Στην ατζέντα του «κοινωνικού προβληματισμού» ήταν οι «Επιπτώσεις της κρίσης στην απασχόληση: Ο ρόλος του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπισή τους». Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαθανασίου απαρίθμησε τα μέτρα ενίσχυσης σε όφελος μεγαλοεπιχειρηματιών που ήδη έχει πάρει η κυβέρνηση και που αφορούν σε κλάδους και τομείς οικονομικής δραστηριότητας όπως οι τράπεζες, ο τουρισμός, οι εξαγωγές, οι εισαγωγές αυτοκινήτων κ.ά., σε όφελος δηλαδή των διάφορων μερίδων της κεφαλαιοκρατίας. Και όλα αυτά με πρόσχημα «ένα αποτελεσματικότερο και σύγχρονο καθεστώς στην αγορά εργασίας» ή, με άλλα λόγια, σε καθεστώς μεγαλύτερης «ευελφάλειας» και «ελαστικότητας», που προωθούν η ΕΕ και άλλα κέντρα της πλουτοκρατίας. Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Λ. Κατσέλη, υποσχέθηκε τη σταδιακή αύξηση των κονδυλίων από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ), μέσω του οποίου οι μεγαλοεπιχειρηματίες βάζουν στο χέρι ζεστό κρατικό χρήμα, μεγάλες και μικρότερες δημόσιες υποδομές και έργα. Πρότεινε ακόμη τη στοχευμένη αξιοποίηση και αναθεώρηση του ΕΣΠΑ έτσι ώστε να «εναρμονιστεί με τις προτεραιότητες και τους στόχους της πράσινης ανάπτυξης», αναθεώρηση των συμπράξεων κράτους και ιδιωτών (ΣΔΙΤ) έτσι ώστε να «αξιοποιηθούν ως εργαλείο» κ.ο.κ.
Παρά τις όποιες λεκτικές διαφοροποιήσεις και προτεραιότητες, είναι απόλυτα φανερό ότι οι ηγεσίες του δικομματισμού συμπλέουν απόλυτα στη ρότα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας - κερδοφορίας, όπως ακριβώς εξειδικεύεται με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας». Οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα μόνο τα χειρότερα έχουν να περιμένουν στο πλαίσιο της εφαρμοζόμενης πολιτικής.