«Ατυχη στιγμή» χαρακτήρισε το προχτεσινό ναυάγιο ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης. «Ανησυχούμε ιδιαίτερα για την τύχη του καπετάνιου που αγνοείται και συμμεριζόμαστε την αγωνία των οικείων του», δήλωσε ο υπουργός Μακεδονίας - Θράκης, Μ. Τζίμας. Κανείς από τους δύο δεν ήταν σε θέση να απαντήσει αν λειτουργεί το σύστημα ελέγχου κίνησης και ασφαλούς διέλευσης των πλοίων, που έχει εγκατασταθεί στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης από το 2004. Και οι δύο, όπως και οι του ΠΑΣΟΚ, είναι υποστηρικτές της πολιτικής, η οποία, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των εφοπλιστών, θυσιάζει την ασφάλεια, μετρώντας στο κόστος τη χρησιμοποίηση πλοηγών και ρυμουλκών, επαρκή πληρώματα, κ.ά. Της πολιτικής που δίνει «ελευθέρας» στους εφοπλιστές, να βάζουν και να βγάζουν τα πλοία τους από το Λιμάνι, χωρίς κανέναν προηγούμενο έλεγχο.
Και μια τέτοια πολιτική θέλει φιλτραρισμένη ενημέρωση, ώστε να μην αποκαλύπτεται τίποτε που μπορεί να θίξει τα συμφέροντα του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Ετσι και προχτές, κανένας δημοσιογράφος δεν μπόρεσε να μπει στο Λιμεναρχείο Θεσσαλονίκης, να πλησιάσει ή να έχει έστω οπτική επαφή με το σημείο του ατυχήματος, με τα μέλη του πληρώματος που σώθηκαν. Και ο λιμενάρχης παρέπεμπε στο ΥΕΝ για ενημέρωση. Το ΥΕΝ δεν ήταν σε θέση, μέχρι αργά, να ενημερώσει για το ποιος ήταν ο προορισμός του πλοίου που ναυάγησε. Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του. Ακόμη και τα στοιχεία για το πλήρωμα και το φορτίο που μετέφερε το παναμέζικης σημαίας πλοίο έγιναν γνωστά με καθυστέρηση ωρών. Φανταστείτε τι θα γινόταν, αν στη θέση των δημοσιογράφων ήταν καμιά από τις εμπλεκόμενες εφοπλιστικές εταιρείες. Πόδια, χέρια και τηλέφωνα θα είχαν πάρει φωτιά....