Η περίπτωση του Κυπριακού είναι αποκαλυπτική. Από την πρώτη κιόλας ώρα της Διάσκεψης στη Γενεύη, την περασμένη Πέμπτη, επιβεβαιώθηκε ο διχοτομικός χαρακτήρας της συζητούμενης λύσης, ενώ ορισμένες πτυχές του σχεδίου χειροτέρεψαν κι άλλο, σε σχέση με προηγούμενες φάσεις των συνομιλιών. Συγκεκριμένα, επιδείνωση υπήρξε στο Εδαφικό, αλλά και στο ζήτημα της διακυβέρνησης, όπου, για παράδειγμα, διαφωνίες γύρω από κρίσιμες αποφάσεις προβλέπεται να επιλύονται ουσιαστικά με κλήρωση!
Αν και στα λόγια το Κυπριακό αναγνωρίζεται ως διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής, η λύση που τώρα συζητιέται βρίσκεται στον αντίποδα της συγκρότησης ενός ενιαίου κράτους, ανεξάρτητου, με μία και μόνη κυριαρχία, μία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες. Λύση επ' ωφελεία του λαού στην Κύπρο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, οι διεργασίες οδηγούν στην οριστικοποίηση της διχοτόμησης, ουσιαστικά στη συγκρότηση δύο ξεχωριστών κρατικών οντοτήτων, που μόνο τυπικά και συγκυριακά θα συγκροτούν Ομοσπονδία. Αναπόφευκτα, επομένως, η λύση που προωθείται περιέχει το σπέρμα μελλοντικών εντάσεων και ανταγωνισμών.
Σε κάθε περίπτωση, το Κυπριακό δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που κλιμακώνονται στην περιοχή, με βασικό επίδικο τον έλεγχο των πηγών και των δρόμων Ενέργειας. Πλευρές αυτών των ανταγωνισμών συνδέονται με το μελλοντικό καθεστώς στην Κύπρο και εκφράζονται άμεσα ή έμμεσα στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.
Αλλά και στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης, οι εξελίξεις είναι αποκαλυπτικές και προσφέρονται για να βγάλει συμπεράσματα ο λαός. Δεν περνάει απαρατήρητο ότι, με τη νέα χρονιά, η κυβέρνηση «ανεβάζει στροφές» προκειμένου να επιταχύνει την ολοκλήρωση της δεύτερης «αξιολόγησης», που έχει «βαλτώσει», εξαιτίας της κόντρας κυρίως ανάμεσα στη Γερμανία και το ΔΝΤ, που υπερβαίνει κατά πολύ τα ζητήματα διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους.
Στο νέο γύρο των επαφών που ξεκίνησε πρόσφατα, η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να ενσωματώσει στη συμφωνία με τους «θεσμούς» ορισμένα μέτρα, τα οποία έως τώρα ισχυριζόταν ότι τα απέρριπτε ως «κόκκινη γραμμή». Τέτοια είναι η παραπέρα μείωση του αφορολόγητου ορίου, η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγαλύτερο διάστημα μετά το 2018, η επέκταση του «δημοσιονομικού κόφτη» μετά το τέλος του προγράμματος και άλλα.
Στοχεύοντας στον αποπροσανατολισμό και στη χειραγώγηση του λαού, η κυβέρνηση παρουσίαζε το προηγούμενο διάστημα όλα αυτά τα μέτρα ως απαιτήσεις του «σκληρού», «ακραίου» και «νεοφιλελεύθερου» ΔΝΤ, ενώ στην ΕΕ απέδιδε το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», ζητώντας αυτό να επανέλθει και στην ελληνική νομοθεσία για τα Εργασιακά. Να όμως που η κουρτίνα τραβήχτηκε, για να αποδειχτεί ότι η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Δίπλα στα προαπαιτούμενα που προβλέπονται από το μνημόνιο στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης», προστίθενται σαν «ουρά» μια σειρά από μέτρα, που συνδέονται άμεσα και διαχρονικά με το στόχο της «δημοσιονομικής σταθερότητας», ως προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Για παράδειγμα, η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», που σημαίνει παραπέρα καρατόμηση του αφορολόγητου κάτω κι από αυτά τα σημερινά όρια, είναι απαίτηση πρώτα και κύρια του κεφαλαίου στην Ελλάδα, καθώς επαναλαμβάνεται σταθερά στις αναλύσεις και στα «εβδομαδιαία δελτία» του ΣΕΒ. Θυμίζουμε επίσης ότι οι περικοπές στις ήδη αποδιδόμενες συντάξεις δεν είναι «επινόηση» του ΔΝΤ, αλλά υπάρχει ως κατεύθυνση από τους «θεσμούς», που κρίνουν «υψηλό» για το κράτος το κόστος της Ασφάλισης στην Ελλάδα.
