επιθέσεις του Χίτλερ εναντίον της Τσεχοσλοβακίας και μερικές αντεγκλήσεις, τα μέλη της διάσκεψης εγκρίνανε το γερμανοϊταλικό σχέδιο συνεννόησης. Στους αντιπροσώπους της Τσεχοσλοβακίας που δεν είχαν κληθεί να πάρουν μέρος στη συνάντηση, αλλά τους είχαν και περίμεναν απέξω, ανακοινώθηκε πως η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν επιδέχεται συζήτηση και πρέπει να γίνει δεκτή χωρίς καμιά αντίρρηση. Σε αντάλλαγμα η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία υπόσχονταν στην Τσεχοσλοβακία, ύστερα από την ικανοποίηση όλων των αξιώσεων της συμφωνίας του Μονάχου, να εγγυηθούν διεθνώς τα νέα σύνορά της.
Με βάση τη συμφωνία που υπογράφτηκε στο Μόναχο η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει στη Γερμανία μέσα σε δέκα μέρες τη Σουδητία και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Ολες οι βιομηχανικές επιχειρήσεις, τα ορυχεία, οι συγκοινωνίες και τα μέσα τηλεπικοινωνίας, το τροχαίο υλικό, τα στρατιωτικά οχυρά, οι αποθήκες και οι πρώτες ύλες που βρίσκονταν στο παραχωρούμενο έδαφος θα παραδίδονταν σε απολύτως καλή κατάσταση.
Από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε μια εδαφική έκταση από 41.098 τετρ. χλμ. με περίπου 5 εκατομμύρια κατοίκους που από αυτούς περισσότεροι από ένα εκατ. ήταν Τσέχοι και Σλοβάκοι. Στα χέρια των χιτλερικών έπεσαν βιομηχανικές περιοχές με σπουδαία μεταλλουργικά και χημικά εργοστάσια, μεθοριακά οχυρά και μια σημαντική ποσότητα οπλισμού. Ετσι η Τσεχοσλοβακία ήταν στην ουσία αφοπλισμένη και αντιμέτωπη με το Γερμανό φασίστα επιδρομέα που περίμενε μόνο την κατάλληλη στιγμή για να την υποδουλώσει οριστικά.
Η ιμπεριαλιστική συμφωνία του Μονάχου ήταν το κορύφωμα της πολιτικής της ενθάρρυνσης των επιδρομέων. Στις 30 Σεπτέμβρη με πρόταση του Τσάμπερλεν η Γερμανία και η Αγγλία υπόγραψαν στο Μόναχο μια δήλωση για αμοιβαία μη επίθεση και ειρηνικό διακανονισμό όλων των επίμαχων ζητημάτων που θα δημιουργούνταν. Υστερα από λίγο καιρό ανάλογη δήλωση υπόγραψαν η Γαλλία και η Γερμανία. Ο Τσάμπερλεν και ο Νταλαντιέ πίστευαν πως με την υπογραφή των συμφωνιών αυτών είχαν απομακρύνει από την Αγγλία και τη Γαλλία τον κίνδυνο της γερμανικής επίθεσης και τον είχαν ρίξει στην κοίτη που επιθυμούσαν, προς τα ανατολικά, εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Αυτό το σκοπό είχαν τα δυτικά κράτη που παραδίδανε στον Χίτλερ τα τσεχοσλοβακικά εδάφη. Αλλά η βοήθεια των δυτικών ιμπεριαλιστών προς το φασίστα επιδρομέα δεν περιορίστηκε σ' αυτό. Στις 13 Οκτωβρίου του 1938, αμέσως υστέρα από τη συμφωνία του Μονάχου, ή «Στάνταρντ Οιλ» και η «Φαρμπενίντουστρι» υπόγραψαν συμφωνία για την ίδρυση μιας αμερικανογερμανικής εταιρείας που θα μονοπωλούσε τις πατέντες για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης που ο χιτλερικός στρατός είχε μεγάλη ανάγκη από αύτη. Στα χέρια της η «Φαρμπενίντουστρι» κρατούσε τον έλεγχο της παραγωγής συνθετικών καυσίμων σε όλες τις χώρες, εκτός από τις Ενωμένες Πολιτείες. Η χιτλερική έξαλλου κυβέρνηση χρησιμοποιώντας τους διεθνείς δεσμούς που είχε η «Φαρμπενίντουστρι» με τα καρτέλ αγόρασε μεγάλες ποσότητες βενζίνης με υψηλή οκτανική απόδοση για τα γερμανικά αεροπλάνα και άρματα μάχης. Χάρη σε άλλες συμφωνίες με καρτέλ η γερμανική πολεμική βιομηχανία απόχτησε πατέντες για την παραγωγή μαγνησίου και βηρυλλίου - πρώτων υλών που είναι απαραίτητες στη βιομηχανία αεροπλάνων. Ετσι τα μονοπώλια έκλεισαν μεταξύ τους μια ιδιόμορφη «συμφωνία Μονάχου» στον οικονομικό τομέα που έδινε στον επιδρομέα τη δυνατότητα να εφοδιάσει και να προετοιμάσει για πολεμικές επιχειρήσεις τις δυνάμεις αρμάτων μάχης και θωρακισμένων, τα μηχανοκίνητά του και τις αεροπορικές του δυνάμεις.
