ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /50
ΚΕΝΗ
Αντιπαλεύοντας την τρομοκρατία

Ο "Ρ" έγινε επίσημο "όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας" το Νοέμβρη του 1924, όταν και το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, στο 3ο Εκτακτο Συνέδριό του. Αρχισυντάκτης του από τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου είχε γίνει ο Γιώργης Νίκολης.Για το "Ρ" άρχιζε μια νέα περίοδος, μεστή από δράση και γεγονότα, στην οποία έπρεπε να δίνει διαρκώς το "παρών". Γι' αυτό, όταν το 1925, με τις απεργίες των σιδηροδρομικών, των καπνεργατών, των τυπογράφων και άλλων εργατικών κλάδων, ο "Ρ" δεν προλάβαινε ν' αντιμετωπίζει μόνος του την κατάσταση, το Κόμμα έβγαλε απογευματινή εφημερίδα, την "Προλεταριακή Πάλη".

Η στρατιωτική δικτατορία, που κήρυξε τον Ιούνη του 1925 ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, απαγόρεψε την ελεύθερη έκδοση του "Ρ" από τις 8 Αυγούστου και μαζί τη νόμιμη λειτουργία του Κόμματος. Το "Ρ" αναπλήρωσαν τότε μια σειρά από κλαδικές εφημερίδες, όπως ήταν ο "Εργάτης Επισιτισμού", ο "Εργάτης Δέρματος", το "ΣΟΜΑ" (Σωματείον Οδηγών και Μηχανικών Αυτοκινήτων) κλπ. ή το "Φοιτητικό Βήμα", για τη νεολαία. Στην περίοδο ακριβώς της Παγκαλικής δικτατορίας βρήκαν την ευκαιρία οι ρεφορμιστές, ν' αρπάξουν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ στα χέρια τους, με τη βοήθεια της Αστυνομίας.

Ο "Ρ" επανεκδόθηκε στις 27 Αυγούστου 1926, έπειτα από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος. Στην προμετωπίδα του πλέον έγραφε: "Οργανο της ΚΕ του ΚΚΕ - ΕΤΚΔ (Ελληνικού Τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς)". Η επόμενη περίοδος και μέχρι το 1931, χαρακτηρίζεται από σοβαρή όξυνση της ταξικής και πολιτικής πάλης. Οι τρομοκρατικές ενέργειες των τότε κυβερνήσεων ενάντια στο επαναστατικό κίνημα και το "Ρ" διαδέχονται η μια την άλλη. Τότε ψηφίζεται ο "νόμος περί ιδιώνυμου" και οι διάφορες διώξεις (συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες, κλπ.) μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη. Οι αλλεπάλληλες συλλήψεις στελεχών του "Ρ" είχαν ως συνέπεια τις συχνές αλλαγές στην αρχισυνταξία της εφημερίδας. Ετσι, στην πενταετία 1926 - 1931 άλλαξαν έξι συνολικά αρχισυντάκτες: Γιώργης Νίκολης, Πέτρος Πικρός, Τάσος Χατζηαναστασίου, Γιώργης Ανδρουλιδάκης, Ορφέας Οικονομίδης και Αριστοτέλης Τσουρτσούλης.

Τον Αύγουστο του 1931 ο "Ρ" καταδικάζεται σε στέρηση του τίτλου του και ο υπεύθυνός του, Γεράσιμος Μαρμαρέλης,τιμωρείται σε πολύχρονη φυλάκιση και σε μεγάλο χρηματικό πρόστιμο για παραβίαση του "νόμου περί Τύπου". Το γεγονός αυτό υποχρέωσε το Κόμμα να προχωρήσει στην έκδοση του "Νέου Ριζοσπάστη". Μόνο στις 11 Μάρτη του 1934 ο "Ρ" ξαναπήρε την ονομασία του.

Η αντιφασιστική πάλη

Η περίοδος 1932 - 1936 αποτελεί ένα καινούριο σταθμό στην ανάπτυξη του "Ρ". Είναι η εποχή, όπου η δράση του ΚΚΕ τίθεται σε νέες βάσεις, μετά την έκκληση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και ο "Ρ" καλείται να αντεπεξέλθει σε νέα, αυξημένα, ποσοτικά και ποιοτικά, καθήκοντα. Την περίοδο αυτή η κυκλοφορία της εφημερίδας του Κόμματος έφτασε σε μεγάλα, για την εποχή εκείνη, ύψη. Οταν η ανώτερη κυκλοφορία των μεγαλύτερων αστικών εφημερίδων δεν ξεπερνούσε τις 25.000 έως 30.000 φύλλα, ο "Ρ" έφτασε να πουλά 12.000 φύλλα.

Με την έκρηξη του βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μάρτη 1935, ο "Ρ" παύθηκε, μαζί με τις βενιζελικές εφημερίδες, και επανεκδόθηκε στις 16 Μάη του ίδιου χρόνου, με διευθυντή τον Μ. Τυρίμο.

Για λίγο, όμως, αφού η δικτατορία της 4ης Αυγούστου έκλεισε ξανά το "Ρ".

Το νέο κλείσιμο θα διαρκούσε για πολλά χρόνια, αφού το δικτατορικό καθεστώς το διαδέχτηκε η γερμανοφασιστική κατοχή. Ο "Ρ", όμως, δε σταμάτησε ουσιαστικά την έκδοσή του, γιατί στη διάρκεια τόσο της δικτατορίας, όσο και της γερμανοφασιστικής κατοχής κυκλοφορούσε παράνομα. Αξίζει να σημειωθεί, πως με την κήρυξη της δικτατορίας το 1936, ο "Ρ" βρέθηκε να έχει στη διάθεσή του 24 συνολικά παράνομα τυπογραφεία, που τα είχε οργανώσει από πριν.

Στα μέτωπα του ρεπορτάζ

Στην πρώτη γραμμή των λαϊκών αγώνων βρίσκονταν πάντα οι συντάκτες του "Ρ". Είτε στις απεργίες, είτε - στην περίοδο της ένοπλης αντίστασης και πάλης - στα βουνά και στα χαρακώματα. Τιμώντας τη μνήμη όλων όσοι έγραψαν την 80χρονη ιστορία του "Ρ", δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το ρεπορτάζ - ντοκουμέντο του Κώστα Βιδάλη,για τη θρυλική "Μάχη της Σοδειάς". Το ρεπορτάζ αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στις εκδόσεις "Ρήμα", από το ΕΑΜ Θεσσαλίας και διασώθηκε - παρμένο από σπάνιο κατοχικό φυλλάδιο - από τον αντιστασιακό δημοσιογράφο Λάζαρο Αρσενίου, στο βιβλίο του "Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη", απ' όπου και το πήρε ο "Ρ", για τη δική του έκδοση - αφιέρωμα στον αγωνιστή συντάκτη του. (Οι υπότιτλοι είναι αυτοί του πρωτοτύπου).

