Κυριακή 13 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
Δίωξη κατά του «Ρ»
Ενα κεφάλι χωρίς ιδέες!...

Επιστολή Β` ενός αντιστασιακού προς τον υπουργόν Δικαιοσύνης, κ. Ε. Γιαννόπουλον

Αγαπητέ Βαγγέλη,

Λυπάμαι, αλλά θα το πω. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Κι εσύ συλλαμβάνεσαι να εξαμαρτάνεις όχι δις και τρις, αλλά «κατ' εξακολούθησιν». Εσύ, ο σοφότατος νομικός! Μοιραίο λάθος η ΜΗΝΥΣΗ. Σου το είπα στην Α` επιστολή. Δεν την πήρες; Εδωσες αφορμή να σκαλίσουν το παρελθόν σου. Και είδες τι έγινε. Χαμός!

Τώρα προκαλείς νέα απανωτά σκαλίσματα. Κι εγώ τα απεχθάνομαι από ιδιοσυγκρασία. Αρκετά σε ταλαιπώρησαν οι Κεδίκογλου, οι Κατριβάνοι και οι άλλοι φίλοι, οι συγχωριανοί και οι ΠΑΣΟΚοσυνάδελφοί σου. Αλλωστε, τι φταις εσύ; Ηταν εποχή που όλα έγιναν «παρά την θέλησίν σου». Σε κάναν μόνιμο λοχία επί γερμανικής κατοχής «παρά την θέλησίν σου». Σε σπρώξανε στα Τάγματα Ασφαλείας «παρά την θέλησίν σου». Σε προήγαγαν «παρά την θέλησίν σου». Σου κόψανε σύνταξη «παρά την θέλησίν σου». Εμεινες ως ενεργόν μέλος του ΕΛΑΣ «παρά την θέλησίν σου». Αρκετά λοιπόν. Το θέμα για μένα «εκλείδωσε», που θα έλεγε και ο Σημίτης. Ο ωραίος εκείνος ΕΛΑΣίτης με το φωτοστέφανο, που μας έφτιαξες, πέθανε. Θεός σχωρέστον.

Καιρός να δούμε τι λέει και τι κάνει ο μετεξελιχθείς σε υπουργό Δικαιοσύνης κατοχικός λοχίας.

«Σκρίπτα μάνεντ», λέει ένας λόγος. Κι εγώ προσπάθησα, από περιέργεια, να δω τι λένε τα «σκρίπτα» σου, τα φιρμάνια σου, δηλαδή, στο «Ριζοσπάστη»: Πώς χειρίζεσαι αυτό το τόσο σκαμπρόζικο για έναν αντιστασιακό θέμα, το θέμα της συκοφάντησης.

Ελα να δούμε μαζί, Βαγγέλη, το πρώτο και ισχυρότερο επιχείρημα, από τα βασικά δύο επιχειρήματα της μήνυσής σου. Παραθέτω:

«Οι εγκαλούμενοι, κ. εισαγγελέα, έγραψαν στο "Ριζοσπάστη" της 11-12-1999, όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, και κατεχώρησαν τα παρακάτω συκοφαντικά με τίτλο:

"ΕΠΙΜΕΝΕΙ Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΤΡΙΒΑΝΟΣ"

(και με αυτοτελή επίσης τίτλο που φανερώνει τη θέση πλέον του "Ριζοσπάστη" πως δε συνδέει τον α` τίτλο με το "ΟΤΙ")

"Στα κατοχικά Τάγματα Ασφαλείας υπηρέτησε ο Ε. Γιαννόπουλος".