Υστερα από τη συμφωνία του Μονάχου η Γερμανία και μαζί της ολόκληρος ο συνασπισμός των φασιστών επιδρομέων δυνάμωσαν αρκετά τις στρατηγικές και στρατιωτικοπολιτικές τους θέσεις.
Σε όλη τη διάρκεια της τσεχοσλοβακικής κρίσης η Σοβιετική Ενωση ήταν το μοναδικό κράτος που αγωνιζόταν με συνέπεια για τη διατήρηση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Τσεχοσλοβακίας. Υστερα από την υπογραφή του σοβιετοτσεχοσλοβακικού συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας η Σοβιετική Ενωση πρότεινε επανειλημμένα στην Τσεχοσλοβακία να υπογράψουν μια στρατιωτική συνθήκη που θα έδινε στη συμφωνία αυτοματισμό δράσης. Αλλα η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση απόφευγε να δεχθεί τη σπουδαία αυτή πρόταση. Η σοβιετική κυβέρνηση ωστόσο έκανε το καθετί για να εκπληρώσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις. Προτού ακόμη η Γερμανία καταλάβει την Αυστρία ο αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ εξακρίβωνε στο Βουκουρέστι τη δυνατότητα να περάσουν σοβιετικά στρατεύματα από το ρουμανικό έδαφος σε περίπτωση που η Τσεχοσλοβακία θα αντιμετώπιζε κίνδυνο γερμανικής επίθεσης. Στις 15 Μαρτίου του 1938 η ΕΣΣΔ διαβεβαίωσε την Αγγλία, τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία πως σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της Τσεχοσλοβακίας η Σοβιετική Ενωση θα εκπληρώσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις. Την προθυμία της ΕΣΣΔ να αντιταχθεί στην επίθεση την έδειξε και η δήλωση της σοβιετικής κυβέρνησης στις 17 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, με αφορμή την κατάληψη της Αυστρίας. Υστερα από λίγες μέρες, στις 28 Μαρτίου, η σοβιετική στρατιωτική αντιπροσωπεία πληροφόρησε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του τσεχοσλοβάκικου στρατού πως η ΕΣΣΔ θα δώσει στην Τσεχοσλοβακία την απαραίτητη βοήθεια εναντίον της γερμανικής επίθεσης. Στο τέλος Απριλίου η σοβιετική κυβέρνηση διαβίβασε στον πρεσβευτή της Τσεχοσλοβακίας στη Μόσχα μια δήλωση που έλεγε: «Η ΕΣΣΔ, αν της ζητηθεί, είναι πρόθυμη, μαζί με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία, να πάρει όλα τα μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας της Τσεχοσλοβακίας. Για το σκοπό αυτό διαθέτει όλα τα απαραίτητα μέσα. Η κατάσταση του στρατού και της αεροπορίας της επιτρέπει να γίνει αυτό».