Η Ιησουίτικη τακτική

Για να πετύχει τους σκοπούς της αυτούς, για να διευκολύνει τους πάτρωνές της συνεργάτες και συμμάχους χιτλερικούς φασίστες, χρησιμοποίησε όλες τις μεθόδους, ακόμα και τις πιο ιησουίτικες μεθόδους, τη συκοφαντία, τη διαβολή κλπ. Για μια φορά ακόμα εμφανίστηκαν, για να χύσουν το δηλητήριό τους, μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου και των ρητών των Μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι δύο γνωστοί ιεράρχες: Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ και οΖιχνών Λάρισας Κύριλλος Εξαρχος. Με "έκκλησή" τους που δημοσιεύτηκε στην ελληνόφωνη γερμανική εφημερίδα "Λαρισαϊκός Τύπος" της 3 Ιουνίου 1944, ενώ αναγνωρίζουν ότι "από μίαν καλήν συγκομιδήν του σίτου εξαρτάται η ζωή ολοκλήρου του Εθνους ημών μέχρι του Θερισμού του 1945", κατόπιν με τη μεγαλύτερη πονηριά λένε: "η μάχη του σίτου γίνεται όχι για να συγκεντρωθεί ασφαλέστερον ο σίτος εις τας αποθήκας, αλλά ποία από τας διαφόρους οργανώσεις θα πάρει προκαταβολικώς περισσότερον από τας άλλας".

Και τα λένε αυτά, για να αποκαλυφθούνε μόνοι τους κατόπιν: "υπομιμνήσκουμε ότι και η κυβέρνησίς μας (πρόκειται για την κυβέρνηση του προδότη Ράλλη) εξέδωκε τον σχετικό νόμο, αναφορικώς με την εφετινήν εσοδείαν και ότι ο νόμος αυτός επιβάλλεται να γίνει σεβαστός παρά πάντων".Ποιες είναι οι οργανώσεις που ζητάν να αρπάξουν τα στάρια, τη σοδειά, το λένε μόνοι τους, οι δύο ιεράρχες. Η ίδια η κυβέρνηση. Το ζήτημα λοιπόν δεν έμπαινε ποιος θα πάρει τη σοδειά, μα: θα την πάρει ο νοικοκύρης, ο χωριάτης που κόπιασε, ίδρωσε για να καλλιεργήσει τα χωράφια, ή οι Γερμανοί και η προδοτική κυβέρνηση με το νόμο, που "επιβάλλεται να γίνει σεβαστός παρά πάντων", δηλαδή με το γερμανοελληνικό νόμο, που καθόριζε ότι 35% τουλάχιστον από την παραγωγή κάθε χωριάτη θα το πάρουν οι χιτλερικοί ληστές και οι ντόπιοι ληστές. Και οι δυο αυτοί γερμανόδουλοι ιεράρχες τονίζουν παρακάτω:

Κάθε ατσαλένιο χέρι, που θα κρατήσει το αρπαχτικό των Γερμανών και των οργάνων τους, κάθε πράξη που θα τείνει στο σταμάτημα της ληστείας της σοδειάς, "θα χαρακτηριστεί ως αντιχριστιανική, βίαια και αντεθνική ενέργεια". Η αρπαγή και η ληστεία είναι κατά τους δύο ιερωμένους, ενέργειες χριστιανικές και εθνικές. Και όλα αυτά τα λένε "μετ' αγάπης Χριστού", ενώ μόνο με την αγάπη του σατανά, προδότες αυτοί, θα μπορούσαν να τα διακηρύξουν.

Η προδοτική φωνή τους έμεινε αποτυπωμένη στο χαρτί, για να αποτελέσει στη δεδομένη στιγμή της εθνικής κρίσης, μια ακόμα απόδειξη για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας που τους βαρύνει. Η συκοφαντία, η διαβολή, δεν έπιασε και οι Θεσσαλοί αγρότες προχώρησαν και έδιναν τη μάχη για τη σωτηρία της σοδειάς τους.

Συμπερασματικά μπορούμε να διαγράψουμε ως εξής το γερμανικό "ελληνικό" σχέδιο αρπαγής της σοδειάς.

α) Σκοπός: αρπαγή της σοδειάς του κάμπου στο σύνολό της σχεδόν.

β) Μέσο: ο νόμος της προδοτικής κυβέρνησης Ράλλη.

γ) Μέθοδος: σύσταση ομάδων αλωνιστικών συγκροτημάτων, σε διάφορες περιοχές του κάμπου, με πλήρη απαγόρευση του αλωνίσματος με ζώα, δοκάνες, στούμπισμα.

δ) Δυνάμεις: οι χιτλερικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί των Ες-Ες, που βρίσκονται στον Θεσσαλικό κάμπο και οι ένοπλες και άοπλες δυνάμεις των Εασαδιτών, των ΕΕΕ, των Ράλληδων. Αυτές οι δυνάμεις θα φρουρούσαν τα αλωνιστικά συγκροτήματα.

ε) Στήριγμα: η αντίδραση, η κάθε λογής και ποιότητας αντίδραση, με επικεφαλής τους Εδεσίτες.

στ) Οργανα: όλοι οι ραλλικοί τυχοδιώκτες υπάλληλοι, που βρίσκονται στις δημόσιες υπηρεσίες και τους άλλους οργανισμούς. Ολόκληρη η φάρα των μεταξικών διοικήσεων των Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών, η μαφία των προδοτών.

ζ) Προθεσμία: ημέρα έναρξης της αρπαγής είχε οριστεί η 1η του Ιούλη.Γενικός αρχιλήσταρχος είχε οριστεί ο Γερμανός ταγματάρχης Μάνεκε, που συνεργαζότανε στενά με τους νομάρχες του Ράλλη και τους αρχηγούς των ΕΑΣΑΔ, των ΕΕΕ κλπ.

Ούτε σπυρί στάρι στον κατακτητή και στους προδότες

Ο κάμπος είχε χρυσώσει από τη μια ως την άλλη μεριά. Τα βαριά, μεστωμένα και πολύτιμα στάχυα έχουν γείρει από το βάρος του ώριμου καρπού. Οπως είναι γυρισμένες οι ψάνες μοιάζουν να 'ναι αποσταμένα και να περιμένουν τον ερχομό του Θεριστή, για να τ' απαλλάξει από το βάρος. Αν δεν έρθει έγκαιρα, αυτά θα τινάξουν τον καρπό, θα τον σκορπίσουν κάτω στο χωράφι, δεν αντέχουν πια.

Μέσα στον κάμπο είναι χυμένη η ανησυχία. Ο φόβος απλώνεται σαν την ομίχλη πάνω στα χωριά. Ενα μεγάλο ερωτηματικό υπάρχει στα πρόσωπα, στις κουβέντες όλων: Τι θα γίνει η σοδειά.

Μια απάντηση βγαίνει αυθόρμητα: Μόνο με τις ίδιες τις δυνάμεις μας, με τα μπράτσα μας, με τα όπλα μπορούμε να υπερασπιστούμε τη σοδειά. Οπλα, δώστε μας όπλα, είναι η γενική απαίτηση. Ας κάψουν και τα χωριά και τα σπίτια και τα νοικοκυριά μας. Τη σοδειά να σώσουμε.

Και τα μάτια γυρίζουν προς τα βουνά, προς τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, τη δύναμη, που ενωμένη με τη δική τους, μπορεί να εγγυηθεί τη σοδειά, να ματαιώσει τα σχέδια της αρπαγής της από τους χιτλερικούς ληστές και τους προδότες ληστές. Μα ταυτόχρονα τα μάτια είναι γυρισμένα προς τις οργανώσεις, στους συναγωνιστές, αυτούς που σε κάθε δύσκολη στιγμή τους βρίσκανε δίπλα τους, έτοιμους να θυσιαστούν. Σ' αυτούς που στα τρία χρόνια του αγώνα τους λέγανε πάντα το σωστό λόγο και πάντα τους έδειξαν το δρόμο της σωτηρίας, της τιμής και του καθήκοντος.