Τέλος, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και η εγγύηση από την πλευρά της κυβέρνησης ότι οι στόχοι θα πιαστούν, έστω κι αν χρειαστούν νέα μέτρα, είναι από τα βασικά «προαπαιτούμενα» που θέτει η ΕΚΤ, για να αξιολογήσει θετικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας και να δώσει το «πράσινο φως» για ένταξη στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, έχοντας αποσπάσει διαβεβαιώσεις για τη «βιωσιμότητα» του χρέους.
Το καινούργιο που προέκυψε στο τέλος της βδομάδας ήταν η παρέμβαση Σόιμπλε, με την οποία άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμβιβαστεί η Γερμανία με την πιθανή μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ισχυροποιώντας παράλληλα το ευρωπαϊκό σκέλος των μηχανισμών ελέγχου των μεταρρυθμίσεων, με τη μετατροπή του ESM σε ένα είδος «Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου».
Η ιδέα δεν είναι καινούργια και συνδέεται με τα γενικότερα σενάρια για την αναμόρφωση και τη διακυβέρνηση σε ΕΕ και Ευρωζώνη, για τα οποία διεξάγονται σκληρές κόντρες ανάμεσα σε ανισότιμες οικονομίες, ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα και η διαχείριση του κρατικού της χρέους γίνεται το «όχημα» για να προχωρήσουν σχεδιασμοί που προϋπήρχαν, οξύνοντας παραπέρα τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των Ευρωζώνης - ΕΕ, αλλά και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Τι σημαίνει αυτό για το λαό; Σύμφωνα με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, θα χρειαστεί μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας, αφού η προηγούμενη προέβλεπε και τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Αυτό δίκαια ερμηνεύεται από πολλούς ως ο προάγγελος του επόμενου μνημονίου, αυτήΝ τη φορά με ατόφια ευρωπαϊκή σφραγίδα, ενώ μέχρι τώρα από την κυβέρνηση προβαλλόταν το ΔΝΤ και ο ρόλος του ως η μοναδική πηγή κινδύνου για ένα επόμενο μνημόνιο.
Οπως και να 'χει, με μνημόνιο ΔΝΤ ή με μνημόνιο ESM, ακόμα και χωρίς καινούργιο μνημόνιο, το σχέδιο του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών του ενώσεων προβλέπει «φωτιά και σίδερο» για το λαό, στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης και της ανάκτησης μεγαλύτερων ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ανοχή και πολύ περισσότερο συμμετοχή του λαού σ' αυτό το σχέδιο, σημαίνει ένταση της εκμετάλλευσης, βάθεμα της φτώχειας, δουλειά χωρίς κανένα δικαίωμα.
Αυτή είναι η επιλογή που προσφέρει ο δρόμος της καπιταλιστικής ανάκαμψης, της υπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Κι αυτήν την επιλογή χρειάζεται να την απορρίψει ασυζητητί ο λαός, βάζοντας στην προμετωπίδα των διεκδικήσεων την ανάκτηση των απωλειών, την κατάργηση των αντεργατικών - αντιλαϊκών νόμων, την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών. Να συμπορευθεί και να δυναμώσει το ΚΚΕ, για δυνατό εργατικό κίνημα και κοινωνική συμμαχία, για την εξουσία - το σοσιαλισμό, όπως είναι και το σύνθημα του 20ού Συνεδρίου, προς το οποίο με σιγουριά και αισιοδοξία βαδίζει το Κόμμα μας.