Θαύμασα πολύ. Να, είπα μέσα μου, τι θα πει να είσαι νομικός και να έχεις μάτι αετίσιο. Για δοκιμή έδωσα το κείμενο του «Ριζοσπάστη» σε δέκα φίλους να διαβάσουν πολύ προσεκτικά και να μου πουν πού βρίσκουν τη συκοφαντία και κανένας δεν το βρήκε! Αφού, είπαν, «επιμένει ο Κατριβάνος», όλα τα παρακάτω είναι δικά του! Τι επιμένει; Να λέει και να ξαναλέει ότι ο Γιαννόπουλος υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας. Οπ, όλοι το είπαν το ΟΤΙ χωρίς να το καταλάβουν! Εσύ όμως ατσίδας, Βαγγέλη, το έπιασες στον αέρα! Μας το επέδειξες θριαμβευτικά και κάθισες στο εδώλιο τους ενόχους που το παρέλειψαν δολίως! Και ξαφνικά ο θαυμασμός μου έγινε οίκτος. Θυμήθηκα αμέσως τα πέτρινα χρόνια της «επαράτου Δεξιάς», όπως τη λες, όταν η κάθε ΕΑΜική εφημερίδα είχε το νομικό της σύμβουλο για να φυλαχτεί από λογοκριτές του είδους σου. Οι σύμβουλοι πρόσεχαν τις λέξεις ή τις φράσεις που σήκωναν γιαννοπούλειο μήνυση. Και πρότειναν τις ανάλογες αλλαγές. Αλλά δε θυμάμαι κανένα λογοκριτή της εποχής να μας κάθισε στο σκαμνί για ένα «ΟΤΙ» και μάλιστα αυτονόητο! Εσύ τους ξεπέρασες όλους. Αφεριμ, Βαγγέλη!...

Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στο λαό: Γι' αυτό το «ΟΤΙ» που ανακάλυψες, ζητάς αποζημίωση πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές. Και το πιο ωραίο είναι, ότι στην αγωγή σου αποτιμάς τις ζημιές της αντιστασιακής προσωπικότητάς σου με τον εξής σπαρταριστό τρόπο:

«Η δε χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να μου καταβάλουν οι εναγόμενοι ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων δραχμών. Το ποσό αυτό είναι δίκαιο και εύλογο, λαμβανομένης υπόψη της έντασης και έκτασης της προσβολής (συκοφαντικοί ισχυρισμοί πρωτοφανούς ονειδισμού και διασυρμού της προσωπικότητάς μου), σε συνδυασμό με την επαγγελματική -κοινωνική θέση μου (!), καθώς και το δημόσιο λειτούργημα το οποίον υπηρετώ»!!!

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς εδώ! Την αυτογνωσία ή τα αξιοκρατικά κριτήρια; Γκιουλμπαχτσές, Βαγγέλη μου! Δεν υποτιμάς καθόλου την αντιστασιακή προσφορά σου. Και πολύ πρωτότυπα τα ζύγια σου. Χωρίζεις τους αντιστασιακούς σε κατηγορίες με τα μέτρα του ΠΑΣΟΚ; Σε «μη προνομιούχους» και σε «ρετιρέδες». Οσοι κατοικούν στα «ρετιρέ», εκ προοιμίου, έχουν υψηλή αντιστασιακή αξία. Αλλά σαν Σημιτικός εκσυγχρονιστής κάνεις διακρίσεις και στους «ρετιρέδες». Αλλη κοινωνική θέση έχει ο «Ρετιρές» και άλλη ο «Βιλαράς», δηλαδή ο κάτοχος βίλας. Αλλη επιπλέον αν είναι μεγαλοδικηγορικός αστέρας. Και πολύ πιο άλλη αξία έχει αν ο αστέρας αυτός είναι υπουργός και μάλιστα Δικαιοσύνης και λεβέντης καραμπουζουκλής, ήγουν ξοδεύει πολλά στα μπουζούκια.