"Ούτε σπυρί στάρι στον κατακτητή και τους προδότες".

Αυτό είναι το σύνθημα που κυριαρχεί μέσα στον κάμπο. Είναι το σύνθημα που έριξε το ΕΑΜ και τα συνεργαζόμενα μέσα σ' αυτό κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα άλλα. Και το σύνθημα αυτό επαναλαμβάνεται από οργανωμένα, του μαχόμενου λαού, τα μυριάδες στόματα.

Ούτε σπυρί στάρι στον κατακτητή και τους προδότες είναι η απάντηση των καραγκούνηδων, αυτών των δουλευτάδων της γης, που το χειμώνα ζυμώνουν τη λάσπη του κάμπου και το καλοκαίρι καταπίνουν την παχιά σκόνη του.

Και όλος ο λαός, γέροι, γριές, γυναίκες και άντρες, κορίτσια και αγόρια, όλοι ακόμα και τα μικρά παιδιά το χωνεύουν, το κάνουν συνείδηση, σκοπό, έργο, το μεταβάλλουν σε πολεμικό σύνθημα. Ο φόβος και η ανησυχία έχουν σβήσει. Η ομίχλη που απλώνονταν καταθλιπτικά πάνω από τα χωριά, διαλύθηκε. Η αποφασιστικότητα, η θέληση του λαού να παλέψει για τη ζωή και τη λευτεριά του, αντικατέστησαν το δισταγμό και το φόβο. Στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς που πέρασαν έμαθαν όλοι, πως μόνο με τον αγώνα, με την πάλη κατά των κατακτητών και των προδοτών μπορούμε να σωθούμε σαν λαός, σαν έθνος, σαν άτομα. Με το σκληρό αγώνα θα σωθεί και η σοδειά!

Και όλος ο κόσμος ανασκουμπώνεται για τον αγώνα αυτό της ζωής, για τη ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΟΔΕΙΑΣ, αυτής που θα εξασφαλίσει τους κόπους, το ψωμί, τη ζωή του χωριάτη μα και του ελληνικού λαού ολόκληρου και του στρατού του, του ΕΛΑΣ. Ολος ο κόσμος δίνεται με όλη την ψυχή του στη μεγάλη μάχη της σοδειάς".

Οι πνευματικοί άνθρωποι και ο "Ρ"

Πολλοί οι μεγάλοι διανοητές και πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας μας, που λάμπρυναν με τις συνεργασίες τους τις σελίδες του "Ρ", στα 80 χρόνια της μέχρι σήμερα πορείας του. Ο Κώστας Βάρναλης,ο Δημήτρης Γληνός,ο Μάρκος Αυγέρης,ο Γιάννης Ρίτσος,ο Γιάννης και η Ρόζα Ιμβριώτη,ο Νίκος Καρβούνης,η Ελλη Αλεξίου,ο Νίκος και η Γαλάτεια Καζαντζάκη είναι ορισμένοι απ' αυτούς.

Απροσμέτρητη η προσφορά τους στην εφημερίδα του Κόμματος. Οπως και τα πολλά, καθημερινά περιστατικά, που σημάδεψαν αυτή τη συνεργασία. Απ' όλ' αυτά δημοσιεύουμε δύο. Ενα με τον Κ. Βάρναλη κι ένα με τον Γ. Ρίτσο.

Για τους "Μοιραίους"

Το πρώτο αφηγήθηκε ο Μιχάλης Μ. Παπαϊωάννου,στενός φίλος του Βάρναλη και μελετητής του έργου του, σε μια εκδήλωση (1993) της ΕΣΗΕΑ, της ΕΕΛ και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, και είναι σχετικά με το μήνυμα των "Μοιραίων":

"...Το 1922, διευθυντής του "Ριζοσπάστη" ήταν ο αείμνηστος Γιάννης Κορδάτος. Του ζήτησε του ποιητή συνεργασία, και του έδωσε τους "Μοιραίους". Δεν του άρεσε του Κορδάτου η "θέση" του ποιήματος και το έστειλε στη "Νεολαία", το περιοδικό της κομμουνιστικής οργάνωσης νέων. Το αναδημοσίευσε "Ο Νουμάς", το δημοσιογραφικό όργανο του μαχόμενου δημοτικισμού. Ετσι έγινε το δημοφιλέστερο νεοελληνικό ποίημα.

Η προκατάληψη όμως δεν έπαψε να το συνοδεύει και τον Αύγουστο του 1951. Ενας αναγνώστης από την επαρχία τού έγραψε του Βάρναλη μαζί με άλλα:

"Θα ήθελα ακόμα να 'λεγα για τους "Μοιραίους" σου, πως είναι μοιραίο να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται πια μια αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια...". Και πρόσθετε: "Τώρα ξέρουνε πολύ καλά ποιος φταίει. Πολλοί απ' αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τώρα αναπαύονται για πάντα. Να 'χω άραγε δίκιο;".

Ο Βάρναλης του απάντησε: "Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ήταν στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και ξύπνησε συνειδήσεις. Το ποίημα χτυπάει εκείνη τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να δει την αιτία της δυστυχίας της και αυτοεγκαταλείπεται (...). Γεγονός είναι ότι υπήρχανε, υπάρχουν και θα υπάρχουνε μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα και θα καλλιεργεί την ομαδική "εκ των άνω" τύφλωση του έθνους"".

Στον εργάτη απευθύνονται οι πραγματικοί καλλιτέχνες

"Η συνεργασία με το "Ριζοσπάστη" εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από το '32, το '33, το '34, ήταν πάντα συντροφική, πάντα θετική. Πολλά από τα ποιήματά μου δημοσιεύτηκαν πρώτα σ' αυτόν. Οπως το "Γράμματα από το μέτωπο" και τα "Γράμματα για το μέτωπο". Και, μάλιστα, οι σύντροφοι τότε, επειδή δεν είχα βγάλει ακόμη βιβλίο, τα έκοβαν, τα αποστήθιζαν και τα διάβαζαν σε διάφορες συγκεντρώσεις που έκαναν. Κι εγώ ένιωσα την πρώτη βαθιά συγκίνηση της επαφής μου με τον κόσμο, με το "Ριζοσπάστη".

Οσο για τα χέρια, αυτό ήταν αλήθεια. Αγαπούσα πάρα πολύ την εργατική τάξη, γιατί πίστευα πως είναι η βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και ήθελα πάρα πολύ να είμαι εργάτης. Εγώ, δυστυχώς, καταγόμουνα από μια οικογένεια μεγάλων γαιοκτημόνων, και είχα ένα συναίσθημα ενοχής που δεν ήταν και μένα η καταγωγή μου τόσο απλή, τόσο αγνή, τόσο γνήσια...

Αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι κάποτε, κρατώντας όχι μονάχα τον κασμά, όχι μονάχα τα σίδερα, μα και μια πένα, μπορείς να κάνεις τη δουλιά ενός αληθινού εργάτη. Και μάλιστα μια δουλιά τόσο υπεύθυνη, που να αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη ολόκληρη - όχι με τη στενή έννοια, αλλά με την έννοια του κάθε εργαζόμενου ανθρώπου. Αλλος γράφει, άλλος διαβάζει, άλλος παίζει πιάνο, άλλος βιολί, άλλος ζωγραφίζει...

