Eurokinissi |
Ο «καθαρός διάδρομος για τους επενδυτές», για τον οποίο μιλάει η κυβέρνηση, προαναγγέλλει το παραπέρα σάρωμα των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων |
Για τα περί... «δικαιότερου» χαρατσιού στη λαϊκή κατοικία και τη μικρή ακίνητη περιουσία, βέβαια, τα σχόλια περιττεύουν, ενώ οι «πραγματικές δυνατότητες», για τις οποίες γίνεται λόγος, καθορίζονται απ' τις ανάγκες του κεφαλαίου που πρυτανεύουν για την κυβέρνηση, ανάγκες που όχι μόνο δεν αφήνουν περιθώριο για μέτρα ανακούφισης του λαού, αλλά υπαγορεύουν την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης.
Η κυβερνητική εκπρόσωπος πρόσθεσε σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για το κρατικό χρέος πως «στόχος της κυβέρνησης είναι εντός του 2016 να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα απομείωσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Γιούρογκρουπ της 24ης Μαΐου του 2016. Αυτό θα δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης και έναν καθαρό διάδρομο για τους επενδυτές ώστε η χώρα να βγει στις αγορές χρήματος (...) Και εμείς δεν παραιτούμαστε από την προσπάθεια μιας οριστικής και πανευρωπαϊκής λύσης του προβλήματος, που έχει φυσικά ορίζοντα που υπερβαίνει το 2018». Πέρα από το γεγονός ότι η συμφωνία που επικαλείται έχει διαφορετικά χρονοδιαγράμματα από αυτά που αναφέρει, αυτό που έχει σημασία για το λαό είναι ότι ο «καθαρός διάδρομος» για τις επενδύσεις των επιχειρηματικών ομίλων προϋποθέτει την παραπέρα σάρωση των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, ενώ η επιστροφή στις «αγορές χρήματος» σημαίνει νέο δανεισμό για λογαριασμό του κεφαλαίου, ο οποίος θα φορτωθεί και πάλι στις πλάτες του λαού.
Στο πλαίσιο του διαγκωνισμού για το αντιλαϊκό μείγμα και τις συμμαχίες που είναι αποτελεσματικότερες για το κεφάλαιο, η ίδια κατηγόρησε τη ΝΔ ότι «υπερασπίζεται όλες τις συνταγές λιτότητας», ενώ, όπως είπε, η κυβέρνηση διαμορφώνει «συμμαχίες» και επιδιώκει «με συνέπεια την αλλαγή των δυσμενών συσχετισμών».
Την αντιλαϊκή στρατηγική σύμπλευση, ανεξαρτήτως μείγματος, παραδέχθηκε ουσιαστικά και ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλης, μιλώντας χτες στο ρ/σ «Κόκκινο», όπου δήλωσε ότι «αν συγκρίνει κανείς την ομιλία Γιούνκερ με την κοινή διακήρυξη της Αθήνας, θα βρει κοινά σημεία». Θυμίζουμε ότι ο πρόεδρος της Κομισιόν προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα...
Και πρόσθεσε στο ίδιο μήκος κύματος: «Το ζητούμενο τώρα για τους πολίτες είναι τα λόγια να γίνουν πράξεις. Και για να γίνουν πράξεις όσα είπε ο Γιούνκερ, πρέπει να αποτυπωθούν και στην Μπρατισλάβα, όπου θα συναντηθούν οι ηγέτες (...) Πρέπει και ο Τουσκ και η Μέρκελ να θελήσουν να συνδιαμορφώσουν μια ατζέντα (...) που να έχει ανάπτυξη και όχι αιώνια λιτότητα στην πυξίδα».
Την ίδια ώρα κι ενώ στο σφαγείο της δεύτερης «αξιολόγησης» οδεύουν τα Εργασιακά, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούν επικίνδυνο εφησυχασμό, όπως π.χ. ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Σ. Φάμελλος (ρ/σ «Real»), που ισχυρίστηκε ότι «θα κάνουμε και αυτή τη φορά, αυτό που ξέρουμε να κάνουμε: Θα παλέψουμε πολύ σκληρά. Οσες δυσκολίες και να συναντήσουμε στη συζήτηση (...) δεν θα υποχωρήσουμε από τα συμφέροντα των Ελλήνων και της χώρας μας»!
Στο μεταξύ, αύριο συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ με αντικείμενο την προετοιμασία του συνεδρίου του κόμματος στα μέσα του Οκτώβρη.
Παρεμβαίνοντας στον προσυνεδριακό διάλογο ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Χρυσόγονος ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για «μαξιμαλιστικές προεκλογικές υποσχέσεις» στο πρόσφατο παρελθόν, οι οποίες δυσκόλευαν την «προοπτική του συμβιβασμού».
«Είναι φανερό», αναφέρει, «πως ο έντιμος συμβιβασμός αποτελούσε κεντρική προεκλογική υπόσχεση και στρατηγική επιλογή μόνο για την ηγεσία και όχι για το σύνολο του κόμματος και της κυβέρνησης. Ακόμη και η ίδια η ηγεσία, όμως, δεν διευκόλυνε την προοπτική του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές προεκλογικές εξαγγελίες της ότι "θα σκίσουμε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι" (...) φθάνοντας ως τα όρια της αλαζονείας με την υπόσχεση ότι "θα χτυπάμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν"».
Επικρίνει και τη διαδικασία με τις τηλεοπτικές άδειες αναφέροντας πως «δεν είναι ούτε αριστερό ούτε προοδευτικό να εξαρτάται η καθοριστική συμμετοχή προσώπων στο τηλεοπτικό τοπίο μόνο από οικονομικά κριτήρια και να αγνοούνται οι ποινικές εκκρεμότητες ή και οι ποινικές καταδίκες».