Οι "δεκαπέντε" ανησυχούν για κερδοσκοπικές επιθέσεις, αλλά και για τις αντιδράσεις των εργαζομένων
Η ανυπαρξία ουσιαστικών συζητήσεων, που χαρακτήρισε τη μηνιάτικη συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομίας (ΕΚΟΦΙΝ), την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, ενίσχυσε την εκτίμηση ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση "κατεβάζει τα ρολά", για όλη την περίοδο μέχρι αρχές Μάη που θα ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις για την ΟΝΕ του Μάαστριχτ, ώστε να διαδραματιστούν ανενόχλητα όλες οι προβλεπόμενες και μη, "τελικές πράξεις". Η περιχαράκωση,συνοδευόμενη από ένα συνεχώς διογκούμενο εκνευρισμό, αποδίδεται σε δύο, τουλάχιστον, αιτίες: 1) το ενδεχόμενο εξωτερικών κερδοσκοπικών επιθέσεων, εξαιτίας της ανηλεότητας της "παγκοσμιοποίησης" και του εύθραυστου πολλών ευρωπαϊκών οικονομιών, που απειλεί να τινάξει στον αέρα τη "μετάβαση στο ΕΥΡΩ" και 2) την πιθανότητα κοινωνικής έκρηξης στο εσωτερικό της Κοινότητας, αφού και τα βάρη του ΕΥΡΩ καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους αποκλειστικά οι εργαζόμενοι, ενώ υπάρχει πλέον ευρεία συνείδηση ότι "η κόλαση του Μάαστριχτ" δεν έχει τελειωμό. Τίποτα δε χαρακτηρίζει καλύτερα αυτόν τον υπόκωφο εκνευρισμό, από το γεγονός ότι το νέο "κατσαριδάκι" της "Φολκσβάγκεν", συνέχεια ενός ιστορικού "μύθου" της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, όταν η Γερμανία, έχει ιστορικό αρνητικό ρεκόρ με πέντε εκατομμύρια ανέργους. Οι πολιτικές απώλειες ανησυχούν όλους, αλλά ιδιαίτερα τη Γερμανία και την Ολλανδία, που βρίσκονται σε κρίσιμη προεκλογική περίοδο. Αλλά και η διόγκωση της κοινωνικής αγανάκτησης στη Γαλλία, καταδηλεί ότι το "ρήγμα" του Μάαστριχτ είναι περισσότερο βαθύ απ' όσο φαίνεται. Μόνο στην Ελλάδα, οι κυβερνώντες και το φιλο-μααστριχτικό "μπλοκ", δείχνουν να μην καταλαβαίνουν ούτε τι σημαίνει να είσαι "εντός" της ΟΝΕ, ούτε, τι επιπτώσεις θα υπάρξουν από την αποπομπή της χώρας "εκτός", και το κόστος επανένταξης "στο μέλλον".
Η ΟΝΕ του Μάαστριχτ, "στρατηγική" επιλογή του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου από το 1992, ως απάντηση στο "τέλος του ψυχρού πολέμου", έχει φτάσει "στο τέλος της μετάβασης", βαθιά πληγωμένη και καταπονημένη. Πλήθος από "προβλέψεις" - στόχους της μονεταριστικής θεώρησης απέτυχαν οικτρά και πολλές από τις "μεγάλες δυνάμεις" προσπαθούν απεγνωσμένα να (...) αγγίξουν με λογιστικά τεχνάσματα τα "κριτήρια" του Μάαστριχτ. Εκτός από τον πληθωρισμό, όπου μόνο η Ελλάδα αποκλίνει, τα υπόλοιπα "κριτήρια" μόνο ελάχιστοι τα πληρούν.