Συχνά κατηγορούν τους καλλιτέχνες ότι δεν απευθύνονται στον εργάτη. Οχι! Απευθύνονται στον εργάτη. Απευθύνονται σε όλους, αν είναι πραγματικοί καλλιτέχνες. Κι ακόμα, κάτι περισσότερο. Απευθύνονται στον άνθρωπο όλων των εποχών. Και στους ανθρώπους εκείνους που δεν υπάρχουν πια θα μπορούσαν ν' απευθύνονται. Δηλαδή και στο παρελθόν, γιατί αντλούν απ' αυτό. Μη λέμε, λοιπόν, "να δεν έχουν την απλότητα εκείνη την απαραίτητη". Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην απλότητα και την απλοϊκότητα. Δε θα πει ότι είναι προοδευτικός καλλιτέχνης εκείνος που παίρνει τα συνθήματα του Κόμματός μας και βάζει ρίμες ή φτιάνει ελεύθερο στίχο. Αυτό είναι ένα βασικό λάθος, που πολλές φορές μας εμποδίζει να προσεγγίσουμε ορισμένες ανθρώπινες αξίες...

...Γιατί έμεινα; Θα μπορούσε κανένας από τη στιγμή που ονειρεύτηκε έναν κόσμο καλύτερο κι απ' τη στιγμή που δούλεψε γι' αυτόν τον κόσμο, με όσες δυνάμεις είχε - μικρές, μεγάλες ή μέτριες - θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει; Θα ήταν σαν να εγκατέλειπε τον καλύτερό του εαυτό. Μπορούσε ποτέ, από φόβο ή από πόνο να σταματήσει; Εχουμε ανθρώπους, που κάποτε αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ανθρωποι είναι. Ανθρώπινο είναι. Ωστόσο έμειναν πιστοί. Κι αγάλλονται όταν θυμούνται ότι κι αυτοί πρόσφεραν ένα τόσο δα χαλικάκι, σ' αυτό το οικοδόμημα που ετοιμάζουμε. Το να έφευγα από τον κομμουνισμό, ήταν σαν να έφευγα από την πατρίδα μου, σαν να έφευγα από τη ζωή, σαν να έφευγα απ' τον κόσμο. Σαν να μην ήμουνα τίποτε πια. Γιατί, αν εσείς λέτε ότι εσείς μου χρωστάτε κάτι, ότι σας έδωσα κάτι, ότι είμαι κι εγώ ένας από τους οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος (εάν και όποιος τέλος πάντων), εγώ σας χρωστώ πολύ περισσότερα. Τα δικά σας βιώματα, οι δικές σας εμπειρίες, η δική σας συντροφικότητα σε κρίσιμες στιγμές, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο, με στήριξαν...

...Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία. Το μεγαλύτερο βραβείο που δέχτηκα στη ζωή μου, ήταν η αγάπη σας. Η αγάπη του κόσμου".

(Από τη συνάντηση και συζήτηση, που είχε ο Γιάννης Ρίτσος, με τους συντάκτες του "Ρ").

Η νόμιμη επανέκδοση

Η 25η Σεπτέμβρη 1974 είναι μια σημαντική ημερομηνία στην 80χρονη ιστορία του "Ρ". Είναι η μέρα, που ξανακυκλοφόρησε νόμιμος, μετά από 27 ολόκληρα χρόνια παρανομίας. Το προηγούμενο βράδυ εκατοντάδες αγωνιστές κατέκλυζαν την πλατεία Κάνιγγος, όπου είχε ανάψει ήδη η φωτισμένη επιγραφή, με τα τρία "ματωμένα", κατακόκκινα γράμματα: ΚΚΕ.Την άλλη μέρα, το πρωί, σε όλα τα περίπτερα της χώρας, ο "Ρ" έδινε το δικό του "παρών". Στην πρώτη του σελίδα, πάνω πάνω, το χαιρετιστήριο της ΚΕ του Κόμματος, προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους εργαζόμενους, όλο το λαό. Μια καινούρια περίοδος είχε ήδη αρχίσει...

Ας "δώσουμε το λόγο", όμως, σε δυο συντρόφους, που πήραν μέρος στη νόμιμη επανέκδοση της εφημερίδας και - δυστυχώς - δε βρίσκονται πλέον μαζί μας.

- Ζήνωνας Ζορζοβίλης: "Το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να βγει αμέσως εφημερίδα. Η ταυτότητά μου γράφει δημοσιογράφος, αλλά μέχρι τότε η σχέση μου ήταν με τον παράνομο Τύπο. Μου είπαν πάρε τον Βασίλη τον Εφραιμίδη και αρχίστε. Πάρε και τον Γιάννη τον Παλαβό. Δεν είχαμε να σταθούμε πουθενά. Μας είπαν θα βοηθήσει κι ένας Παπαστεργιόπουλος Ηλίας, δικηγόρος. Στο γραφείο του φωνάξαμε και τους ειδικούς, τον Θεμιστοκλή τον Υψηλάντη. Το πρώτο ήταν ο τίτλος. Κάλεσα τον Γιώργο τον Φαρσακίδη, να βγάλει τον τίτλο, γιατί δεν πήγαμε να βγάλουμε κατ' ευθείαν το "Ρ", καθώς το Κόμμα ήταν ακόμα στην παρανομία και δεν ξέραμε πότε θα νομιμοποιηθεί.

Διαλέξαμε τίτλο το "Νέα Δημοκρατία", που εξέφραζε έναν από τους στόχους του 9ου Συνεδρίου. Οταν ο Φαρσακίδης χάραξε τον τίτλο, ανακαλύψαμε στο υπουργείο Εμπορίου, ότι ο τίτλος ήταν κατοχυρωμένος από τον Πλυτά, για ένα περιοδικό. Κόψαμε το "Δημοκρατία" και βγήκαμε με τίτλο "Νέα Ελλάδα".

Στις 24 Σεπτέμβρη, βγήκαμε με τίτλο "ΝΟΜΙΜΟ ΤΟ ΚΚΕ" και την είδηση "καταργείται ο νόμος 509 του 1947 και επαναλειτουργούν τα κόμματα". Πάνω δεξιά σε πλαίσιο: "Ενα μεγάλο γεγονός για το λαό, για τη δημοκρατία. Αύριο Τετάρτη, 25 Σεπτέμβρη, ξανακυκλοφορεί ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ". Στα γραφεία της "Νέας Ελλάδας" είχε ήδη εγκατασταθεί η Συντακτική Επιτροπή, που είχε ορίσει το Κόμμα για το "Ρ". Το ίδιο βράδυ τον τυπώσαμε. Το λογότυπό του είχε αποφασιστεί να είναι το ίδιο, που είχε πάντα. Και επειδή δεν είχαμε καμιά παλιά εφημερίδα, για να το πάρουμε, στείλαμε μια κοπέλα, γραφίστα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το αντέγραψε πάνω σε ρυζόχαρτο.

Ιστορίες τρέλας... Ο Παλαβός ήταν οικονομικός διευθυντής και ταυτόχρονα δούλευε και "πιάστης" (σ.σ. αυτός που παίρνει τα φύλλα από τη μηχανή, τα δένει και τα μετράει). Δεν είχαμε λεφτά. Με στέλνει ο Εφραιμίδης σ' ένα γραφείο στη Σοφοκλέους, γυρίζω με 100.000 δραχμές προσφορά. Ηταν 12 μισθοί τότε.

Είχαμε και καλούς επαγγελματίες σε εκείνα τα πρώτα βήματα. Μετά ήρθαν νέα παιδιά, εκπαιδεύτηκαν και έγιναν μεγάλοι και τρανοί...