Στο τέλος Αυγούστου ο Λαϊκός Επίτροπος των Εξωτερικών Μ.Μ. Λιτβίνοφ ειδοποίησε το Γερμανό πρεσβευτή στη Μόσχα πως αν η Τσεχοσλοβακία δεχθεί επίθεση, η Σοβιετική Ενωση θα εκπληρώσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις. Στις 2 Σεπτεμβρίου πρότεινε στην αγγλική και στη γαλλική κυβέρνηση να οργανώσουν μια σύσκεψη από στρατιωτικούς ειδικούς για τη μελέτη των μέτρων απόκρουσης της επίθεσης. Αλλα η πρόταση αυτή δεν έγινε με συμπάθεια δεκτή στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου στο ερώτημα της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης, αν η σοβιετική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Τσεχοσλοβακία στην περίπτωση που η Γαλλία, πιστή στις υποχρεώσεις της, θα βοηθούσε κι αυτή, η σοβιετική κυβέρνηση έδωσε σαφέστατη θετική απάντηση. Στο δεύτερο ερώτημα της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης (όταν πια είχε πάρει το γερμανο-αγγλο-γαλλικο τελεσίγραφο), αν η σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί τον εαυτό της δεσμευμένο από το σοβιετοτσεχοσλοβακικό σύμφωνο σε περίπτωση που η Γερμανία θα προβάλει καινούριες αξιώσεις, που θα ναυαγήσουν οι αγγλογερμανικές συνομιλίες και θα αποφασίσει η Τσεχοσλοβακία να αμυνθεί ένοπλα, δόθηκε πάλι καταφατική απάντηση.
Η Σοβιετική Ενωση πήρε και πρακτικά μέτρα: προώθησε στα δυτικά της σύνορα 30 Μεραρχίες πεζικού και μερικές Μεραρχίες ιππικού και έθεσε σε πλήρη πολεμική ετοιμότητα τις μεγάλες μονάδες αρμάτων μάχης και αεροπορίας.
Οταν η αστικοτσιφλικάδικη Πολωνία θέλησε να εκμεταλλευτεί τη δύσκολη θέση της Τσεχοσλοβακίας για να προσαρτήσει ένα τμήμα του εδάφους της, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ δήλωσε στον Πολωνό πρεσβευτή στη Μόσχα πως στην περίπτωση αυτή η Σοβιετική Ενωση θα καταγγείλει χωρίς άλλη ειδοποίηση τη σοβιετοπολωνική συμφωνία μη επίθεσης. Η σταθερή στάση της Σοβιετικής Ενωσης είχε αποτέλεσμα: τα πολωνικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τα τσεχοσλοβακικά σύνορα.
Η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε να δραστηριοποιήσει και την Κοινωνία των Εθνών για να εμποδίσει την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. Αφού μέρα τη μέρα γινόταν ολοένα και πιο φανερό πως η γαλλική κυβέρνηση θα αρνούνταν να εκπληρώσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις απέναντι στην Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ενωση ήταν δυνατόν να τη βοηθήσει με την ιδιότητα του μέλους της Κοινωνίας των Εθνών. Αλλα η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση ούτε καν προσπάθησε να επωφεληθεί από την ευκαιρία αυτή στη σύνοδο της γενικής συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών το Σεπτέμβριο. Υπακούοντας στις υποδείξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και στην πίεση της αντιδραστικής μερίδας της τσεχοσλοβακικής αστικής τάξης, συνέχιζε να ακολουθεί το δρόμο της συνθηκολόγησης και αρνούνταν τη σοβιετική βοήθεια. Η στάση αυτή ήταν πολύ περισσότερο αδικαιολόγητη γιατί η σοβιετική κυβέρνηση πληροφόρησε τον Μπένες πώς είναι έτοιμη να βοηθήσει στρατιωτικά την Τσεχοσλοβακία ακόμη και στην περίπτωση που η Γαλλία θα αρνούνταν να τη βοηθήσει. Το μόνο που απαιτούσε από την κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας ήταν να θέλει να αμυνθεί και να ζητήσει βοήθεια από τη Σοβιετική Ενωση.