Για το δημόσιο χρέος μόνο τέσσερα κράτη - μέλη θα πληρούν το "κριτήριο" του 60+εε του ΑΕΠ Ώ σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Κομισιόν Ώ ενώ, σχετικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα, εκτός από την Ελλάδα που αποκλίνει σταθερά, έξι (6) κράτη - μέλη προβλέπεται ότι θα έχουν το "κρίσιμο έτος" 1997, ακριβώς το ανώτατο επιτρεπτό όριο του Μάαστριχτ, δηλαδή +πν3+εε του ΑΕΠ. Τα 6 αυτά κράτη - μέλη θα είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Αυστρία και η Πορτογαλία, ενώ η Κομισιόν προβλέπει ένα +πν2,9+εε για τη Βρετανία.
Για ορισμένα από αυτά τα επίδοξα μέλη της ΟΝΕ, ειδικά για την Ιταλία και την Ισπανία, η οικονομική κατάσταση είναι ιδιαίτερα ρευστή, αφού η πλήρωση κάποιων "κριτηρίων" του Μάαστριχτ επετεύχθη μόλις (...) την τελευταία στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1996 το δημοσιονομικό έλλειμμα των δύο ανωτέρω κρατών - μελών ήταν +πν6,7+εε του ΑΕΠ και +πν4,4+εε του ΑΕΠ αντίστοιχα, και κατρακύλησε με "κόλπα" εφ' άπαξ και έκτακτη φορομπηχτική πολιτική. Οι ευρωπαϊκές καγκελαρίες ανησυχούν δικαιολογημένα, ότι η αστάθεια και η ευθραυστότητα κάποιων από αυτά τα νομίσματα, μπορεί να αποτελέσει την "κερκόπορτα" σε ισχυρές κερδοσκοπικές επιθέσεις, κυρίως από το εξωτερικό. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις μπορεί να γίνουν ανά πάσα στιγμή μέχρι την "τελική κρίση" της Πρωτομαγιάς Ώ αλλά και μετά, μέχρι την 1/1/1999 που θα τεθεί σε ισχύ η ΟΝΕ, και καθ' όλη τη "μεταβατική περίοδο" μέχρι τις αρχές του 2002, όταν τα "εθνικά" νομίσματα των "εντός" θα εξαφανιστούν οριστικά και το ΕΥΡΩ θα είναι το μόνο νόμιμο χρήμα που θα κυκλοφορεί. Ενισχυτικό της ανησυχίας που επικρατεί είναι και το γεγονός, ότι οι διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των κρατών - μελών που θα συμμετάσχουν στην ΟΝΕ θα ανακοινωθούν ήδη από την 3η Μάη 1998, αλλά η έναρξη του ΕΥΡΩ θα γίνει οχτώ μήνες αργότερα δηλαδή την 1/1/1999, όταν θα υπάρξουν "αμετάκλητες" ισοτιμίες των επιμέρους νομισμάτων με το ΕΥΡΩ.
Είναι μια παράξενη διαδικασία, αφού, αρχές Μάη, καθορίζονται οι "σταθερές" διμερείς ισοτιμίες, επί οχτώ μήνες οι αγορές λειτουργούν "ελεύθερα", και την 31η Δεκέμβρη 1998, σύμφωνα με τον αρμόδιο επίτροπο Ιβ ντε Σιλγκί, "οι νομισματικές αρχές θα φροντίσουν ώστε οι ισοτιμίες να αντιστοιχούν σε αυτές που ανακοινώθηκαν εκ των προτέρων το Μάη" (!!!). Εχει επίσης ενδιαφέρον, όχι μόνο το ασφυκτικό αγκάλιασμα παραγωγικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά και η έντονη εξάρτησή τους από την παγκόσμια χρηματιστική ολιγαρχία, ιδιαίτερα κερδοσκοπικού - παρασιτικού χαρακτήρα.