Επειτα είναι και η ένταση και έκταση της προσβολής! Αλλιώτικα πονάει ο υπουργός και αλλιώτικα ο κλητήρας. Ο υπουργός είναι πολύ πολύ ευαίσθητος με υψηλότατο ποιοτικά πόνο ανυπολόγιστης αξίας. Μαζί του πονάνε όλα τα παράθυρα των καναλιών. Και όταν προκαλείται η προσβολή από εφημερίδα εμβέλειας όπως ο «Ριζοσπάστης», τότε ξεσπάει σε κλάματα γοερά το Πανελλήνιο. Και μόνο η ζημιά από την έκταση αυτή αξίζει πεντακόσια εκατομμύρια! Τον μη «προνομιούχο» μπορεί ο υπουργός να τον σκυλοβρίζει (ηλίθιε, βλάκα, χαφιέ, Νενέκο, τενεκέ ξεγάνωτε κλπ., κλπ.) και να μην πληρώνει πεντάρα. Γιατί η τιμή κι υπόληψή του και ο πόνος του δεν έχει καμίαν αξία! Γι' αυτή την πατρίδα «έπαιζες το κεφάλι σου στον ΕΛΑΣ», σύντροφε Βαγγέλη;

Για τους αντιστασιακούς, η νοοτροπία αυτή είναι ξένη. Εμείς κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Το τίμημα της προσφοράς μας είναι ένας κότινος, τίποτε άλλο. Τώρα αν θέλεις να σε κρίνουμε με τα αντιστασιακά μας μέτρα, σε ρωτάμε, σε ποια αντιστασιακή κατηγορία θέλεις να σε κατατάξουμε; Σ' αυτούς που πιάστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, μεταφέρθηκαν στη Γερμανία ως όμηροι, έζησαν στα στρατόπεδα τύπου «Παύλου Μελά» ή σ' αυτούς που έπαιζαν το κεφάλι τους, καθώς πολεμούσαν στα βουνά, σαν τον ΕΛΑΣ, ή κουβαλούσαν πυρομαχικά, σημειώματα, έκρυβαν παράνομους, μιλούσαν με τα χωνιά, γράφανε στους τοίχους συνθήματα και κατέβαιναν στα συλλαλητήρια; Σύμφωνα πάντως με τις δηλώσεις σου στα Ανακριτικά Συμβούλια, δεν μπορούμε να σε κατατάξουμε σε καμία κατηγορία, γιατί έλειπες από την οικογένειά μας ως τον Απρίλη του 1944.

Κι όμως, θέλεις, επιμένεις παρ' όλα αυτά, να σε κατατάξουμε σ' αυτούς που «έπαιζαν το κεφάλι τους» κορόνα - γράμματα. Το διακήρυξες πολλές φορές, και μας το απαιτείς να το αναγνωρίσουμε διά της βίας. Πολύ ευχαρίστως. Παραθέτω ένα μαργαριτάρι από τα κείμενά σου, που αλίευσα από τον Τύπο της 13ης Γενάρη του 2000.

«...Δεν προβαίνω σε μηνύσεις (φαίνεται πως γράφτηκε πριν από τη βιομηχανία μηνύσεων) για συναισθηματικούς λόγους μιας συνεργασίας τότε, τη δύσκολη εποχή, με τίμιους κομμουνιστές-αγωνιστές που παίζαμε το κεφάλι μας, εκείνοι για τις ιδέες τους και το κόμμα τους, και όλοι μαζί για την πατρίδα».

