Τα τελευταία οκτώ χρόνια έδειξαν πως η φτωχομεσαία αγροτιά και θα πληρώνει εισφορές και δε θα έχει συντάξεις και ασφάλιση της προκοπής
Eurokinissi |
Με την επιβολή του Ταμείου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, η αγροτιά που διαβαίνει τα 65 χρόνια ζωής βρίσκεται πάλι αντιμέτωπη με συντάξεις φτώχειας και εξαθλίωσης |
Εκτός από τη δραστική μείωση της σύνταξης οι εργάτες γης, με την αυθαίρετη μετάταξή τους από το ΙΚΑ στον ΟΓΑ, έχουν αρνητικές συνέπειες και σε άλλες κοινωνικές παροχές, όπως στα επιδόματα ανεργίας, εργατικής κατοικίας, κ.α. |
Αν υποθέσουμε ότι το 2005 εφαρμοζόταν ολοκληρωμένα ο νόμος 2458/1997, ένας αγρότης που είχε ασφαλιστεί 35 χρόνια στην κατώτερη ασφαλιστική κλάση - στην οποία έχει ασφαλιστεί το 81,3% των αγροτών - θα έπαιρνε σύνταξη 258,8 ευρώ το μήνα, ενώ η προνοιακή σύνταξη το 2005 ήταν 212,5 ευρώ το μήνα. Δηλαδή, με το σύστημα της προνοιακής σύνταξης οι αγρότες το 2005 έπαιρναν 212,5 ευρώ το μήνα χωρίς να έχουν καταβάλει άμεσα καμία εισφορά, ενώ με το νέο σύστημα πληρώνοντας εισφορές για 35 χρόνια θα πάρουν 258,8 ευρώ το μήνα. Αν έχουν ασφαλιστεί μόνο 15 χρόνια, που είναι ο ελάχιστος χρόνος που θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης - και επίσης ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης στο ΙΚΑ για την καταβολή της κατώτερης σύνταξης, αφού συμπληρωθούν 4.500 ένσημα και ο δικαιούχος φτάσει το 65ο έτος - τότε η σύνταξη του αγρότη είναι μόλις 110,93 ευρώ. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να συγκαλύψει αυτές τις χαμηλές συντάξεις, για τις οποίες οι αγρότες θα πληρώνουν εισφορές, αύξησε τα χρόνια ασφάλισης από τα 35 στα 43, με τη δικαιολογία ότι έτσι μπορεί να δοθεί μεγαλύτερη σύνταξη...
Αλλη μια παράμετρος που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το νέο σύστημα ασφάλισης των αγροτών είναι καθαρά κεφαλαιοποιητικό και όχι αναδιανεμητικό, με αποτέλεσμα οι συντάξεις να είναι καθαρά ανταποδοτικές, εκτός από τα ψίχουλα των συντάξεων αναπηρίας. Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του νέου συστήματος έχει ως αποτέλεσμα οι συντάξεις να είναι ανάλογες των εισφορών, που κατά το 1/3 προέρχονται από τους ασφαλισμένους αγρότες και κατά 2/3 από το κράτος. Για παράδειγμα, το 2005 ένας ασφαλισμένος στην κατώτερη κλάση πλήρωσε ετήσια εισφορά 398,28 ευρώ και η αντίστοιχη εισφορά του κράτους ήταν διπλάσια, 796,56 ευρώ. Ενας ασφαλισμένος στην ανώτερη ασφαλιστική κλάση πλήρωσε ο ίδιος 1.117,80 ευρώ και το κράτος 2.235,60 ευρώ. Με βάση υπολογισμού το έτος 2005 πάντα, με 35 χρόνια ασφάλισης ο αγρότης της κατώτερης ασφαλιστικής κλάσης παίρνει σύνταξη 258,8 ευρώ το μήνα και ο αγρότης της ανώτερης ασφαλιστικής κλάσης (που συνήθως είναι μεγαλοαγρότης) 745,52 ευρώ το μήνα. Δηλαδή, για τον μεγαλοαγρότη το κράτος πληρώνει σχεδόν τριπλάσια ποσά σε σχέση με τον μικρομεσαίο αγρότη και οι συντάξεις είναι ανάλογες των εισφορών κι όπως επίσης φαίνεται η σχέση είναι 1:2,9.
