Ιδιαίτερα ένα κράτος που από την Ανατολή και Δύση και Νότο βρέχεται από θάλασσες, με ένα τεράστιο σύμπλεγμα νησιών, όπως η Ελλάδα, είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της εθνικής του ανεξαρτησίας και ασφάλειας να δημιουργήσει ισχυρές ναυτικές πολεμικές δυνάμεις-στόλο. Επίσης, για να αναπτύξει την οικονομία του, είναι αναγκαίο να δημιουργήσει εμπορική ναυτιλία ισχυρή να εξασφαλίσει τις υδάτινες εσωτερικές και εξωτερικές μεταφορές του και να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της χώρας.
Στην αρχή ετούτου του άρθρου θα εξετάσω τη συμβολή και ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού στόλου της χώρας. Ομως, εδώ δε θα εξετάσω την ευμενή επίπτωση της Ρωσο-τουρκικής Συνθήκης Ειρήνης του 1774 στην ανάπτυξη της ελληνικής πλοιοκτησίας, ούτε και τα άλλα ευεργετικά οικονομικά μέτρα της Ρωσίας στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, και ιδιαίτερα του ελληνικού πολεμικού στόλου, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Επίσης, θεωρούμε αβάσιμο τον ισχυρισμό του Σεραφείμ Μάξιμου, που, στο έργο του «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον ΧVΙΙΙ αιώνα», αναφέρει ότι η Γαλλία συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας. Δεν ήταν δυνατόν μια τέτοια ναυτιλιακή δύναμη, σαν τη Γαλλία, που κατά καιρούς διατέλεσε κυρίαρχη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, να δημιουργήσει παράλληλα με τη ναυτιλιακή ανταγωνίστρια της, την Αγγλία, και μια νέα ναυτιλιακή δύναμη, την Ελλάδα. Για την πραγμάτωση του σκοπού της δημιουργίας στόλου και εμπορικής ναυτιλίας, το 1867, ύστερα από 36 χρόνια από την ανεξαρτησία της χώρας, ιδρύθηκε στην Αθήνα Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή1.Σκοπός της Επιτροπής ήταν η συγκέντρωση οικονομικών πόρων για τη δημιουργία εμπορικής ναυτιλίας.
Τέτοιου είδους επιτροπές συγκροτήθηκαν σ' όλες τις χώρες, στην Αλλοδαπή, εκεί βέβαια όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες. Οι Ελληνες της πόλης της Φιλικής Εταιρείας, της «Ακρόπολης» του Ελληνισμού, γενικά όλες οι ελληνικές παροικίες της Ρωσίας συνέδραμαν ποικιλότροπα στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μα και στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα στον αγώνα της ανεξαρτησίας και σε συνέχεια στην εδραίωση του νεοδημιουργημένου ελληνικού κράτους. Το Μάρτιο του 1867 αντιπροσωπεία της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητας Οδησσού, αποτελούμενη από τους εμπόρους πρώτης τάξεως, Γ. Ράλλη, Γ. Βουτσινά και τον γενικό πρόξενο της Ελλάδας στην πόλη αυτή2αποτάθηκαν στα τοπικά όργανα εξουσίας της Οδησσού και σε συνέχεια στα κεντρικά όργανα του ρωσικού κράτους με την παράκληση να τους επιτραπεί η ίδρυση Επιτροπής για τη συγκέντρωση, σε εθελοντική βάση, χρηματικών πόρων προς βοήθεια του ελληνικού κράτους στη δημιουργία εμπορικού στόλου. Ξεκινώντας από τις πατροπαράδοτες οικονομικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, φιλικές σχέσεις των δύο λαών σ' όλη την περίοδο της νεότερης ιστορίας τους και νωρίτερα, το ρωσικό κράτος επέτρεψε τη συγκέντρωση χρηματικών ποσών.
