Επί τη εμφανίσει του οι μπόμπιρες των φαναριών παραλύουν.
"Αυτά εμάζεψα αφέντη. Πάρτα". Και τον εκλιπαρεί να μην του στρίβει άλλο το αυτί, να τον λυπηθεί και να τον αφήσει ελεύθερο να συνεχίσει τη δουλιά του στα φανάρια.
Η μικρή Ταμάρα σκουπίζει τις μύξες της. Τα μάτια της γεμάτα τρόμο και αγωνία. Τα χείλη της σφιχτά.
"Μόνο τόσα λίγα χαρτομάντιλα επούλησες;".
Απαιτητικός ο "δαίμων των φαναρίων".
"Μόνο τόσα λίγα, κύριε... Ξέρετε".
Της αδειάζει τις εισπράξεις από την τσέπη.
"Οταν θα ξαναγυρίσω, κοίταξε να εισπράξεις περισσότερα, γιατί δε θα ξαναδείς φανάρι".
Ο Μπόμπαν δεν ξέρει πού να πρωτοκρυφτεί. Το διαπεραστικό μάτι του "δαίμονα" τον έχει εντοπίσει μέσα από το γυαλί.
Τη βούρτσα και τον κουβά που καθαρίζει τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων πρόλαβε και τα 'κρυψε στο βάθος μιας πολυκατοικίας.
Ο "Δαίμων" τ' ανακαλύπτει. Αποσπά πρώτα τις εισπράξεις και στη συνέχεια τον απειλεί πως αν αυτό ξανασυμβεί, θα του σπάσει τη βούρτσα, θα του τσαλαπατήσει τον κουβά, θα του στραμπουλίξει και το καλό του χέρι και θα τον αποπέμψει κακήν κακώς από την πιάτσα, από την πιάτσα των φαναριών.
Ο Μπόμπαν δακρυσμένος προσφέρει τις εισπράξεις του και υπακούει.
Ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών των φαναριών.
Η Τερέζα, η Μόνικα, ο Ιβάν, ο Αλέξανδρος, ο Θωμάς. Τα μάτια τους μαύρα και θλιμμένα.
Εκείνος ατάραχος εισπράττει τις μίζες του και συνεχίζει. Ηδη έχει δημιουργήσει γύρω του και κλοιό ή αυλή. Στους πιο υποτακτικούς, στους πιο πειθήνιους, υπόσχεται τα εμπορικότερα σημεία των φαναριών και δίνει τις κατευθύνσεις. Τους πεισματάρηδες ή αυτούς που προσπαθούν να του τη φέρουν αποκρύβοντας τις εισπράξεις, τους εξοβελίζει σε απόμερα μη εμπορικά φανάρια.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