Σάββατο 11 Δεκέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
Ημερίδα για την Οικονομία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΚΟΣ
Οι οικονομικές εξελίξεις και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Οι επιπτώσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής στη δεκαετία που διανύουμε. Οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των ΜΜΕ

Στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας αναφέρθηκε στην παρέμβαση - χαιρετισμό του στην ημερίδα του ΚΚΕ ο αντιπρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας Γιώργος Δρίκος. Ο ομιλητής ανάμεσα στα άλλα είπε:

«Κυρίες και κύριοι,

θεωρούμε θετική την πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος να συζητήσει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ελπίζουμε ότι τα συμπεράσματα θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τις προοπτικές.

Η ελληνική οικονομία από άποψη γενικών δεικτών γνώρισε αντιφατικές εξελίξεις στη δεκαετία που φεύγει. Η κρίση στη βιομηχανία, οι επενδύσεις και ο υψηλός πληθωρισμός σταδιακά και μέσα από μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, άρχισαν να παραχωρούν τη θέση τους στις θετικές εξελίξεις, οι οποίες βρίσκουν συνολική έκφρασή τους στην ανάπτυξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος τα τελευταία χρόνια.

Αυτή η φαινομενικά καλή εικόνα όμως, η οποία υπερτονίζεται από τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να δημιουργηθεί και το ανάλογο ψυχολογικό κλίμα για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, στις συνειδήσεις του κόσμου περνά ως ευημερία των δεικτών, κάτι που σημαίνει ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική μέχρι σήμερα και πολύ σκληρή.

Πράγματι, αν δούμε στο εσωτερικό των δεικτών, θα διαπιστώσουμε ανακατανομές και αναδιαρθρώσεις που έπληξαν μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού, μεταξύ των οποίων και τους επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους.

Βλέπουμε για παράδειγμα μια ραγδαία ανακατανομή της αγοράς υπέρ των πολυκαταστημάτων, μια διαρκή εκτόπιση των προϊόντων μας από την εσωτερική αγορά και μια υποβάθμιση του ειδικού βάρους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην εθνική οικονομία και την κοινωνία.

Παράλληλα, βλέπουμε η ευημερία των δεικτών να συμβαδίζει με υψηλή ανεργία, πράγμα που σημαίνει ότι αδρανοποιούμε χρήσιμο παραγωγικό δυναμικό για τη χώρα μας. Διαψεύδονται έτσι οι θεωρίες που συνδέουν την υψηλή κερδοφορία με την αύξηση της απασχόλησης, αφού η απασχόληση εξακολουθεί να δημιουργείται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν χαμηλή κερδοφορία. Αρα πρέπει να δούμε με διαφορετικό μάτι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την προσφορά τους στην απασχόληση.

Ενας ακόμα δείκτης που επιτρέπει σχολιασμό, είναι αυτός του Χρηματιστηρίου. Η πίεση που ασκήθηκε στον ελληνικό λαό να διαθέσει τα χρήματά του στο Χρηματιστήριο, αγοράζοντας οποιαδήποτε χαρτιά, αποστράγγισαν την αγορά από χρήμα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από δυνατότητες επενδύσεων.

Επιπλέον, επισήμαναν και ένα ακόμα αρνητικό γεγονός για εμάς. Ενώ εμείς δανειζόμαστε με επιτόκια εφταπλάσια του πληθωρισμού, οι μεγάλες εταιρίες αντλούν χρήμα από το Χρηματιστήριο φθηνά και αποκτούν έναντι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιπλέον ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

Οσον αφορά την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη δεκαετία που διανύουμε, συνοπτικά έχουμε να κάνουμε τις παρακάτω διαπιστώσεις:

