«Επιδιώκουμε να ενισχύσουμε την αποτροπή προσθέτοντας κόστη και αβεβαιότητες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Πεκίνου όσον αφορά τη χρήση βίας», υποστήριξε ο Πρόεδρος της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε, που με άρθρο του στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του προωθεί επιπρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα επόμενα χρόνια.
Πρόκειται για σχεδιασμό ακόμα πιο «φιλόδοξο» από τα 32 δισ. δολάρια στα οποία είχε προσδιορίσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό στέλεχος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος.
Σύμφωνα με τον Λάι, οι στρατιωτικές δαπάνες της Ταϊβάν επιδιώκεται να ξεπεράσουν το 3% του ΑΕΠ το 2026 και με ορίζοντα το 2030 το 5%. «Αυτό το ιστορικό πακέτο όχι μόνο θα χρηματοδοτήσει σημαντικά νέες αγορές όπλων από τις ΗΠΑ, αλλά θα βελτιώσει επίσης κατά πολύ τις ασύμμετρες δυνατότητες» του νησιού. Το νέο πρόγραμμα, ανέφερε, θα επιταχύνει την ανάπτυξη του «T-Dome», συστήματος ολοκληρωμένης αντιαεροπορικής άμυνας, με σκοπό η νήσος να γίνει «απόρθητη», να μην μπορεί να την πλήξει η Κίνα χρησιμοποιώντας πυραύλους, drones ή αεροσκάφη, χάρη «στην καινοτομία και την τεχνολογία».
Την ίδια στιγμή, το ταϊβανέζικο αντιπολιτευόμενο κόμμα Κουομιντάνγκ εγείρει επιφυλάξεις, με την πρόεδρό του, Τσενγκ Λι-γουέν, να εκφράζει ανησυχία πρόσφατα επειδή η Ταϊβάν «δεν έχει τόσα χρήματα».
Από τη μεριά του, ο de facto Αμερικανός πρέσβης στην Ταϊπέι, Ρέιμοντ Γκριν, είπε ότι «οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την ταχεία απόκτηση από την Ταϊβάν κρίσιμων ασύμμετρων δυνατοτήτων που απαιτούνται για την ενίσχυση της αποτροπής».