Ηρθε κι ένας Αρμένης δημοσιογράφος και μας ρώταγε πώς βγάλαμε την εφημερίδα και όταν του λέγαμε, ότι δεν είχαμε καν χώρο και κάναμε τις διορθώσεις στα σκαλάκια, δεν το πίστευε. Ομως έτσι έγινε...".

- Μάκης Λυμπεράτος: "Στις 23 το απόγευμα πληροφορηθήκαμε ότι καταργήθηκε ο νόμος 509, που είχε απαγορέψει τη νόμιμη λειτουργία του ΚΚΕ. Κατά συνέπεια, από την άλλη μέρα, από την ίδια στιγμή, το ΚΚΕ ήταν νόμιμο. Και σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι πρέπει να βγει η εφημερίδα. Δεν ήταν το ίδιο πράγμα με τη "Νέα Ελλάδα", που βγάζαμε μέχρι τότε. Ηταν ο "Ριζοσπάστης", που έπρεπε να βγει. Δουλέψαμε όλη την ημέρα από το πρωί. Δεν πήγαμε σχεδόν ούτε για φαγητό και το ίδιο βράδυ, στις 12 ακριβώς, έπιασα στα χέρια μου το πρώτο φύλλο από τυπογραφείο. Εκείνο, που θυμάμαι είναι ότι πραγματικά τρέμανε τα χέρια μου...

Και καταλαβαίνεις τη νύχτα αυτή, μου ήρθαν όλα στο νου. Η 27χρονη παρανομία, τα 27 χρόνια στέρησης της εφημερίδας. Το τελευταίο φύλλο της προηγούμενης νόμιμης περιόδου του "Ρ", που το φύλαγα όλ' αυτά τα χρόνια... Θυμάμαι τον Μεσίνη. Εναν άνθρωπο, που δεν είχε καμιά ιδεολογική σχέση με το Κόμμα. Και μόλις με είδε έτσι, με αγκάλιασε, με έσφιξε και άρχισε να με φιλάει. Αλλα το ωραίο είναι η αντιμετώπιση του κόσμου την άλλη μέρα. Γιατί κανείς δεν πίστευε, ότι στις 25 το πρωί, θα βρεθεί ο "Ρ" καρφωμένος στα περίπτερα. Και δεν το περίμενε, γιατί δεν είχε γίνει καμιά διαφήμιση. Και πραγματικά ο κόσμος το δέχτηκε με πολλή χαρά και ιδιαίτερα ο δημοσιογραφικός κόσμος. Οι παλιοί δημοσιογράφοι είχαν τεράστιο σεβασμό στο "Ρ". Θυμάμαι είχε καλέσει ο Ράλλης, ως υπουργός Προεδρίας, τους διευθυντές σύνταξης όλων των εφημερίδων. Και όταν κατεβαίναμε, ήταν μαζί μου ο μακαρίτης ο Χάρης Μπουσμπουρέας, ο οποίος μου λέει "κύριε συνάδελφε, δεν ξέρω αν θα με πιστέψεις, όταν είδα το Ριζοσπάστη στα περίπτερα, έκλαψα"...".

Η ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση

Η χαρά της απελευθέρωσης, όμως, κράτησε πολύ λίγο. Η ανοιχτή ένοπλη αγγλική επέμβαση το Δεκέμβρη του 1944 υποχρέωσε και το "Ρ" να εγκαταλείψει τα τυπογραφεία στο κέντρο της Αθήνας και να συνεχίσει την εκτύπωσή του σε συνοικιακό τυπογραφείο, όπως στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Κυκλοφορούσε στις ελεύθερες περιοχές, που ελέγχονταν από τις δυνάμεις τους ΕΛΑΣ. Ο ρόλος του "Ρ" σ' αυτή την περίοδο ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Ξεσκέπαζε την ωμή στρατιωτική επέμβαση και τους σκοπούς των Αγγλων ιμπεριαλιστών, που παραβίαζαν ασύστολα τις αρχές του συμμαχικού πολέμου. Δημοσίευε ανακοινώσεις και αποφάσεις της ΚΕ του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, οδηγίες των συνοικιακών οργανώσεων, διαμαρτυρίες για την εγκληματική δράση των ξένων επεμβασιών και των ντόπιων συνεργατών τους και ανταποκρίσεις, τηλεγραφήματα και ειδήσεις για τις εκδηλώσεις συμπαράστασης προς το λαό της Αθήνας από την επαρχία και το εξωτερικό.

Τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες κράτησε η μάχη της Αθήνας, στα τέλη 1944 αρχές 1945, και ο "Ρ" βρισκόταν καθημερινά στην πρώτη γραμμή του πυρός, κοντά στους μαχητές και τις μαχήτριες, κοντά στο λαό, που αντιμετώπιζε την αγγλική ένοπλη επέμβαση.

Μετά την κατάληψη της Αθήνας συνέχισε για λίγο (Γενάρης 1945) να τυπώνεται σε τυπογραφεία επαρχιακών πόλεων, που δεν είχαν καταληφθεί από τους Αγγλους. Στις 15 Φλεβάρη 1945 και μετά την υπογραφή της Βάρκιζας, ο "Ρ" άρχισε να τυπώνεται και πάλι στην Αθήνα, αλλά σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Είχε εξαπολυθεί μια χωρίς προηγούμενο μοναρχοφασιστική τρομοκρατία. Ενοπλες ομάδες και συμμορίες Χιτών, δοσιλόγων και ταγματασφαλιτών, τρομοκρατούν ανενόχλητες το λαό, ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας. Κάνουν συχνές επιδρομές στα γραφεία του "Ρ". Οι απειλές, οι διώξεις, οι ξυλοδαρμοί, οι δολοφονίες συντακτών και άλλων εργαζομένων του, οι δίκες και οι καταδίκες σε βάρος του, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Οι διώξεις και η τρομοκρατία είχαν, όπως ήταν φυσικό, συνέπειες και στην κυκλοφορία του. Ο "Ρ" γραφόταν κυριολεκτικά με αίμα. Μα και οι αναγνώστες του, όχι σπάνια, πλήρωναν πολύ ακριβά το θάρρος τους να τον διαβάζουν. Σιγά σιγά η κυκλοφορία του έγινε προβληματική ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας.

Ο "Ρ" αγωνίζεται σκληρά ενάντια στην τρομοκρατία. Αντιμετωπίζει τα οργανωμένα σχέδια του εμφυλίου πολέμου, που προωθούν Αγγλοι και ντόπια αντίδραση. Προπαγανδίζει την πολιτική συμφιλίωσης του λαού. Ξεσκεπάζει ακούραστα τους δοσίλογους, που έχουν πάρει καίριες θέσεις. Αποκαλύπτει σκάνδαλα παντός είδους και μάχεται για την αποτροπή του εμφυλίου πολέμου και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας.

Η περίοδος αυτή ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο ηρωικές περιόδους της ιστορίας του "Ρ". Για να καλυφθεί το κενό της Δευτέρας, κυκλοφόρησε και ο "Ρίζος της Δευτέρας",που άφησε εποχή με την πληρότητα και τη ζωντάνια του και συνάντησε πολύ καλή υποδοχή από τους αριστερούς και δημοκράτες εργαζόμενους, παρά την εντεινόμενη συνεχώς τρομοκρατία.