Ολες οί προσπάθειες της Σοβιετικής Ενωσης να εμποδίσει την εκμηδένιση της Τσεχοσλοβακίας και να περισώσει την ανεξαρτησία της στάθηκαν μάταιες. Η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας συνθηκολόγησε προδίδοντας τα συμφέροντα του λαού. Αυτό ήταν η λογική κατάληξη της αντιλαϊκής και της αντισοβιετικής πολιτικής των τσεχοσλοβακικών κυβερνητικών κύκλων. Ανάμεσα στους συνθηκολόγους ήταν και οι Τσεχοσλοβάκοι δεξιοί σοσιαλιστές που καλούσαν ανοιχτά το λαό να υποταχθεί στα κελεύσματα του Χίτλερ. Μόνο το κομμουνιστικό κόμμα της Τσεχοσλοβακίας αγωνιζόταν για μια αποφασιστική απόκρουση του εισβολέα και ξεσκέπαζε ασταμάτητα τα συνθηκολογικά σχέδια της τσεχοσλοβακικής αστικής τάξης.
Στις 10 Μάρτη του 1939, ο Ι. Β. Στάλιν, παρουσιάζοντας την έκθεση της ΚΕ στο 18ο Συνέδριο του ΚΚ (μπ) της ΕΣΣΔ, αναφερόμενος στον εξελισσόμενο πόλεμο σημείωνε:
«Ο πόλεμος δημιούργησε νέα κατάσταση στις σχέσεις των χωρών, καθιέρωσε σ' αυτές τις σχέσεις την ατμόσφαιρα της ανησυχίας και της αβεβαιότητας. Αφού υπόσκαψε τις βάσεις του μεταπολεμικού ειρηνικού καθεστώτος και αναποδογύρισε τις στοιχειώδεις έννοιες του διεθνούς δικαίου, ο πόλεμος έβαλε υπό συζήτηση την αξία των διεθνών συμφώνων και υποχρεώσεων. Ο πασιφισμός και τα σχέδια αφοπλισμού θάφτηκαν. Τη θέση τους την κατέλαβε ο πυρετός των εξοπλισμών. Αρχισαν να εξοπλίζονται όλοι, από τα μικρά ως τα μεγάλα κράτη, μαζί και πρώτ' απ' όλα, τα κράτη που ακολουθούσαν την πολιτική της μη επέμβασης. Κανείς πια δεν πιστεύει τους κατανυκτικούς λόγους, ότι οι παραχωρήσεις που έγιναν στο Μόναχο στους επιτιθέμενους και η συμφωνία του Μονάχου εγκαινίασαν τάχα τη νέα εποχή του "κατευνασμού". Δεν τους πιστεύουν κι αυτοί, οι ίδιοι, που πήραν μέρος στη συμφωνία του Μονάχου, η Αγγλία και η Γαλλία, που άρχισαν όχι λιγότερο από τους άλλους να δυναμώνουν τους εξοπλισμούς τους.
Είναι φανερό, ότι η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να παραβλέψει αυτά τα απειλητικά γεγονότα. Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι ο κάθε - ακόμα και ο πιο μικρός - πόλεμος που θα άρχιζαν οι επιτιθέμενοι, κάπου σε μια απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου, αποτελεί κίνδυνο για τις φιλειρηνικές χώρες. Ακόμα σοβαρότερο κίνδυνο αποτελεί ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, που τράβηξε κιόλας στην τροχιά του πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια πληθυσμό της Ασίας, της Αφρικής, της Ευρώπης. Γι' αυτό το λόγο η χώρα μας, ακολουθώντας σταθερά την πολιτική για τη διατήρηση της ειρήνης, εργάστηκε ταυτόχρονα σοβαρότατα για το δυνάμωμα της μαχητικής ετοιμασίας του Κόκκινου Στρατού μας, του Κόκκινου Πολεμικού Στόλου μας.
Ταυτόχρονα η Σοβιετική Ενωση αποφάσισε να κάνει και μερικά άλλα βήματα για να στερεώσει τις διεθνείς θέσεις της. Στα τέλη του 1934 η χώρα μας μπήκε στην Κοινωνία των Εθνών, ξεκινώντας από το γεγονός ότι, παρά την αδυναμία της μπορεί ωστόσο να χρησιμεύσει σα βήμα για το ξεσκέπασμα των επιτιθεμένων και σαν κάποιο, έστω και αδύνατο, όργανο ειρήνης που μπορεί να βάλει, φρένο στο ξέσπασμα του πολέμου.