Το επισήμανα, φίλε μου, γιατί είναι φρεσκότατο, υπουργικής έμπνευσης, επικαιρότατο και αποκαλυπτικότατο. Πρώτη φορά βλέπω να χωρίζονται οι ιδέες από την πατρίδα. Ποτέ οι ιδέες των κομμουνιστών δεν ήταν αποσπασμένες από την πατρίδα. Ισα ίσα! Οι ιδέες τους είναι γεννημένες από τα σπλάχνα της πατρίδας, από τον πόνο, το μόχθο, τις ελπίδες και τα όνειρα των παιδιών της, των ανθρώπων της. Πατρίδα χωρίς ιδέες, επομένως χωρίς ανθρώπους, δεν υπάρχει. Εσύ, λοιπόν, για ποια πατρίδα έπαιζες το κεφάλι σου; Εκείνοι έπαιζαν τα κεφάλια τους γεμάτα ιδέες. Εσύ ομολογείς ότι έπαιζες ένα κεφάλι άδειο από ιδέες! «Οίον έπος»! Τι μας λες! Εκτός κι αν εννοείς πατρίδα τις πέτρες και τα ντουβάρια. Αλλά αν εννοείς αυτό, καλά ήσουν εκεί που ήσουν. Γιατί να μεταπηδήσεις; Για την πατρίδα τους μας σκότωναν και οι κατοχικοί. Πες μας την αλήθεια! Ολόκληρη! Και όχι με δόσεις. Κι η αλήθεια είναι ότι δεν ήρθες στον ΕΛΑΣ για να διακινδυνεύσεις το άδειο από ιδέες κεφάλι σου, αλλά για να το σώσεις!

Τώρα, φρέσκα, μαίνεσαι και τρομοκρατείς με μηνύσεις κι εξώδικα κι αγωγές όσους μετά τη μοιραία ΔΙΚΗ πιστεύουν εσένα, αυτά δηλαδή που είπες στα Ανακριτικά Συμβούλια, ότι δηλαδή εμφανίστηκες στον ΕΛΑΣ, τον Απρίλη του 1944 και όχι το 1942, όπως δέχτηκε το δικαστήριο. Εχω όλη την καλή διάθεση να το παραδεχτώ. Εντάξει. Ας δεχτούμε τους δικαστές κι ας διαψεύσουμε εσένα. Τον ίδιο όμως καιρό ήσουν και μόνιμος λοχίας της Κατοχής. Ναι ή ου; Το 'παιζες δίπορτο; Σε δυο ταμπλό; Ησουν διπλός πράκτορας; Προς όφελος τίνος; Των Γερμανών ή των Ελλήνων; Της ΚΑΤΟΧΗΣ ή της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ;

Τι την ήθελες τη μήνυση, Βαγγέλη! Μόνος σου μπερδεύτηκες. Μας μπέρδεψες κι εμάς. Και τώρα προσπαθείς πάλι να εξιλεωθείς με τις μηνύσεις! Λάθος! Θα τα περιπλέξεις περισσότερο. Δεν το βλέπεις; Δε σ' έχω για τόσο κοντόθωρο. Για να επιμένεις, λοιπόν, σ' αυτά τα παράλογα που θυμίζουν τις χειρότερες στιγμές της εμφυλιοπολεμικής εποχής, κάτω από τα επιδοκιμαστικά κρύα χαμόγελα του Σημίτη και τα σεγκόντα υπουργών του ότι το ΚΚΕ είναι ταραξίας στα έσχατα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, πρέπει κάτι άλλο, κάτι ιδιαίτερο να συμβαίνει. Δεν είναι μόνο η προσπάθεια να περισωθεί ή να διατηρηθεί όσο παίρνει ο μύθος Γιαννόπουλου για να μένουν οι αντιστασιακοί ψήφοι παγιδευμένοι. Κάτι μαγειρεύεται στον τόπο μας υπό τις ευλογίες και τα συγχαρητήρια του Κλίντον σε βάρος της δημοκρατίας. Αλλά έχουμε το νου μας. Μας ξέρεις: «Δε μας τρομάζουν των Γερμανών τα βόλια και των Σημιτογιαννόπουλων τα άδοξα σπαθιά». Μόνο, Βαγγέλη, στο τέλος αυτού του φιάσκου να μη μας πεις πάλι ότι όλα έγιναν «παρά την θέλησίν σου»

Φιλικότατα

Ενας αντιστασιακός


Του
Νίκου ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ*
* Ο Νίκος Κυτόπουλος είναι πολυβραβευμένος λογοτέχνης, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