Τη σούπα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» επιχειρεί να ξαναζεστάνει η κυβέρνηση, όταν η αντιλαϊκή κλιμάκωση βασίζεται ακριβώς στις συμφωνίες που η ίδια έχει υπογράψει
Eurokinissi |
Σε αυτό το πλαίσιο και ενώ η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα χρηματοδότησης προς το ελληνικό κράτος έχει ως όρο και προϋπόθεση την υπογραφή ενός ακόμη «συμπληρωματικού» μνημονίου, σε συνέχεια αυτού που υπογράφτηκε με την Ευρωζώνη, η συγκυβέρνηση από την πλευρά της επιχειρεί να ξαναζεστάνει τη σούπα της «σκληρής διαπραγμάτευσης», ενόψει βέβαια της πρώτης «αξιολόγησης» του τρίτου μνημονίου.
Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις από τον γγ Δημοσιονομικής Πολιτικής, Γ. Κουτεντάκη, ο οποίος καταλόγισε ευθύνες στην πλευρά του ΔΝΤ για «καθυστερήσεις στην αξιολόγηση», φροντίζοντας βέβαια να αναπαράγει το γνωστό εκβιασμό ότι «δεν υπάρχει κανένας άμεσος κίνδυνος για τα ταμειακά διαθέσιμα, αλλά η κατάσταση εξ ορισμού δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' αόριστον». Είναι, δηλαδή, φανερό ότι - ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς για τα ειδικά συμφέροντα των διαφόρων καπιταλιστικών κέντρων και των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου - η συμμετοχή και ο ειδικός ρόλος του ΔΝΤ είναι απόλυτα «χρήσιμος» και για τη συγκυβέρνηση, όπως ακριβώς και για την Ευρωζώνη...
«Φαίνεται ότι οι τεχνοκράτες της τρόικας συμπλέουν με τις κυβερνητικές προτάσεις για ακόμη μεγαλύτερη φορολόγηση, στο πλαίσιο σεβασμού των επιλογών μίας κυρίαρχης κυβέρνησης, ανήμποροι (έως μοιραίοι) να αντιδράσουν στην καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας που συντελείται».
Αυτό επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο ο ΣΕΒ, εστιάζοντας εκεί την «κριτική» του γύρω από το μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής, όχι βέβαια από καμιά... αγωνία για την προωθούμενη ένταση της φοροληστείας σε βάρος των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, αλλά ίσα - ίσα διεκδικώντας ακόμα μεγαλύτερα φορολογικά προνόμια για το εγχώριο κεφάλαιο.
Αποκαλυπτική είναι η τοποθέτηση του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία:
-- Για μια ακόμη φορά, βάζουν στο τραπέζι τη διάλυση μέχρι και την πλήρη κατάργηση του αφορολόγητου ορίου για τους μισθωτούς και συνταξιούχους. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη μια συζήτηση για το πότε το αφορολόγητο πράγματι δικαιολογείται από την οικογενειακή κατάσταση». Σε αυτό το πλαίσιο, βάζουν στον τραπέζι την πρόταση για τη σύνδεση του αφορολόγητου «με κοινωνική στόχευση σε αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη λόγω οικογενειακής κατάστασης, πολύ χαμηλού οικογενειακού εισοδήματος ή μεγάλης ηλικίας».
--«Το κόστος εργασίας μπορεί να είναι υψηλό ή χαμηλό, αλλά αυτό από μόνο του δεν κάνει μία επιχείρηση λιγότερο ή περισσότερο ανταγωνιστική». Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «αυτό που έχει σημασία είναι ο μισθός σε σχέση με την παραγωγικότητα, δηλαδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», ενώ στο «διά ταύτα» επισημαίνουν: «Εάν μία επιχείρηση διατηρεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε χαμηλό επίπεδο, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι ανταγωνιστική, πιο κερδοφόρα στην ουσία, από άλλες επιχειρήσεις του κλάδου».
-- «Προτάσεις που κυκλοφορούν για αύξηση της φορολογίας μερισμάτων (...) δημιουργούν αντικίνητρο για τη διακράτηση μετοχών και εισάγουν άνιση μεταχείριση μεταξύ ξένων και Ελλήνων επενδυτών, με αποτέλεσμα να καθίσταται προβληματική η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και η συνεργασία ξένων με Ελληνες επενδυτές»...
Την ίδια ώρα, οι «αβεβαιότητες» και οι κίνδυνοι που εξαπλώνονται στις οικονομίες της Ευρωζώνης, με πρόσθετο ζήτημα τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και των συνεπειών της, φέρνουν «προ των πυλών» την επιτάχυνση στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στο έδαφος των μνημονίων διαρκείας που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ.
Χαρακτηριστική σε αυτή την κατεύθυνση είναι η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία τα κράτη - μέλη της ΕΕ δεν έχουν κάνει αρκετά για να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, με βάση τις συστάσεις που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2015.
Η μελέτη θεωρεί ότι οι «μεταρρυθμιστικές προσπάθειες» μπορεί να βελτιωθούν με τη χρήση των μέσων που προβλέπονται από τη διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών (Macroeconomic Imbalance Procedure, MIP), που περιλαμβάνει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά των χωρών με υπερβολικές ανισορροπίες. Οπως αναφέρει η μελέτη της ΕΚΤ: «Αυτή η αδύναμη μεταρρυθμιστική δυναμική βρίσκεται σε ισχυρή αντίθεση με το περσινό εύρημα ότι ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών είχε υπερβολικές ανισορροπίες».
Η μελέτη καταλήγει τονίζοντας ότι «η περαιτέρω επιβράδυνση που σημειώθηκε στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, βρίσκεται σε μεγάλη αντίθεση προς την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες αδυναμίες που διατηρούνται σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης και την ανάγκη να αυξηθεί η αντοχή τους».