Στην ελληνική παροικία της Οδησσού, στις 25 Μαρτίου του 1910, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Αγαθοεργούς Κοινότητας της πόλης οργάνωσε στην ελληνική λέσχη με την ονομασία «Ομόνοια», που βρισκόταν στο κέντρο της Οδησσού στην πλατεία Ελλήνων, πανηγυρική εκδήλωση στην οποία συγκέντρωσε οικονομικούς πόρους (ή χρηματικά ποσά) για τον Εθνικό Στόλο της Ελλάδας. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Νοβορωσίσκ (αργότερα Οδησσού), ο Θεσσαλονικιός Συνόδης Παπαδημητρίου πρόσφερε 1.000 φράγκα. Το ίδιο ποσό πρόσφερε ο αρχιμανδρίτης της ελληνικής εκκλησίας της Αγίας Τριάδος Οδησσού, Αγγελος Πεφάνης. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και άλλοι ομογενείς, προσφέροντας διάφορα χρηματικά ποσά, όπως οι: Ελευθέριος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Οικονομίδης, Ελευθέριος Παυλίδης, Πελοπίδας Μαυρομάτης, από 1.000 φράγκα ο καθένας. Επίσης, από 500 φράγκα πρόσφεραν: ο Γεώργιος Παυλίδης και Εμμανουήλ Μανουηλίδης, ο δε Νικόλαος Λινάκης πρόσφερε 350 φράγκα, οι Γεώργιος Πεκατώρος, ο Ιωάννης Πορτοκάλης, ο Θεοδόσιος Παπαδόπουλος και ο Σωκράτης Παντελής από 300 φράγκα, ένας ανώνυμος 300 φράγκα, ο Κλεάνθης Παντάκης, ο Θεόφραστος Μελισσαράτος από 270 φράγκα, δύο ανώνυμοι από 200 φράγκα, ο Αντώνης Βαλσαμάκης 75 φράγκα, ο Σιλβέστρος Καμουτίδης 67 φράγκα, ο ταγματάρχης του ρωσικού στρατού Γ. Κωνσταντάς 50 φράγκα5.Οι ομογενείς της Οδησσού συγκέντρωσαν μεταξύ των μελών της Κοινότητας το χρηματικό ποσό των 19.326 χρυσών φράγκων, τα οποία στάλθηκαν στον υπουργό επί Ναυτικών για να δοθούν στον Εθνικό Στόλο6.Μια άλλη ομογενής της Οδησσού, η σύζυγος του αποβιώσαντος μεγαλέμπορου, επιχειρηματία, τραπεζίτη και πλοιοκτήτη της Οδησσού Θεοδώρου Π. Ροδοκανάκη, Αικατερίνη, πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε διάφορα ευαγή ιδρύματα της Ρωσίας, της Ελλάδας και της Γαλλίας. Το 1910 πρόσφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τον Εθνικό Στόλο της Ελλάδας και συγκεκριμένα για το θωρηκτό «Ψαρά»7.Ενας άλλος Ελληνας, ο Γεώργιος Ροδόπουλος του Ιωάννου, σιτέμπορος από το Ροστόφ-Ντον πρόσφερε τον Οκτώβριο του 1911 στο ταμείο του Εθνικού Στόλου της Ελλάδας, το μεγάλο χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ρουβλίων8.Ενώ ο Λ. Βανδώρος από τη Γιάλτα πρόσφερε 300 δραχμές υπέρ του πληρώματος του τορπιλοβόλου «Βότση».
Για την πατριωτική πράξη των ομογενών, εκ μέρους του υπουργείου Ναυτικών στάλθηκε ευχαριστήριο έγγραφο στον Πρόεδρο της Ελληνικής Αγαθοεργούς Κοινότητας Οδησσού, τον Αρχιμανδρίτη Αγγελο Πεφάνη. Ετσι, ακόμα μια φορά ο Ελληνισμός της Ρωσίας πρόσφερε ξανά έμπρακτη οικονομική βοήθεια για το δυνάμωμα του ελληνικού στόλου.
Σημειώσεις
1. Κρατικό Αρχείο Περιοχής Οδησσού (ΚΑΠΟ), Απόθεμα 2, Καταγραφή 2, Φάκελος 1163, Φύλλο 2.
2. Το ίδιο.
3. ΚΑΠΟ, Απόθεμα 2, Καταγραφή 2, Φάκελος 1163, Φύλλο 2.
4. Περιοδικό, «Ελληνισμός», έτος Ε. Εν Αθήναις 1902, σελίδες 252-253.
5. Εφημερίδα, «Κόσμος», 30 Μαρτίου 1910.
6. ΚΑΠΟ, Απόθεμα 765, Καταγραφή 1, Φάκελος 19, Φύλλα 185-189.
7. Εφημερίδα, «Κόσμος», 7 Μαρτίου 1910.
8. Παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, 19 Νοεμβρίου 1911.