Αρχίζοντας την τοποθέτησή του τόνισε: «Ο Σύνδεσμος Αντιστασιακών Δημοσιογράφων ευχαριστεί τον "Ριζοσπάστη" και τη "Σύγχρονη Εποχή" για την πρόσκληση. Θα παρακαλούσα να μου δικαιολογήσετε μια συγκίνηση γιατί δεν μπορεί όποιος πλησιάζει αυτό το έπος να μη νιώσει την καρδιά του να χτυπά πολύ περισσότερο. Δεν μπορώ να μη φέρω στα μάτια μου μια Ηλέκτρα, την πρώτη και καλύτερη δασκάλα μου, δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Γ. Τρικαλινό, τον ΕΠΟΝίτη, τον δάσκαλό μας, τον αξέχαστο Γ. Μακρή, ένα λεβέντη, κομμουνιστή δημοσιογράφο.
Σας χαιρόμαστε και σας αγαπάμε, σύντροφοι του "Ριζοσπάστη". Το λεύκωμα αυτό λέει πολλά και θα πει περισσότερα σε όποιον σκύψει και το διαβάσει και το αξιοποιήσει. Είναι η ιστορία μας, οι αγώνες μας. Τούτο το λεύκωμα προσφέρει πολύτιμα και εξαιρετικά στοιχεία σε όποιον το μελετήσει, στους νέους αγωνιστές, τα παιδιά της ΚΝΕ».
Υπάρχει λοιπόν μεγάλη ανάγκη να το μελετήσουμε, θα μάθουμε πολλά απ' αυτό το λεύκωμα. Θα θυμηθούμε. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, σύντροφοι, ότι παραδόθηκαν τότε οι σύντροφοί μας στους κατακτητές σε μια πράξη άτιμη, που δεν έχει όμοιά της. Αντί να ανοίξουν τις φυλακές να πάνε να πολεμήσουν, τους παρέδωσαν».
«Ο "Ριζοσπάστης" - τόνισε στη συνέχεια ο Ν. Καραντηνός - είναι η κορυφαία αντιστασιακή εφημερίδα. Από τους πρώτους μήνες της κατοχής μπήκε στη μάχη ταχύτατα, με έναν δαιμόνιο Βιδάλη, που είναι από μόνος του ιστορία, με έναν Καραγιώργη. Να θυμηθούμε και τον Π. Χριστοδουλόπουλο, που μας εφοδίαζε με χαρτί για να τυπώνουμε τα έντυπά μας, που μας ήταν πολύτιμο, γιατί το χαρτί το είχαν οι Γερμανοί. Να θυμηθούμε τον λεβέντη Μ. Λυγερό, που ήταν ο πρώτος διακινητής της Αθήνας. Στην παρανομία, με τόλμη διακινούσε την εφημερίδα και αυτός ο λεβέντης εκτελέστηκε, αυτή ήταν η ανταμοιβή ενός αγωνιστή της Αντίστασης.
Ο "Ριζοσπάστης" τα χρόνια που τον ζήσαμε εμείς είχε νιάτα, τα νιάτα της ΕΠΟΝ, που δούλεψαν για την εφημερίδα, τον παράνομο Τύπο, και η εφημερίδα τα εμπιστεύτηκε. Να θυμίσω εδώ μια άγια φιγούρα, τον Τ. Φίτσιο, που έκανε τα πάντα στην εφημερίδα και εμψύχωνε τα νέα παιδιά. Η εφημερίδα ήταν το σπίτι του».
Καταλήγοντας υπογράμμισε: «Και σήμερα για τους κομμουνιστές ο "Ριζοσπάστης" είναι το σπίτι τους και για τον κόσμο της Αντίστασης το κεραμίδι του.
Ο παράνομος "Ριζοσπάστης" είχε κανονικό ρεπορτάζ και καλύτερο από τις γερμανόφωνες εφημερίδες, είχε οικονομικό ρεπορτάζ και μάλιστα πολλές φορές πιο ειδικό από τις άλλες εφημερίδες με στοιχεία και πληροφορίες, είχε ωραία εξωτερικά, όλες τις εξελίξεις, ήταν η Μάντακα, μια γυναίκα λεβέντισσα, που όλη μέρα με το ραδιόφωνο άκουγε τι γίνεται έξω, είχαμε άνθρωπο στο ΑΠΕ, ο οποίος μας έφερνε τις κορδέλες και αποκρυπτογραφούσαμε τα τηλεγραφήματα και είχαμε τα νέα. Ξέραμε και το Κόμμα και το ΕΑΜ για την επιστράτευση πριν προλάβουν να υπογράψουν το διάταγμα και έτσι κινητοποιηθήκαμε έγκαιρα. Μας βοήθησε κι ο λαός, η βοήθειά του ήταν καθολική, μας έδινε σπίτια να τοποθετούμε τον πολύγραφο, μας έδινε ψωμί, μας έκρυβε όταν μας κυνηγούσαν, μας εμψύχωνε. Γινόταν δουλιά, διαφώτιση, εκδρομές...
Ο παράνομος Τύπος ο ελληνικός ήταν θαυμάσιος, εξαιρετικός, μοναδικός.
Σήμερα στους νέους συντρόφους του "Ριζοσπάστη" θέλω να πω μια φράση που είναι πολύ όμορφο να την ακούς, τη φράση: Το 'γραψε ο "Ριζοσπάστης". Αυτή είναι μεγάλη τιμή για μας».