Η πανδημία του κορονοϊού σε ελάχιστο διάστημα ξεγύμνωσε την επιχειρηματολογία χρόνων όλων των αστικών κυβερνήσεων. Η πολιτική που θεωρεί την Υγεία ατομική ευθύνη και τις υπηρεσίες Υγείας εμπόρευμα χρεοκόπησε. Γιατί αυτή ευθύνεται για τα χάλια του δημόσιου συστήματος Υγείας, τις τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, την εντατικοποίηση, την περιπλάνηση των υγειονομικών από τη μία μονάδα στην άλλη για να μπαλώνουν τρύπες.
Αυτή η πολιτική ευθύνεται για το γεγονός ότι τον 21ο αιώνα ένα ολόκληρο ΕΣΥ μετατράπηκε σε «κορονο-ΕΣΥ», για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της επιδημίας χωρίς να μπορεί να συνδυάσει τον έλεγχο και τη νοσηλεία των ασθενών από τον κορονοϊό με την περίθαλψη ασθενών με άλλες παθήσεις.
Ευθύνεται για την αναστολή της λειτουργίας και τον παροπλισμό ολόκληρων τμημάτων και κλινικών. Αυτή η πολιτική άφησε ξεκρέμαστους εκατομμύρια ασθενείς με χρόνια νοσήματα, έβαλε φρένο στη διάγνωση και τη θεραπεία ακόμα και ογκολογικών ασθενών με άγνωστες συνέπειες για την υγεία τους, που δεν αποτυπώνονται στις στατιστικές για τον κορονοϊό.
Παρά τις επιμέρους διαφορές στη διάρθρωση και την οργάνωσή τους, κανένα σύστημα Υγείας στις καπιταλιστικές χώρες δεν προστάτευσε τον λαό του. Οποια κυβέρνηση και αν είχε, όποιο επιδημιολογικό «μοντέλο» και αν ακολούθησε, τα δεινά που πλήρωσαν οι εργαζόμενοι ως ασθενείς και που θα πληρώσουν στη συνέχεια είναι μεγάλα.
Μέσα στην πανδημία ακούσαμε για τους «ήρωες του ΕΣΥ». Βλέπαμε δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, και όχι μόνο, ανθρώπων που χρόνια ολόκληρα και από όλα τα πόστα υπηρετούν το σάπιο σύστημα, να «αλλάζουν άποψη» για τα δημόσια νοσοκομεία. Χαρακτηριστικά, ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι «αναθεωρεί την άποψή του για το Εθνικό Σύστημα Υγείας» και ο υπουργός Υγείας ότι «βάζει το ΕΣΥ πάνω από το εγώ».
Ακούσαμε τους πανηγυρισμούς ότι «νικήσαμε τον κορονοϊό», ότι «οι θυσίες έπιασαν τόπο». Φτάνοντας στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, ένα βασικό ερώτημα πρέπει να απαντηθεί. Πώς αξιοποιήθηκε ο χρόνος που κερδήθηκε από την κυβέρνηση; Η κυβέρνηση σίγουρα δεν έμεινε άπραγη στην περίοδο της πανδημίας, δεν άφησε το χρόνο να περάσει έτσι. Τι έκανε λοιπόν;
Αλήθεια, βλέποντας τις τρομακτικές εικόνες ισχυρών καπιταλιστικών κρατών που κατέρρευσαν από έναν ιό, που έθαψαν κάτω από τα σαθρά θεμέλιά τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς (και δεν ξέρουμε ακόμα πού θα φτάσει), πόσο θράσος και κυνισμός χρειάζεται για να αποτυπώσει κανείς στο παραπάνω νομοσχέδιο πως «για τις μεθόδους αξιολόγησης θα ακολουθούνται συμπεράσματα από την εφαρμογή διαφορετικών μοντέλων αξιολόγησης που έγιναν σε άλλα κράτη - μέλη (...) στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία και τη Σουηδία»;
Πώς θα περιληφθεί στα κριτήρια «το ποσοστό πληρότητας κλινών και ο αριθμός των κρεβατιών που θα λειτουργούν στις ΜΕΘ», όταν τα προηγούμενα χρόνια καταργήθηκαν χιλιάδες νοσοκομειακές κλίνες, έκλεισαν εργαστήρια, ακόμα και ολόκληρα νοσοκομεία, επικαλούμενοι ακριβώς το «χαμηλό ποσοστό πληρότητας» των νοσοκομειακών κρεβατιών, λες και μιλάμε για ξενοδοχεία; Οταν οι ελλείψεις σε μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων φτάνουν τις 30.000, με τα αποτελέσματα που ζούμε σήμερα, των συνθηκών πολέμου στις εφημερίες, ράντζα, πολύμηνες αναμονές για τακτικά ραντεβού και χειρουργεία;
Ειδικά για τις ΜΕΘ, το ότι αυξήθηκαν κατά κάποιες δεκάδες δεν συνοδεύτηκε από πρόσληψη των αντίστοιχων γιατρών και νοσηλευτών ώστε να λειτουργήσουν με ασφάλεια. Να σημειωθεί ότι τα 1.200 κρεβάτια ΜΕΘ που ορίζει η ΕΕ για τη χώρα μας, είναι κάτω από το 50% των κρεβατιών ΜΕΘ που θα έπρεπε κανονικά να έχει. Είναι αυτός ο ευρωπαϊκός «μέσος όρος» που στοίχισε και στοιχίζει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Είναι ο μέσος όρος που ανάγκαζε τους γιατρούς στην Ευρώπη - και τώρα και πριν την επιδημία - να διαλέξουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.