Προς τη νέα, μακρόχρονη παρανομία

Η πορεία της χώρας, όμως, είχε προδιαγραφεί από τους ιμπεριαλιστές. Η αμερικανική επικυριαρχία έρχεται να αντικαταστήσει τη φθαρμένη και χρεοκοπημένη "γηραιά Αλβιόνα" και να επιταχύνει την πορεία προς τον εμφύλιο πόλεμο. Το δόγμα Τρούμαν δίνει το σύνθημα. Στήνονται παντού στρατοδικεία και δικάζουν αθώους πολίτες, για τα δημοκρατικά τους φρονήματα. Πυκνώνουν οι εκτελέσεις, με ή χωρίς δίκες, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Η εφαρμογή των εκτάκτων μέτρων του Γ Ψηφίσματος και του νόμου 509 επεκτείνεται σε όλη τη χώρα. Με τα ίδια αυτά έκτακτα μέτρα, το καθεστώς της ολιγαρχίας απαγόρεψε και την έκδοση του "Ρ", στις 17 Οκτώβρη 1947. Ο "Ρ" πέρασε και πάλι στην παρανομία. Και τούτη τη φορά, η περίοδος αυτή ήταν η πλέον μακρόχρονη. Κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια.

Στο διάστημα αυτό ο "Ρ" δε σταμάτησε να κυκλοφορεί. Ακόμη και μετά το 1949, όταν το Κόμμα και η εφημερίδα του πέρασαν στην πιο βαθιά παρανομία. Συνέχισε να κυκλοφορεί παράνομα, με μύριες όσες δυσκολίες και εμπόδια. Αλλοτε, σε αραιά διαστήματα, λόγω των σκληρών συνθηκών και μετά, επειδή το εργατικό κίνημα εκφράστηκε νόμιμα, με άλλη μορφή. Η παράνομη έκδοση και κυκλοφορία του "Ρ" ξανάγινε πυκνή και σε κανονικά σχεδόν χρονικά διαστήματα, στα χρόνια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας.

Ο "Ρ", έστω και δισέλιδος, πολλές φορές σε μικρό σχήμα, ξεσκέπαζε του στρατιωτικοφασιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος της 21ης Απρίλη και τους Αμερικανούς εμπνευστές και οργανωτές του. Εμψύχωνε το λαό και τον ενθάρρυνε στην καθημερινή του αντιδικτατορική πάλη. Κατάγγελνε τα δημαγωγικά και τρομοκρατικά μέτρα της φασιστικής δικτατορίας και υπονόμευε την υπόστασή της. Οσο οι παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, μέσα στο καθεστώς τρόμου και φοβίας, δυνάμωναν και πλάταιναν, τόσο διευρυνόταν και η κυκλοφορία του "Ρ", μέσα στην εργατική τάξη, τη νεολαία και το λαό.

Η άνοιξη της απελευθέρωσης

Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους χιτλεροφασίστες τον Οχτώβρη του 1944 βρίσκει πανέτοιμο το "Ρ", να κυκλοφορήσει και πάλι νόμιμος. Διευθυντής του, τη φορά αυτή, είναι ο Κ. Καραγιώργης (Κ. Γυφτοδήμος).

Η κυκλοφορία της εφημερίδας φτάνει σε μεγάλους αριθμούς. Για την εποχή αυτή, γράφει ο Βάσος Γεωργίου,αρχισυντάκτης τότε στο "Ρ", στο βιβλίο του "Η ζωή μου":

"Ηταν μεγάλη η χαρά μου, που ξαναγύριζα στο "Ριζοσπάστη". Στη νόμιμη, καθημερινή έκδοσή του, ύστερα από 9 ολόκληρα χρόνια, μετά τη βίαιη διακοπή της, από τη μεταξική δικτατορία.

Ξανάβρισκα την αγαπημένη μου εφημερίδα, μα πόσο διαφορετική από παλιά, που έβγαινε με πολλές δυσκολίες, σοβαρές ελλείψεις και μικρή περιορισμένη κυκλοφορία. Τώρα είχε κατακτήσει την πρώτη θέση και με μεγάλη διαφορά απ' όλες τις πρωινές και απογευματινές εφημερίδες της Αθήνας κι όλης της Ελλάδας. Και αυτό φυσικά, επειδή ήταν δημοσιογραφικό όργανο του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ, αλλά και γιατί είχε πολιτική και κοινωνική ζωντάνια, ειδησεογραφική πληρότητα, μαχητική - γλαφυρή αρθρογραφία και διέθετε ένα πολύ ικανό επιτελείο από συντάκτες και συνεργάτες.

Δυο ήταν τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας του "Ρ". Το πρώτο: Η καλή επιλογή του Κόμματος ν' αναθέσει αμέσως μετά την απελευθέρωση τη διεύθυνσή του στον Κώστα Καραγιώργη (Γυφτοδήμο). Μολονότι ο Κώστας είχε σπουδάσει γιατρός στην Ελλάδα κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, η δημοσιογραφία ήταν στο αίμα του, είχε μια ακατανίκητη κλίση γι' αυτή και για χάρη της θυσίασε την ιατρική. Στο "Ρ" ο Καραγιώργης ξεδίπλωσε το πλούσιο δημοσιογραφικό κι οργανωτικό ταλέντο του, την πολιτική του διαίσθηση κι ανησυχία, το μαχητικό, μαστιγωγικό, αλλά συνάμα λαμπερό κι ελκυστικό γράψιμό του.

Το δεύτερο βασικό στοιχείο ήταν η συλλογικότητα και συντροφικότητα στη δουλιά, το συνειδητό κι αφοσιωμένο δόσιμο στην επαναστατική δημοσιογραφία, πέρα από κάθε ωράριο, μέρα και νύχτα, κι ακόμα ο έγκαιρος προγραμματισμός και το ασταμάτητο κυνήγι των ειδήσεων. Ολη η σύνταξη μαζεύονταν κάθε μεσημέρι σε επιτελική σύσκεψη για 30 - 40 λεπτά, όπου έβλεπε κριτικά το φύλλο και τις ελλείψεις του, κατέγραφε τα θέματα της μέρας και έδινε το σύνθημα για το ξεκίνημα της δουλιάς.

Η μισθοδοσία των συντακτών του "Ρ" δεν ήταν, βέβαια, από τις καλύτερες στον κλάδο. Μέτρια και μετρημένη, όπως και των άλλων κομματικών στελεχών. Ωστόσο, όχι μόνο δεν υπήρχε μεμψιμοιρία και γκρίνια, παρά περίσσευε ο ενθουσιασμός στη δουλιά, η άμιλλα και το πραγματικό ενδιαφέρον. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήμασταν νέοι (και μερικοί πολύ νέοι), και η εποχή μας παρορμούσε σε ανάταση, μα και γιατί ζούσαμε και δουλεύαμε σαν μια σφιχτά δεμένη κι αφοσιωμένη κολεχτίβα, που τις ιδιαίτερες ανάγκες της τις πρόσεχε η συντακτική επιτροπή και η διαχείριση, όπως, π.χ., του νυχτερινού συνεργείου της εφημερίδας που δούλευε ως τις 3 το πρωί. Για να μη δουλεύουν, λοιπόν, νηστικοί στην εξαντλητική αυτή νυχτερινή υπηρεσία, κανονίστηκε να εξασφαλίζεται σ' όλα τα μέλη του νυχτερινού συνεργείου ένα καλό προσφάγι. Ηταν μια πρωτοτυπία ευαισθησίας του "Ρ" για τους πιο αναγκεμένους δουλευτές του σ' εκείνες τις δύσκολες μέρες, που 'μεινε αποκλειστικότητά του, αν κι οι αστικές εφημερίδες είχαν ασύγκριτα περισσότερα οικονομικά και τεχνικά μέσα.