  • Αυξήθηκε ραγδαία η φορολογική επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Με τα αντικειμενικά κριτήρια και το 35% από το 1993 και μετά η φορολογία αυξήθηκε κατά 435%, σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Τελευταία, έγινε αντικατάσταση των αντικειμενικών κριτηρίων με νέα, που μάλλον θα επιδεινώσουν την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  • Εγινε ραγδαία ανακατανομή της αγοράς υπέρ των πολυκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ. Σήμερα πάνω από το 50% των ειδών πλατιάς κατανάλωσης και το 70% των τροφίμων διατίθενται από τις αλυσίδες καταστημάτων. Στο ίδιο διάστημα το 50% των μικρών καταστημάτων τροφίμων αφανίστηκαν. Επισημαίνουμε εδώ τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς, που άφησε ανεξέλεγκτη την εξάπλωση των πολυκαταστημάτων και τις μορφές αθέμιτου ανταγωνισμού που ασκούν.
  • Σημειώθηκε ένταση της διείσδυσης των εισαγομένων προϊόντων στην αγορά και εκτοπισμός των δικών μας. Η εισαγωγική διείσδυση από το 21% το 1980, έφτασε στο 50% σήμερα. Αυτό σημαίνει πτώση της ανταγωνιστικότητας και έλλειψη μέτρων ανάπτυξης.
  • Καταργήθηκε κάθε μορφή χρηματοδοτικής στήριξης. Οι προσπάθειες να αντικατασταθεί η 197/78 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής με άλλα μέσα δεν απέδωσαν μέχρι τώρα και σήμερα δεν έχουμε ένα γενικό χρηματοδοτικό σύστημα στήριξης με εγγυήσεις και επιδότηση επιτοκίου.
  • Εντάθηκε ο ρυθμός της ανασύνθεσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Από 6% έως 6,5% στις αρχές της δεκαετίας έχει ξεπεράσει πλέον το 10% σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος όρος ζωής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι λιγότερος από 10 χρόνια και ένας τεράστιος αριθμός απ' αυτές κλείνουν πριν αποσβεστούν οι επενδύσεις τους. Χάνεται έτσι ένα τεράστιο κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για την κοινωνία μας.
  • Παράλληλα εντάθηκαν οι σχέσεις εξάρτησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαρκώς περισσότερο θέτουν τα κεφάλαιά τους στην υπηρεσία των μητρικών εταιριών, μέσα από τα δίκτυά τους όπως π.χ. τα βενζινάδικα, τα πρατήρια άρτου, τα γαλακτοπωλεία και τυποποιημένα προϊόντα, τα μαγαζιά με χρήση σήματος και άλλα πολλά.
  • Ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αυξήθηκε στη δεκαετία που πέρασε. Από 650.000 περίπου στις αρχές της δεκαετίας, σήμερα ξεπερνούν τις 750.000. Σημειώνουμε εδώ όμως ότι η αύξηση αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Εκτός του ότι χιλιάδες επιχειρήσεις ΟΕ και ΕΕ διασπάστηκαν σε πολλές ατομικές επιχειρήσεις, λόγω του συντελεστή φορολόγησης 35%, είχαμε και δημιουργία πλασματικών επιχειρήσεων όπως: Καθαρίστριες και υπηρεσίες που αναγκάστηκαν να γίνουν «επιχειρηματίες» για να μη χάσουν τη δουλιά τους. Επαγγέλματα υπηρεσιών όπως δημοσιογράφοι, μελετητές, τηλεεργαζόμενοι, φασονίστες κλπ. που αναγκάζονται να δηλώνουν επιχειρηματίες. Χιλιάδες αλλοδαποί που, για να νομιμοποιηθούν, εγγράφηκαν στην Εφορία και πήρανε Αριθμό Φορολογικού Μητρώου.

Ολοι αυτοί λογίζονται ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μας είναι άγνωστο πόσες παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν αντικαταστήσει σαν αριθμό, αφού δυστυχώς από το 1988 έπαψαν πλέον να γίνονται απογραφές επιχειρήσεων.

Στο θεσμικό πλαίσιο, είχαμε τις εξής μεταβολές:

Πρώτον: Απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Το νέο ωράριο διευκόλυνε την ανακατανομή της αγοράς υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων.

Δεύτερον: Απελευθέρωση της επαγγελματικής στέγης. Με το νέο νόμο ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να πάρει το ενοίκιο που επιθυμεί και ταυτόχρονα να πάρει την άυλη αξία της επιχείρησης, εάν αυτή είναι κερδοφόρα και βιώσιμη με το τρικ της μονομερούς 4ετούς παράτασης της μίσθωσης μετά τη 12ετία.