Η Σοβιετική Ενωση θεωρεί πως σε μια τόσο ταραγμένη εποχή δεν πρέπει να περιφρονεί κανείς ακόμα και μια τόσο ανίσχυρη διεθνή οργάνωση, όπως είναι η Κοινωνία των Εθνών. Το Μάη του 1935, ανάμεσα στη Γαλλία και τη Σοβιετική Ενωση, είχε συναφθεί σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας, ενάντια σε μια πιθανή επίθεση των επιθετικών κρατών. Ταυτόχρονα είχε συναφθεί ανάλογο σύμφωνο με την Τσεχοσλοβακία. Το Μάρτη του 1936, η Σοβιετική Ενωση υπόγραψε σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Τον Αύγουστο του 1937, υπογράφηκε σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στην Κινέζικη Δημοκρατία.
Μέσα σ' αυτές τις δύσκολες διεθνείς συνθήκες εφάρμοζε η Σοβιετική Ενωση την εξωτερική της πολιτική, υπερασπίζοντας την υπόθεση της διατήρησης της ειρήνης.
Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης είναι σαφής και κατανοητή.
-- Είμαστε υπέρ της ειρήνης και για το δυνάμωμα των εμπορικών σχέσεών μας μ' όλες τις χώρες, είμαστε και θα 'μαστε υπέρ αυτής της θέσης, εφόσον οι χώρες αυτές θα κρατούν την ίδια στάση απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, εφόσον δε θα προσπαθήσουν να παραβλάψουν τα συμφέροντα της χώρας μας.
-- Είμαστε υπέρ των ειρηνικών, στενών σχέσεων καλής γειτονίας με όλες τις γειτονικές χώρες, που έχουν κοινά σύνορα με την ΕΣΣΔ, είμαστε και θα 'μαστε υπέρ αυτής της θέσης, εφόσον οι χώρες αυτές θα κρατούν την ίδια στάση απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, εφόσον δε θα προσπαθήσουν να παραβιάσουν άμεσα ή έμμεσα την ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων του σοβιετικού κράτους.
-- Είμαστε υπέρ της υποστήριξης των λαών, που έπεσαν θύματα επίθεσης και που παλεύουν για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους.
-- Δε φοβόμαστε τις απειλές των επιθετικών κρατών και είμαστε έτοιμοι ν' απαντήσουμε με διπλό χτύπημα στο χτύπημα των εμπρηστών του πολέμου που προσπαθoύv να καταπατήσουν το απαραβίαστο των σοβιετικών συνόρων.
Αυτή είναι η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης.
Στην εξωτερική της πολιτική η Σοβιετική Ενωση στηρίζεται:
1. Στην αυξανόμενη οικονομική, πολιτική και εκπολιτιστική της ισχύ.
2. Στην ηθικοπολιτική ενότητα της σοβιετικής κοινωνίας μας.
3. Στη φιλία των λαών της χώρας μας.
4. Στον Κόκκινο Στρατό μας και στον Πολεμικό Κόκκινο Στόλο μας.
5. Στη φιλειρηνική της πολιτική.
6. Στην ηθική υποστήριξη των εργαζομένων όλων των χωρών που ενδιαφέρονται ζωτικά για τη διατήρηση της ειρήνης.
7. Στη σωφροσύνη εκείνων των χωρών που δεν έχουν συμφέρον γι' αυτούς ή για 'κείνους τους λόγους, να παραβιαστεί η ειρήνη.
Τα καθήκοντα του κόμματος στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής είναι:
1. Να εφαρμόζει και μελλοντικά την πολιτική της ειρήνης και της ενίσχυσης εμπορικών σχέσεων μ όλες τις χώρες.
2. Να δείχνει περίσκεψη και να μην επιτρέπει στους προβοκάτορες του πολέμου, που συνήθισαν να βάζουν τους άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά να παρασύρουν τη χώρα μας σε συγκρούσεις.