Αυτό το ζεστό περιβάλλον ενότητας, φιλίας κι ενθουσιασμού που δημιουργήθηκε στην εφημερίδα, ένας νέος συντάκτης που είχε ξεπεταχτεί από τον παράνομο Τύπο της Κατοχής - ο Τάκης Μιχαηλίδης - το είχε συμπυκνώσει στο νεανικό σύνθημα "η ζωή είναι ωραία"! Στην αρχή το σύνθημα αντίκρισε επικριτικά σχόλια, γιατί η ζωή δεν ήταν καθόλου ωραία, μα οι εξηγήσεις που έδωσε μας φάνηκαν πειστικές: Πως αξίζει ν' αγωνίζεσαι για να κάνεις τη ζωή ωραία! Κι έτσι το νεανικό σύνθημα έγινε πρόσταγμα αγώνα που αντηχούσε ζωηρά όσο κανένα άλλο στα γραφεία μας".

Το πρώτο, ιστορικό βήμα

Στις 15 Σεπτέμβρη 1919 η προμετωπίδα του "Ριζοσπάστη" έπαψε να γράφει "Εφημερίδα δημοκρατικών αρχών" κι έγραψε "Σοσιαλιστική εφημερίς". Δικαιολογώντας τη μεταβολή αυτή, ο "Ρ" εξηγούσε μ' ένα μεγάλο ερμηνευτικό σχόλιο, ότι ο αγώνας για την προεδρευομένη δημοκρατία είχε πια ξεπεραστεί και οι ραγδαίες, νέες εξελίξεις, επιβάλλανε νέους προσανατολισμούς.

Η αλλαγή, βέβαια, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Το Εθνικό Συμβούλιο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), του κατοπινά ΚΚΕ, που είχε συνέλθει το Μάη του 1919, εκτιμώντας θετικά τους αγώνες και τις διαθέσεις του "Ρ" υπέρ του σοσιαλιστικού κινήματος, είχε αποφασίσει να θέσει την εφημερίδα κάτω από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο του ΣΕΚΕ. Ουσιαστικά, με την απόφαση αυτή ξεκινούσε και τυπικά η 80χρονη ιστορία του "Ρ", στο πλάι του ΚΚΕ. Τυπικά, γιατί ο "Ρ", από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του ΣΕΚΕ, στάθηκε ουσιαστικά στο πλευρό του και υποστήριξε τις ιδέες και τα συνθήματά του.

Στις 2 Ιούνη 1920, πραγματοποιείται ένα ακόμα βήμα του "Ρ", προς την κομματικοποίησή του. Με απόφαση του 2ου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ (5 - 12 Απρίλη 1920) η ΚΕ αναλαμβάνει επίσημα τον έλεγχο της πολιτικής της εφημερίδας. Ετσι, κάτω από τον τίτλο του προστίθεται τώρα και η φράση: "Υπό τον πολιτικό έλεγχο της ΚΕ του ΣΕΚΕ". Αντιπρόσωπος του Κόμματος στο "Ρ" ορίστηκε οΓιάννης Κορδάτος,δικηγόρος και μέλος της ΚΕ.

Στις 31 Ιούλη 1920, τα γραφεία του "Ρ" δέχονται την επίθεση κυβερνητικών μπράβων, που ξεσπάνε το αντικομμουνιστικό τους μένος, με αφορμή τη δολοφονική απόπειρα ενάντια στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο από πράκτορες των μοναρχικών. Τα γραφεία καταστρέφονται εντελώς. Τίποτε δεν απομένει από το πλούσιο αρχείο και την επίπλωση της εφημερίδας. Ο "Ρ" υποχρεώνεται να διακόψει την έκδοσή του μέχρι τις 8 Αυγούστου.

Ενα χρόνο αργότερα, τον Ιούλη του 1921, ο "Ρ" τοποθετεί και από τις δύο πλευρές του τίτλου του το σφυροδρέπανο, πλαισιωμένο από δυο στάχια. Από την 1η Αυγούστου γίνεται "το επίσημο όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος της Ελλάδας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας". Ολοκληρώνεται έτσι η πορεία της μετατροπής του "Ρ" σε όργανο του Κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό, πως ο Γιάννης Πετσόπουλος,μέχρι τότε εκδότης και ιδιοκτήτης του "Ρ", στην επιστολή εκχώρησης της εφημερίδας στο Κόμμα έγραφε: "Δεν επετρέπετο ν' αποτελεί η εφημερίς ιδιωτική επιχείρηση".

Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα νέο, αποφασιστικής σημασίας στάδιο στην εξέλιξη του "Ρ". Απαλλαγμένη από την ιδιωτική της εξάρτηση, η εφημερίδα αποκτά συλλογικό όργανο διεύθυνσης, με υπεύθυνο συντάκτη της τον Αντώνη Δουμά.Ακολουθεί η δύσκολη περίοδος του 1921 και της Μικρασιατικής εκστρατείας. Ο "Ρ" αναπτύσσει άφοβα την αντιπολεμική του προπαγάνδα και, παράλληλα, προτάσσει με τόλμη τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, παρά την τρομοκρατία, που έχει εξαπολύσει ενάντιά του η μοναρχική κυβέρνηση. Μόνο μέσα στο 1921 οι υπεύθυνοι της εφημερίδας καταδικάστηκαν έξι φορές, σε πολύχρονες φυλακίσεις.

Επειτα από τον Αντώνη Δουμά και ως το 1930, υπεύθυνοι συντάκτες του "Ρ" υπήρξαν κατά χρονολογική σειρά, οι Παναγής Δημητράτος,Γ. Στράγγας,Τάκης Φίτσιος και Ορφέας Οικονομίδης.

Στο μέτωπο της ηλεκτρονικής πληροφόρησης

Το "Ιντερνετ", με την ευρεία διάδοση που είχε από το 1993 και μετά, άνοιξε μεταξύ άλλων ένα νέο κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στις εφημερίδες και μερίδα των αναγνωστών τους και πολλαπλασίασε τις πηγές άντλησης δεδομένων και πληροφοριών για τις πρώτες. Ο "Ρ", που εκείνη την περίοδο υλοποιούσε ένα σύστημα μηχανογράφησης, με σκοπό την απευθείας από τους συντάκτες ηλεκτρονική σύνταξη της ύλης του, δεν άργησε να κάνει το τολμηρό βήμα και στο νέο πεδίο δράσης. Βήμα, που τουλάχιστον με βάση τις εκφρασμένες εκτιμήσεις πολλών από τους επισκέπτες των σελίδων του "Ρ" στο "Ιντερνετ", στέφθηκε με επιτυχία.

Ετσι, από τον Αύγουστο του 1997 όλοι οι ελληνόφωνοι, εντός και εκτός Ελλάδας, μπορούν να διαβάσουν το "Ριζοσπάστη" από τα χαράματα, πριν ακόμα αναρτηθεί το φύλο της εφημερίδας στα περίπτερα της Αθήνας. Χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως από το εξωτερικό, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξαναδιαβάσει "Ριζοσπάστη", ή είχαν διακόψει για αντικειμενικούς ή μη λόγους την τακτική ανάγνωσή του, απέκτησαν επαφή με την εφημερίδα και τον πολιτικό λόγο του ΚΚΕ. Μερικοί απ' αυτούς έγιναν τακτικοί αναγνώστες της ηλεκτρονικής έκδοσης. Αλλοι ανατρέχουν στις σελίδες του περιστασιακά, όταν η δίψα για πληροφόρηση από τη σκοπιά του λαϊκού κινήματος υπερνικά τον ορυμαγδό της παραπληροφόρησης και της αντιδραστικής προπαγάνδας των καναλιών των βιομηχάνων και εφοπλιστών.

