Πέμπτη 13 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Συνταγές τραπεζιτών για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού...

Μείωση  του εισοδήματος των εργαζομένων και κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών κατακτήσεων συστήνουν οι  εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Αμεσος θεωρείται ο κίνδυνος αναζωπύρωσης του πληθωρισμού σ' όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών επικαλούνται την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου ως αποκλειστικό λόγο αυτής της εξέλιξης. Βεβαίως το ισχυρότερο πλήγμα από την αύξηση του πληθωρισμού δέχονται οι εργαζόμενοι, αφού βλέπουν να μειώνεται ακόμη περισσότερο η, ήδη ισχνή, αγοραστική τους δύναμη. Συνεπώς, είναι λογικό να ζητούν την αναπλήρωση των απωλειών του εισοδήματός τους. Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διαμήνυσε προς τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών να μη δεχτούν τέτοιες προτάσεις και να επιμείνουν στις πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας.

Από την περασμένη Δευτέρα, μέχρι σήμερα τόσο ο πρόεδρος της ΕΚΤ Βιμ Ντούιζενμπεργκ, όσο και άλλα στελέχη της τράπεζας, με επανειλημμένες δηλώσεις τους χαρακτηρίζουν αρνητικές τις μισθολογικές αυξήσεις και συνιστούν μια επιθετική πολιτική κατά των εργασιακών δικαιωμάτων με επιτάχυνση των «διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας». Οι ευρω- τραπεζίτες διανθίζουν τις συστάσεις και τις προτροπές τους με απειλές πως αν οι εργαζόμενοι δεν περιορίσουν τις απαιτήσεις τους και δε δεχτούν την κατάργηση των εργασιακών τους κατακτήσεων, τότε θα προχωρήσουν οι ίδιοι στην αύξηση των επιτοκίων.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΕΚΤ βρίσκονται αυτές τις μέρες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργοδοτών και του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου, της IG Metall , των εργαζομένων στον κλάδο του μετάλλου, για τις μισθολογικές αυξήσεις το 2000. Η διοίκηση του συνδικάτου ζητά αυξήσεις 5,5% ενώ οι εργοδότες δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν περισσότερο από 4%. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ' αυτή τη διαπραγμάτευση βρίσκεται στο ότι οι αυξήσεις στον κλάδο του μετάλλου είναι οδηγός για τις αυξήσεις και στους άλλους κλάδους της γερμανικής οικονομίας. Το ποσοστό αύξησης που ζητούν οι εργαζόμενοι χαρακτηρίζεται υπερβολικό όχι μόνο από τους εργοδότες αλλά και από τα στελέχη της ΕΚΤ. Ομως ο πρόεδρος της IG Metall Κλάους Τσβίκελ σημειώνει ότι το ποσοστό είναι απόλυτα δικαιολογημένο αν υπολογιστεί η αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3,5% και του πληθωρισμού κατά 1,5% για το 2000.

Πολύ σημαντικές θεωρούνται οι δηλώσεις του Οτομαρ Ισινγκ, μέλους του Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο οποίος τόνισε ότι «οι πληθωριστικές πιέσεις που σημειώνονται τελευταία δεν πρέπει να μεταφραστούν σε αιτήματα για υψηλές αυξήσεις των μισθών». Ο Οτ. Ισινγκ σημείωσε ότι για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και για την ανάκαμψη των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούνται άμεσες τομές στην αγορά εργασίας. Εκθείασε μάλιστα το «αγγλοσαξονικό μοντέλο», την πολιτική δηλαδή που εφαρμόζουν σ' αυτό τον τομέα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία. Συστήνει μάλιστα σ' όλες τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών την υιοθέτηση και την εφαρμογή αυτού του μοντέλου, το οποίο προβλέπει την κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών δικαιωμάτων (ωράριο εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, άδειες, επιδόματα), αλλά και την κατάργηση των ορίων για τις απολύσεις των εργαζομένων από τις επιχειρήσεις, με την ταυτόχρονη διευκόλυνση των εργοδοτών να απολύουν και να προσλαμβάνουν κατά το δοκούν, ανάλογα τις ανάγκες (εννοείται των επιχειρήσεων). Προτείνει ακόμη την επιτάχυνση των διαδικασιών για την ανατροπή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, την κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών για την ασφάλιση των εργαζομένων και τη σταδιακή αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Η πολυμέτωπη επίθεση κατά των εργαζομένων στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποκτά στην αρχή της νέας χρονιάς ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ομως τα σχέδια των πολυεθνικών, των τραπεζιτών και των κυβερνήσεων συναντούν τη συνεχώς αυξανόμενη αντίσταση των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστική απ' την άποψη αυτή η συμφωνία στην οποία κατέληξαν στο τέλος της περασμένης βδομάδας τα συνδικάτα με τη γερμανική κυβέρνηση για τη μείωση του ορίου συνταξιοδότησης. Συγκεκριμένα και υπό την πίεση των εργαζομένων η κυβέρνηση του Γκ. Σρέντερ δέχτηκε τη μείωση του ορίου από τα 65 στα 60 χρόνια. Εστω κι αν η συμφωνία περιέχει αρκετές ασαφείς και αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις δεν παύει να δείχνει αφ' ενός τις δυσκολίες που συναντούν οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις στην υλοποίηση της πολιτικής τους, αφ' ετέρου τις δυνατότητες του εργατικού κινήματος να αποτρέπει τις σε βάρος του συνέπειες και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανατροπή αυτής της αντεργατικής πολιτικής.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