3. Να δυναμώνει μ' όλα τα μέσα τη μαχητική ισχύ του Κόκκινου Στρατού μας και του Κόκκινου Πολεμικού Στόλους μας.
4. Να δυναμώνει τις διεθνείς σχέσεις φιλίας με τους εργαζόμενους όλων των χωρών που ενδιαφέρονται για την ειρήνη και τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».
(Ι. Β.Στάλιν απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από την έκθεση της ΚΕ στο 18ο Συνέδριο του ΚΚ (μπ) της ΕΣΣΔ)
Τον Απρίλη - Μάη του 1939 η Γερμανία κατάγγειλε την αγγλοαμερικανική ναυτική συμφωνία του 1935, ακύρωσε το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία, που υπογράφτηκε το 1934 και έκλεισε με την Ιταλία το λεγόμενο Χαλύβδινο σύμφωνο, με βάση το οποίο η ιταλική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να βοηθήσει τη Γερμανία, αν αυτή εμπλακεί σε πόλεμο με τις δυτικές δυνάμεις.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας κάτω από την επήρεια της κοινής γνώμης και το φόβο της παραπέρα ισχυροποίησης της Γερμανίας, άρχισαν διαπραγματεύσεις με την ΕΣΣΔ που έγιναν στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1939.
Οι δυτικές, όμως, δυνάμεις δε δέχτηκαν την υπογραφή συμφωνίας, που πρότεινε η ΕΣΣΔ και που μιλούσε για κοινό αγώνα κατά των φασιστικών επιδρομέων.
Προτείνοντας μάλιστα στη Σοβιετική Ενωση να αναλάβει μονομερείς υποχρεώσεις να βοηθήσει οποιονδήποτε Ευρωπαίο γείτονα σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του, οι δυτικές δυνάμεις ήθελαν να παρασύρουν την ΕΣΣΔ σε πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και να την αφήσουν ύστερα να αγωνίζεται μόνη της.
Οι διαπραγματεύσεις του Αυγούστου 1939 δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα γιατί το Παρίσι και το Λονδίνο τορπίλιζαν κάθε φορά τις σοβιετικές εποικοδομητικές προτάσεις.
Την ώρα που οδηγούσε τις διαπραγματεύσεις της Μόσχας σε αποτυχία, η αγγλική κυβέρνηση ερχόταν σε μυστικές επαφές με τους χιτλερικούς, μέσω του πρεσβευτή τους στο Λονδίνο Χ. Ντίρκσεν, επιδιώκοντας να πετύχει συμφωνία για το ξαναμοίρασμα του κόσμου σε βάρος της ΕΣΣΔ.
Η πολιτική αυτή των δυτικών δυνάμεων προκαθόρισε τη ματαίωση των διαπραγματεύσεων της Μόσχας και έθεσε τη Σοβιετική Ενωση μπροστά στον άμεσο κίνδυνο επίθεσης της φασιστικής Γερμανίας, ή, αφού εξαντλήσει τις πιθανότητες υπογραφής συμμαχίας με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, να υπογράψει το προτεινόμενο, από τη Γερμανία, σύμφωνο μη επίθεσης και έτσι να απομακρύνει την απειλή του πολέμου.
Η κατάσταση επέβαλε σαν αναπόφευκτη τη δεύτερη εκλογή. Η υπογραφή στις 23 Αυγούστου 1939 του σοβιετικογερμανικού συμφώνου επέτρεψε, ώστε, παρά τους υπολογισμούς των πολιτικών της Δύσης, ο παγκόσμιος πόλεμος να αρχίσει με τη σύγκρουση στους κόλπους του καπιταλιστικού κόσμου. Η επίθεση στην Πολωνία οδηγήθηκε από τους ίδιους που παρέδωσαν στον Χίτλερ την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία. Η ΕΣΣΔ μπόρεσε να εξασφαλίσει το χρόνο, που της επέτρεψε - όταν οι ναζί κινήθηκαν πιο ανατολικά - να διεξάγει τη νικηφόρα αντεπίθεσή της. Με τίμημα τα 25 εκατομμύρια των νεκρών της, τα οποία όσοι ξαναγράφουν την Ιστορία δεν μπορούν να διαγράψουν.
________________________________________
Πηγή: «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