Οι Θέσεις της ΚΕ ορθά καταπιάνονται με τις εξελίξεις και τάσεις μέσα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ), με τη σχέση ανάμεσα στην πάλη στο εθνικό και στο διεθνές επίπεδο, βάσει των συσχετισμών με τις ίδιες τις οικονομικο - πολιτικές εξελίξεις. Τα τελευταία 4-5 χρόνια συσσωρεύτηκε πλούσια πείρα από την οργανωμένη δράση ρεφορμιστών - οπορτουνιστικών δυνάμεων στο εξωτερικό, που συνέβαλαν στην άνοδο της νέας σοσιαλδημοκρατίας και στην Ελλάδα, στην επιχείρηση αποπροσανατολισμού των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, προσδίδοντάς της τον μανδύα του ριζοσπαστισμού, ως η νέα αριστερή κυβερνητική εναλλακτική που θα βάλει τέλος στα χρέη και στη λιτότητα, ως προοπτική για το κίνημα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με στόχο επίσης να πιεστεί και να δεχτεί χτύπημα το ΚΚΕ, το ταξικό κίνημα, διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα μέσα στη χώρα, συμμετέχοντας δραστήρια και με μεγάλη προβολή από τα αστικά ΜΜΕ στις πρωτοβουλίες και στις προεκλογικές εκστρατείες του ΣΥΡΙΖΑ, στο δημοψήφισμα - απάτη. Τέτοιες δυνάμεις είναι το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και δυνάμεις φιλικά προσκείμενες προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και πρέπει εδώ να σημειώσουμε το ρόλο δυνάμεων από την ίδια την εξελισσόμενη νέα σοσιαλδημοκρατία, με ιδιαίτερη παρουσία των παρακάτω σχηματισμών:
Αυτό εκφράζεται και στο επίπεδο του κινήματος με την ανάπτυξη πολυπλόκαμων δεσμών και σχέσεων ανάμεσα σε συνδικαλιστές, δίκτυα «αλληλεγγύης», ΜΚΟ, δομές της τοπικής διοίκηση κ.λπ., με συχνές ανταλλαγές αντιπροσωπειών, κοινές εκδηλώσεις/πρωτοβουλίες, κάτι που χρειάζεται καλύτερη, πιο συστηματική παρακολούθηση από τις κομματικές δυνάμεις στους αντίστοιχους χώρους.
Παράλληλα, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιήθηκε διεθνώς από δυνάμεις του οπορτουνισμού και για ένα νέο κύμα ιδεολογικής -πολιτικής παρέμβασης στο ΔΚΚ, ως μοχλός για τη μετάλλαξη, την «αποκομμουνιστικοποίηση» των ΚΚ, το σύρσιμό τους σε ακόμα πιο ρεφορμιστική κατεύθυνση, την ενίσχυση των στοιχείων συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία. Και εδώ καταγράφεται η ιστορική σημασία της στάσης του ΚΚΕ να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά και τεκμηριωμένα με τον οπορτουνισμό, να ασκήσει πολεμική στη γραμμή συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις. Αυτή η στάση ενθάρρυνε ορισμένα ΚΚ, στελέχη και μέλη να αντισταθούν σε αυτή την οργανωμένη επίθεση, και στη συνεχεία βοήθησε άλλα ΚΚ, που αρχικά είχαν στηρίξει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, να βγάλουν συμπεράσματα, συνέβαλε στην όξυνση της αναγκαίας διαπάλης μέσα στις γραμμές του ίδιου του ΔΚΚ γύρω από στρατηγικής σημασίας ζητήματα.
Στην πράξη αναδεικνύεται ότι ο οπορτουνισμός βρίσκει εύφορο έδαφος στις συνθήκες της πολιτικό-ιδεολογικής και οργανωτικής κρίσης του ΔΚΚ, στην αδυναμία των ΚΚ να επεξεργάζονται κρίσιμα ζητήματα της ιδεολογικής αναμέτρησης.