Οι σαρκοβόρες διαθέσεις του παγκόσμιου κεφαλαίου δεν πρέπει, βέβαια, να εκπλήσσουν τους κοινοτικούς, όταν οι ίδιοι, που υποτίθεται ότι είναι "εταίροι" αποφάσισαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Αμστερνταμ (Ιούνης 1997) ότι στα πλαίσια του "συμφώνου σταθερότητας" για μετά την 1.1.1999, προβλέπονται χρηματικές ποινές για τα κράτη - μέλη που θα παρουσιάζουν "υπερβολικό έλλειμμα", και το εντυπωσιακό, "προβλέπεται μηχανισμός αναδιανομής του προϊόντος των κυρώσεων στα κράτη - μέλη που συμμετέχουν στη ζώνη του ΕΥΡΩ και που δεν εμφανίζουν υπερβολικό έλλειμμα" (!). Ούτε πετροπόλεμος της γειτονιάς να 'ταν (...).
Η αποπομπή της χώρας από την ΟΝΕ, με αυξημένες τις υποχρεώσεις του Μάαστριχτ και περαιτέρω μείωση των περιορισμένων δικαιωμάτων, είναι διαφανής, αφού το ελληνικό κεφάλαιο, παρά την χρόνια πολιτική λιτότητας, δεν κατάφερε να εκπληρώσει ούτε ένα από τα "κριτήρια" του Μάαστριχτ, παρ' όλο που το επικύρωσε με τυμπανοκρουσίες. Περισσότερο από τους οικονομικούς δείχτες είναι χαρακτηριστική η αποτίμηση της Κομισιόν, στην τελευταία έκθεση για την ΟΝΕ και την "οικονομική και κοινωνική συνοχή", την 8.4.1997 όπου αναγράφεται ότι "η ελληνική οικονομία συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από στενές σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των τραπεζών και ενός επιλεγμένου αριθμού μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ενώ τέτοιες διασυνδέσεις είναι χρήσιμες για τη διαμόρφωση συναίνεσης ως προς τους στόχους οικονομικής πολιτικής, ένα λιγότερο επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομία υπόκειται λιγότερο στην πειθαρχία της αγοράς". Αυτά τα "διαπλεκόμενα συμφέροντα" ενοχλούν, βέβαια, λιγότερο τις Βρυξέλλες όταν είναι να δοθούν τα Σπάτα ή η "Ολυμπιακή" στο γερμανικό κεφάλαιο (...). Μπορούν όμως να εξηγήσουν κάπως, π.χ. για τους τίτλους κάποιων ελληνικών εφημερίδων το περασμένο Σαββατοκύριακο, ότι το ΕΚΟΦΙΝ θα συζητούσε δήθεν τις διμερείς ισοτιμίες και ότι θα γινόταν "με δυσκολίες η ένταξη της δραχμής στο ενιαίο νόμισμα". Ο Γ. Παπαντωνίου ερωτηθείς σχετικά στις Βρυξέλλες μετά το ΕΚΟΦΙΝ της Δευτέρας, διέψευσε κατηγορηματικά τόσο τις πληροφορίες όσο και το γεγονός ότι μπορεί να διέρρευσαν από το υπουργείο Οικονομικών. Αλλά είναι φανερό ότι το πρόβλημα της Αθήνας δε βρίσκεται στο να "εξηγήσει", αλλά στο να "δικαιολογήσει". Αν είναι δύσκολο για τη Βόννη και το Παρίσι να "πείσουν" τους Γερμανούς και τους Γάλλους εργαζόμενους ότι η "κόλαση του Μάαστριχτ" δεν έχει τελειωμό, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για την Αθήνα που πρέπει να "πείσει" ότι εξορίστηκε παρά την άγρια εκμετάλλευση του ελληνικού λαού, ότι πρέπει να επιβληθεί επιπλέον τίμημα και ότι ενδεχόμενη επανένταξη δεν πρόκειται να απαλύνει κάπως τις επιταγές του Μάαστριχτ, αλλά να τις εφαρμόσει αμείλικτα και "επιστημονικά" στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Ετσι προτάσσουν τι κάνουν οι "μεγάλοι", διαστρέφοντάς το σύμφωνα με τις ελληνικές "ευαισθησίες", κολλάν και ένα "δυσκολίες και για τη δραχμή" και (...) νομίζουν ότι "καθάρισαν", οι κακομοιραίοι.
Βησσαρίων ΓΚΙΝΙΑΣ