Οι σημερινές συνομιλίες με τον Βλ. Πούτιν «θα δώσουν νέα ώθηση στο σύνολο των ενεργειακών μας σχεδίων», εκτιμά ο Ελληνας πρωθυπουργός
Ο διακαής πόθος της κυβέρνησης για μετατροπή της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο» και άρα η διεκδίκηση από την εγχώρια πλουτοκρατία μεγαλύτερου μεριδίου στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο των αγωγών μεταφοράς ενέργειας, διαπερνά τις συνομιλίες που θα έχει σήμερα στη Μόσχα ο Κ. Καραμανλής με τον Βλ. Πούτιν.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν κρύβει τους φιλόδοξους «ενεργειακούς» στόχους της επίσημης επίσκεψής του στη ρωσική πρωτεύουσα, επιχειρώντας να «ισορροπήσει» μεταξύ των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ΗΠΑ - ΕΕ και Ρωσίας για τους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη Δύση.
«Οι μεγάλες ενεργειακές διασυνδέσεις αποτελούν στρατηγική επιλογή για την Ελλάδα, την οποία και υπηρετούμε με συνέπεια», δήλωσε ο πρωθυπουργός σε συνέντευξή του στο ρωσικό πρακτορείο «Ιτάρ Τας», επισημαίνοντας ότι ο πετρελαιαγωγός Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη και ο αγωγός φυσικού αερίου «Νότιο Ρεύμα» (South Stream) αποτελούν επιβεβαίωση της ευρω-ρωσικής στρατηγικής σχέσης στον τομέα της ενέργειας, αλλά και «μια θετική εξέλιξη διαφοροποίησης των οδών προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης». «Είναι φυσικό και εύλογο το ενδιαφέρον της εξαρτημένης ενεργειακά Ευρωπαϊκής Ενωσης, να εστιάζεται στον ασφαλή εφοδιασμό και τη διαφοροποίηση της εξάρτησής της από πηγές και οδούς διέλευσης. Στη λογική αυτή, εντάσσονται μια σειρά από πρωτοβουλίες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του ενεργειακού διαλόγου με τη Ρωσία», είπε ο πρωθυπουργός.
Σε άλλη συνέντευξη στο ρωσόφωνο περιοδικό «Ελλάδα», εκτιμά ότι η συνάντηση με τον Β. Πούτιν «θα δώσει νέα ώθηση στο σύνολο των ενεργειακών μας σχεδίων». «Μέσω αυτών», συμπληρώνει, «η Ελλάδα μετατρέπεται σε σημαντική δίοδο μεταφοράς ενέργειας, σε ουσιαστικό ενεργειακό κόμβο και συμβάλλει στην ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης. Αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία σε αυτήν την προσπάθεια, με μεθοδευμένες κινήσεις και μια ουσιαστική όσο και σταθερή ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους εθνική πολιτική».
Γενικότερα, εκτιμά ότι «οι ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονται πλέον σε μια νέα, δυναμική τροχιά», και μάλιστα ότι «η πρόοδος είναι ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία χρόνια».
Στην οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, ο Κ. Καραμανλής στέκεται ιδιαίτερα στις δυνατότητες «για συμπράξεις μεταξύ ελληνο-ρωσικών εταιρειών με εταιρείες της περιοχής της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής», στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της τυποποίησης και πιστοποίησης προϊόντων, των υψηλών τεχνολογιών και των επενδύσεων. Χαιρέτισε μάλιστα την έναρξη λειτουργίας της ρωσικής τράπεζας Kedr στην Ελλάδα, με «το πρώτο υποκατάστημα ρωσικής τράπεζας που ανοίγει σε κράτος μέλος της ΕΕ», ανοίγοντας το δρόμο και σε άλλα ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο Κ. Καραμανλής απέφυγε να τοποθετηθεί στο θέμα της εγκατάστασης της αμερικανικής «αντιπυραυλικής ασπίδας» σε χώρες της Ευρώπης και περιορίστηκε να αναφερθεί γενικότερα στο ρόλο της Ρωσίας στα διεθνή θέματα, λέγοντας ότι «δεν πρέπει να υποτιμάται η ρωσική εμπειρία σε κρίσιμα θέματα της διεθνούς σκηνής, όπως τα Βαλκάνια, το Αφγανιστάν, η Κεντρική Ασία, η Μέση Ανατολή». Ερωτηθείς για την ατζέντα των διεθνών θεμάτων, ο πρωθυπουργός απαρίθμησε «τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν, τις σχέσεις της Ρωσίας με την ΕΕ αλλά και θέματα ειδικότερου ελληνικού ενδιαφέροντος όπου υπάρχει θετική συμβολή της Ρωσίας, όπως το Κυπριακό».
Μιλώντας για το Κόσσοβο, ο πρωθυπουργός συνεχάρη τη ρωσική εκπροσώπηση στην επίπονη μεσολαβητική προσπάθεια της «τρόικας» και δήλωσε ότι «η Ελλάδα πιστεύει πως θα πρέπει να αναζητηθεί η ευρύτερη δυνατή διεθνής νομιμοποίηση», αλλά την ίδια στιγμή βέβαια ψήφιζε στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την περασμένη Παρασκευή, στις Βρυξέλλες, υπέρ της αποστολής «πολιτικής δύναμης» της ΕΕ στο Κόσσοβο...
Σε ό,τι αφορά την απόφαση για προμήθεια ρωσικών τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «γνώμονας της εξωτερικής πολιτικής μας, αλλά και της εθνικής μας πολιτικής ασφάλειας είναι η διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς σταθερότητας, με πρώτη προτεραιότητα τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο» και αναφέρθηκε στην «ανάγκη της διαρκούς ενίσχυσης των ενόπλων μας δυνάμεων, ώστε να εμπεδώνουν την αίσθηση της ασφάλειας στο κοινωνικό σύνολο και να λειτουργούν επιτυχώς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σύνθετου γεωπολιτικού περιβάλλοντος», καθώς και στην «εποικοδομητική συνεργασία» μεταξύ των δύο χωρών, η οποία «ενισχύεται σταθερά, με όλες τις προοπτικές διεύρυνσής της, μεταξύ των οποίων και της συμπαραγωγής οπλικών συστημάτων, συμβάλλοντας έτσι στην αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας και της Ρωσίας».