Στα αξιοσημείωτα είναι ακόμα ότι το νέο σύστημα ασφάλισης θεσμοθέτησε για πρώτη φορά εισφορά για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσο για τους ασφαλισμένους (0,14% επί της ασφαλιστικής κλάσης) όσο και για τους συνταξιούχους (4% επί των συντάξεων συμπεριλαμβανομένης και της προνοιακής). Μάλιστα, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη συνδέεται άμεσα με την καταβολή των εισφορών, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνονται τα βιβλιάρια υγείας των αγροτών που δεν έχουν καταβάλει τις εισφορές τους, εκτός από αυτούς που στις αρμόδιες νομαρχιακές επιτροπές αποδεικνύουν ότι είναι άποροι. Εξυπακούεται ότι οι αγρότες εκβιάζονται να πληρώσουν τις εισφορές τους στις περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών, γιατί αν δεν τις πληρώσουν δεν τους περιθάλπουν δωρεάν τα κρατικά νοσοκομεία. Κι εδώ το πρόβλημα είναι ότι 200.000 περίπου ασφαλισμένοι, που είναι ένα ποσοστό 28% επί του συνόλου των ασφαλισμένων στον ΟΓΑ, αδυνατούν να πληρώσουν τις εισφορές, παρά και τις όποιες ρυθμίσεις έχουν γίνει. Βασικά, πρόκειται για περιπτώσεις που έχουν ασφαλιστεί στην κατώτερη ασφαλιστική κλάση, αλλά η φτώχεια στέκεται εμπόδιο για την καταβολή των εισφορών, τρεχουσών και χρωστούμενων... Το πρόβλημα αυτό οφείλεται κυρίως στη δραστική μείωση του αγροτικού εισοδήματος, που προκαλούν η αντιαγροτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, η ΚΑΠ και ο ΠΟΕ.
Και μέσα σε όλα αυτά, τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όσο και η τωρινή της ΝΔ επιχειρούν να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη την αντίληψη ότι οι αγρότες κάνουν και θα κάνουν δωρεάν διακοπές και εκδρομές, όταν οι αγρότες πληρώνουν το 50% των εξόδων της Αγροτικής Εστίας και το δικαίωμά τους για δωρεάν διακοπές και εκδρομές αναλογεί μια φορά στα 14 χρόνια...
Ολόκληρο το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στην ασφάλιση των αγροτών και των εργατών γης ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και έχει ως κεντρική του ιδέα την ανταποδοτικότητα, τη μείωση και κατάργηση σε ορισμένες περιπτώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων, την περικοπή και κατάργηση ορισμένων ασφαλιστικών παροχών για να είναι βιώσιμος ο ΟΓΑ, την εμπορευματοποίηση της Υγείας και τη δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού.
Αυτό το νομοθετικό πλαίσιο εκφράζει απόλυτα και την κυβέρνηση της ΝΔ γι' αυτό δεν είχε υποσχεθεί προεκλογικά καμία αλλαγή. Η μόνη προεκλογική υπόσχεση της ΝΔ στις εκλογές του 2000 ήταν η καταβολή ενός μικρού επιδόματος, παρόμοιου με το ΕΚΑΣ, σε ορισμένους αγρότες και στις εκλογές του 2004 ότι η προνοιακή σύνταξη στο τέλος της θητείας της να φθάσει στα 330 ευρώ το μήνα, από 200 ευρώ το μήνα που ήταν το 2003. Με τις αυξήσεις που έδωσε η ΝΔ στα δύο χρόνια διακυβέρνησης η προνοιακή σύνταξη το 2006 είναι μόλις 227,85 ευρώ το μήνα και απ' ό,τι φαίνεται και απ' ό,τι συνηθίζεται προεκλογικά, για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους, θα δώσει κάποιες μεγαλύτερες αυξήσεις στα επόμενα χρόνια διατηρώντας στο ακέραιο ολόκληρο το αντιασφαλιστικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, θέλοντας να υπονομεύσουν το δικαίωμα των αγροτών για ανθρώπινες συντάξεις, να διχάσουν τα λαϊκά στρώματα, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις συντάξεις πείνας των αγροτών με το επιχείρημα ότι δεν έχουν καταβάλει άμεσες εισφορές, όπως οι ασφαλισμένοι άλλων Ταμείων. Το επιχείρημα όμως αυτό είναι ψεύτικο επειδή οι αγρότες πριν τη θεσμοθέτηση ειδικών άμεσων εισφορών για τον ΟΓΑ και τον ΕΛΓΑ, που έγινε το 1988, πλήρωναν στο κράτος για τις ελάχιστες κοινωνικές παροχές εισφορά 5% επί της ακαθάριστης αξίας της τιμολογούμενης παραγωγής τους συν 1,2% χαρτόσημο. Δηλαδή, με τον τρόπο αυτό πλήρωναν εισφορά στο κράτος ακόμα και όταν δεν είχαν καθαρό εισόδημα εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που μείωναν τις αποδόσεις και των χαμηλών τιμών που δεν κάλυπταν το κόστος παραγωγής.