Ενα τέτοιο ζήτημα είναι ο ιμπεριαλισμός, που το Κόμμα μας μελετάει μέσα στο πλαίσιο των σύγχρονων μεταβολών και εξελίξεων, ως το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σε σύνδεση με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς πολέμους, τις κρίσεις. Δυστυχώς, όμως, παρακολουθώντας το ΔΚΚ σήμερα, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα εξής, ανάμεσα σε άλλα, στοιχεία: α) μια μηχανιστική και τυπική αναφορά στις θέσεις του Λένιν δίχως καμία προσπάθεια προσαρμογής τους στις σύγχρονες συνθήκες β) την άκριτη υιοθέτηση νέων και παλιών θεωριών για τον ιμπεριαλισμό που προβάλλονται από αστικούς και οπορτουνιστικούς κύκλους, λ.χ. «αποικία χρέους», «κέντρο - περιφέρεια», «χρηματιστικοποίηση», «οικονομικά προτεκτοράτα», κ.ά. γ) την ταύτιση του ιμπεριαλισμού μόνο με την επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ή και 2-3 άλλων χωρών, μαζί με τη προβολή των BRICS και άλλων καπιταλιστικών ενώσεων ως αντίβαρο, φρένο στον (αμερικανικό) ιμπεριαλισμό, ακόμα ως «προοδευτικό», «αντιιμπεριαλιστικό». Και αυτά, ενώ όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα μονοπώλια, οι ισχυροί οικονομικοί όμιλοι ζουν, βασιλεύουν και αναπτύσσονται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Αυτή η ιδεολογική σύγχυση οδηγεί, έμμεσα ή άμεσα, στη στήριξη σοσιαλδημοκρατικών και αστικών δυνάμεων και ακόμα και ιμπεριαλιστικών κέντρων στο όνομα του αγώνα ενάντια στη «μεγαλύτερη απειλή», ενισχύει τα προβλήματα των πολιτικών συμμαχιών του ΔΚΚ, που ως σύνολο δεν έχει ξεπεράσει τη γραμμή των σταδίων, της ενότητας με τη σοσιαλδημοκρατία, τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις ως «σκαλοπάτι» προς το σοσιαλισμό ή στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας», διακηρύσσοντας το σοσιαλισμό σαν μια ευχή για το απώτερο μέλλον και όχι ως πυξίδα για την καθημερινή δράση.
Αυτή η γραμμή μπορεί να οδηγήσει ένα κόμμα από τη μια να συνθηματολογεί ενάντια στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, να καλεί για ένα «πλατύ αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» σε παγκόσμια κλίμακα και από την άλλη πλευρά να στηρίζει μια φιλοΕΕ κυβέρνηση της κεντροαριστεράς, να υπερψηφίσει τον αντιλαϊκό προϋπολογισμό, που περιέχει και τις δαπάνες για το ΝΑΤΟ, προσμένοντας σε κάποια ψίχουλα, όπως π.χ. γίνεται με τη στήριξη του Πορτογαλικού ΚΚ στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα. Μια τέτοια στρατηγική κατεύθυνση σαφώς δεν προετοιμάζει την ΕΤ για την αναμέτρηση με την αστική τάξη αλλά επί της ουσίας την ωθεί στο να υποταχτεί στην εξουσία του κεφαλαίου.
Το Κόμμα έχει μια σημαντική συνεισφορά με τη γραμμή της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της κοινωνικής συμμαχίας, με το Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριο. Η πολιτική των συμμαχιών που επεξεργάστηκε, δηλαδή με κοινωνική αναφορά, με όρους κινήματος, με βασικό στοιχείο την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, και σε σαφή αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση διευκολύνει τη συσπείρωση δυνάμεων πέρα από την πολιτική επιρροή του Κόμματος, αλλά χωρίς να υποβαθμιστεί ο στρατηγικός στόχος, χωρίς να αμβλυνθεί η διαπάλη με τον οπορτουνισμό, και με μικροαστικές/αστικές/ρεφορμιστικές αντιλήψεις που αντικειμενικά υπάρχουν και αναπαράγονται μέσα στο κίνημα. Η κινητοποίηση τον Νοέμβρη του 2014, οι αγροτικές κινητοποιήσεις, η πρόσφατη πρωτοβουλία για τη ΣΣΕ δείχνουν τις δυνατότητες ακόμα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος. Αποτελούν πείρα που πρέπει να μελετηθεί, να γενικευτεί, να αξιοποιηθεί από το Κόμμα, όλο το ταξικό κίνημα, πιο τολμηρά, πιο έντονα και σε πανελλαδική εμβέλεια, αλλά και ακόμα πιο πολύ στο επίπεδο του κλάδου και της γειτονιάς. Και μέσα σε αυτή τη προσπάθεια να αναδεικνύεται, με τη συνειδητή παρέμβαση των κομμουνιστών, η ανάγκη της συνολικής επίλυσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, και να προετοιμάζονται εργατικές - λαϊκές δυνάμεις για αυτή τη προοπτική. Το Κόμμα μας θα βοηθήσει και με αυτόν το τρόπο στην αλλαγή συσχετισμών μέσα στο ΔΚΚ, στην ανασυγκρότησή του.