Πώς τολμούν να ορίσουν ως κριτήριο το χρόνο νοσηλείας και τις καθυστερήσεις στην έκδοση εξιτηρίων; Παραβλέπουν επιδεικτικά τις αμέτρητες ελλείψεις στην υποδομή των νοσοκομείων που καθυστερούν τη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση του κάθε ασθενούς. Την τραγική έλλειψη ειδικοτήτων, υποδομών και εξοπλισμού, ώστε να διεκπεραιώνεται κάθε εξέταση που χρειάζεται για κάθε ασθενή αμέσως. Το ότι είναι αδύνατο να γίνουν συγκεκριμένες επείγουσες επεμβατικές θεραπευτικές πράξεις, γιατί υπάρχουν μέρες που δεν τις υποστηρίζει κανένα νοσοκομείο.
Πώς θα ανταποκριθεί π.χ. το Νοσοκομείο της Νίκαιας, με μόλις έναν αξονικό τομογράφο, στις ανάγκες των δεκάδων νοσηλευομένων ασθενών; Η πίεση για τα λεγόμενα «αιματηρά εξιτήρια» πρακτικά σημαίνει ότι ασθενείς θα τερματίζουν τη νοσηλεία πριν «την ώρα τους», προκειμένου να μην υπάρξει υπέρβαση του προβλεπόμενου «κόστους».
Πόσο αστείο ανάμεσα στους υγειονομικούς ακούγεται ότι ο ΟΔΙΠΥ «θα ερευνήσει τις ανάγκες υγείας, θα εντοπίσει τις ελλείψεις στις υπηρεσίες Υγείας», όταν όλα αυτά έχουν αποτυπωθεί, καταγγελθεί εκατοντάδες φορές και έχουν διαμορφωθεί συγκεκριμένα αιτήματα για την ουσιαστική κάλυψή τους, πολύ πριν την εμφάνιση της πανδημίας, για τις καθημερινές πάγιες ανάγκες παροχής υπηρεσιών Υγείας!
Το κράτος, αντί να σχεδιάζει την ανάπτυξη των υπηρεσιών Υγείας με πρώτο και βασικό κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών υγειονομικών και ασθενών, αναλαμβάνει ρόλο ρυθμιστή των κανόνων του ανταγωνισμού μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών μονάδων Υγείας, πάντα με βάση τους νόμους της αγοράς, το τι μένει στο ταμείο.
Αυτό θα είναι το κριτήριο αξιολόγησης και των υγειονομικών: Να υπολογίζουν σε ευρώ τη νοσηλεία των ασθενών, να εφαρμόζουν τον αντιεπιστημονικό «κόφτη», να δίνουν το φθηνότερο φάρμακο και όχι το καταλληλότερο, να κάνουν λιγότερες διαγνωστικές εξετάσεις και όχι όσες είναι απαραίτητες. Και φυσικά το κατά πόσο θα υπηρετούν με προθυμία και συνέπεια το management, την προσέλκυση επιχειρήσεων - χρηματοδοτών και ασθενών - πελατών.
Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο σύστημα Υγείας δεν θα βάλουμε πλάτη στην πολιτική που θεωρεί την Υγεία από τη μία «κόστος», που μπαίνει εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα, και από την άλλη χρυσωρυχείο για να κερδοσκοπούν οι επιχειρηματίες του κλάδου. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε στο πλευρό του λαού για απολύτως δωρεάν υπηρεσίες Υγείας για όλους, στο ύψος των σύγχρονων αναγκών.