Τρίτον: Αλλαγή στην κοινωνική ασφάλιση με τη δημιουργία ασφαλισμένων δύο ταχυτήτων. Αυτών πριν και μετά την 1.1.1993 και την ενοποίηση των ταμείων χωρίς διασφάλιση για το μέλλον του φορέα και τις υποχρεώσεις του κράτους. Εμείς θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο τον κοινωνικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών ταμείων και απορρίπτουμε τις αντιλήψεις περί πλήρους ανταποδοτικότητας.

Τέταρτον: Με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς να συνοδεύονται από ανάλογους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, βλέπουμε δυστυχώς να έχει μετατραπεί αυτή σε ένα δεύτερο κέντρο φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Πέμπτον: Διογκώθηκε σε σημαντικό βαθμό η γραφειοκρατία στη διαχείριση της μικρομεσαίας επιχείρησης τόσο λόγω της αύξησης του αριθμού των εγγράφων και λογιστικών στοιχείων στο εσωτερικό της επιχείρησης, όσο και από εξωτερικές αιτίες όπως πιστοποιητικά, νομιμοποιητικά έγγραφα, φορολογικούς πίνακες και άλλα στοιχεία.

Εκτον: Εγινε κάποια δειλή ρύθμιση για τα πανωτόκια, η οποία όμως δεν έλυσε το πρόβλημα του αφανισμού των χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών. Ετσι είναι ανάγκη να γίνουν νέες ρυθμίσεις.

Οσον αφορά τις τελευταίες εξαγγελίες της κυβέρνησης για τις μικρομεσαίες και τις σεισμόπληκτες επιχειρήσεις, θεωρούμε ότι είναι αποσπασματικά μέτρα που έρχονται κάτω από την πίεση και τις κινητοποιήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και όχι από ένα γενικότερο σχεδιασμό της κυβέρνησης. Δηλαδή οι όποιοι διάλογοι και κοινωνικοί διάλογοι ήρθαν απλώς να επαληθεύσουν τις προθέσεις της κυβέρνησης και δεν ήρθαν να λύσουν τα προβλήματα τα οποία εμείς αντιμετωπίζουμε.

Η Γενική Συνομοσπονδία, εκτιμώντας τις εξελίξεις της δεκαετίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θεωρεί ότι γενικά η θέση τους στην παραγωγή έχει συρρικνωθεί και τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα έχουν αποψιλωθεί. Την ευθύνη για τις εξελίξεις θεωρούμε ότι φέρει κατά κύριο λόγο η Πολιτεία, με την πολιτική διωγμού που άσκησαν οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια. Μια πολιτική αφαίμαξης, χωρίς καμία παροχή.

Τι προβλέπουμε εμείς τώρα όσον αφορά τις εξελίξεις, σε συνδυασμό μάλιστα με την είσοδο της χώρας την Οικονομική και Νομισματική Ενωση; Εκείνο που είναι βέβαιο, είναι ότι θα ενταθεί ακόμα περισσότερο ο ανταγωνισμός από μέρους των μεγάλων εταιριών και των πολυεθνικών.

Η πολιτική που ακολουθήθηκε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και που είχε ως αποτέλεσμα να είναι αφοπλισμένες έναντι της διεθνοποίησης και του ανταγωνισμού, δυστυχώς θα έχει τα αρνητικά της αποτελέσματα.

Επειδή όμως η ζωή έχει αποδείξει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιβιώνουν και στις πιο δύσκολες συνθήκες, είμαστε βέβαιοι ότι πολύ γρήγορα θα καταφέρουμε να αναπροσαρμοστούμε στο νέο περιβάλλον και να ξαναποκτήσουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εδώ θα παίξει σημαντικό ρόλο και η πολιτική που θα εφαρμόσει το κράτος.

Εμείς, επειδή ξέρουμε ότι τίποτα δε χαρίζεται, είμαστε αποφασισμένοι να αγωνιστούμε για να αλλάξει η ασκούμενη πολιτική και να εφαρμοστεί μια πολιτική ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να επιβιώσουμε στη μετα-ΟΝΕ εποχή.

Ευχαριστώ».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