Εκτός από την αμεσότητα της πληροφόρησης και τον εύχρηστο τρόπο παρουσίασης της ύλης του, οι σελίδες Web του "Ρ" προσφέρουν και δυνατότητες που δεν είναι διαθέσιμες αλλιώς. Οπως η λειτουργία αρχείου που επιτρέπει την αναζήτηση κειμένων με βάση την ημερομηνία, τη σελίδα ή ακόμα και λέξεις που εμφανίζονται μέσα στο κείμενο. Οι δυνατότητες αυτές επιτρέπουν την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών σελίδων του "Ρ" από επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ερευνητές των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, καθώς φυσικά και από κάθε άνθρωπο που θυμάται ότι πριν από μερικούς μήνες διάβασε κάτι για το τάδε θέμα στο "Ρ", αλλά είτε δε γνωρίζει την ακριβή ημερομηνία και σελίδα, είτε δεν έχει το χρόνο να επισκεφτεί τα γραφεία της εφημερίδας και να διαβάσει το δημοσίευμα σε χαρτί.

Αυτή δεν είναι φυσικά η τελευταία λέξη του "Ριζοσπάστη" στην παρουσία του στο παγκόσμιο διαδίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο "Ρ" - στο βαθμό που συντρέχουν και οι απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις - θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή του μετώπου των επερχόμενων ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, έτσι ώστε η φωνή του Κόμματος της εργατικής τάξης να φτάνει σε περισσότερους ανθρώπους, πιο δυνατά, πιο πειστικά.

Η προϊστορία του "Ριζοσπάστη"

Ο "Ρ" πρωτοεκδόθηκε στις 23 Ιούλη 1917. Η έκδοσή του, ως καθημερινή εφημερίδα "δημοκρατικών αρχών" - όπως σημείωνε τότε στην προμετωπίδα του - συμπίπτει με τις κοσμοϊστορικές και θυελλώδεις εξελίξεις στη Ρωσία. Αυτές που προετοιμάσανε τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και τελικά τις "δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο". Αυτές, ακριβώς, οι εξελίξεις σημαδεύουν και τα πρώτα βήματα της εφημερίδας. Ο "Ρ" παρακολουθεί με συμπάθεια τα επαναστατικά αυτά γεγονότα και δημοσιεύει συχνά άρθρα, αφιερωμένα στις εξελίξεις που ξεδιπλώνονται στη Ρωσία, κατατοπίζοντας τους αναγνώστες του. Απ' αυτά ξεχωρίζουν τα άρθρα του Ν. Καστρινού και του Αρ. Σίδερη, που βλέπουν στην Οχτωβριανή Επανάσταση τον πυρσό, που θα φωτίσει με τη λάμψη του ολόκληρο τον κόσμο. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός, πως όταν οι ιμπεριαλιστές παρασύρουν και την Ελλάδα στην αντισοβιετική πολεμική εκστρατεία στην Ουκρανία (αρχές 1919), ο "Ρ" τάχθηκε ενάντια σ' αυτή, υπερασπίζοντας με την αρθρογραφία του την ακεραιότητα και το απαραβίαστο του νεαρού τότε Σοβιετικού κράτους των εργατών και των αγροτών.

Πριν από τον Ιούλη 1917, ο "Ρ" κυκλοφορούσε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, σαν δισεβδομαδιαία εφημερίδα. Ο τίτλος της εφημερίδας ανήκε στον Γ. Φιλάρετο, ο οποίος είχε εκδώσει το 1908, στην Αθήνα, δημοκρατική εφημερίδα, με τον τίτλο"Ριζοσπάστης", που κράτησε μέχρι τις 18 Μάρτη 1911. Από τον Γ. Φιλάρετο ζήτησε και πήρε τον τίτλο ο Γ. Πετσόπουλος, όταν αποφάσισε τη μεταφορά της εφημερίδας στην Αθήνα και την καθημερινή της έκδοση. Ο Φιλάρετος έδωσε την άδεια, όντας βέβαιος, όπως έγραψε στην επιστολή του προς τον Πετσόπουλο, πως η εφημερίδα θα εξακολουθούσε να εξυπηρετεί τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα εθνικά συμφέροντα.

Παράλληλα, όμως, εξέφραζε την ευχή να γράφεται ο "Ρ" στην καθαρεύουσα. Ο"Ρ", που δημοσίευσε την επιστολή αυτή του Φιλάρετου, έθεσε τότε με μια υποσημείωση στο τέλος της το ερώτημα: "Ερωτώμεν τον σεβαστόν φίλον και πατέρα της εν Ελλάδι δημοκρατικής κινήσεως: Δεν είναι επίσης δημοκρατικόν, άμα αγωνίζεται κανείς διά τον λαόν, να ζητεί και την επικράτησιν της δημοτικής γλώσσης;".

Ετσι, στις 23 Ιούλη 1917, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο "Ρ", "καθημερινός, πρωινός, τετρασέλιδος και πεντάλεπτος", όπως είχε προαναγγείλει από τις άλλες, αθηναϊκές εφημερίδες, λίγες μέρες νωρίτερα, με διευθυντή τον Γ. Πετσόπουλο και αρχισυντάκτη το Ν. Γιαννιό. Ανάμεσα στους πρώτους συνεργάτες του, γνωστοί δημοκράτες αγωνιστές της εποχής: Αριστοτέλης Σίδερης, Ν. Καστρινός, Κ. Σπανούδης, Μάρκος Αυγέρης, Ν. Ποριώτης, Γερ. Σπαταλάς, κ.ά. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του "Ρ" εκείνης της εποχής και αυτό που τον ξεχωρίζει από τις άλλες εφημερίδες είναι ότι από την αρχή της έκδοσής του καθιερώνει ειδικές στήλες για την παρακολούθηση της εργατικής κίνησης και δημοσιεύει καθημερινά εργατικές ειδήσεις. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε και το πρώτο βήμα προσέγγισης του "Ρ" στην εργατική τάξη και το κίνημά της. Ακολούθησαν και άλλα, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς ιδρύεται η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας και λίγο μετά το ΣΕΚΕ.

Πάντα στο πλάι του Κόμματος

Αριθμός φύλλου 7.245.Αυτός είναι ο αριθμός του σημερινού φύλλου του "Ρ". Εφτά χιλιάδες διακόσια σαράντα πέντε φύλλα, από την πρώτη μέρα της νόμιμης επανέκδοσής του, το Σεπτέμβρη του 1974. Είκοσι τέσσερα και κάτι χρόνια, από τα ογδόντα της συνολικής αγωνιστικής και αταλάντευτης πορείας του.

Οι βασικοί στόχοι είναι και παραμένουν πάντα οι ίδιοι και απαράλλαχτοι. Η υπεράσπιση και προβολή των συμφερόντων της εργατικής τάξης και όλου του λαού. Η υπεράσπιση και προβολή της πολιτικής και της ιδεολογίας του ΚΚΕ. Οι συνθήκες, φυσικά αλλάζουν. Νέα, σύνθετα και πολύπλοκα καθήκοντα και απαιτήσεις μπαίνουν μπροστά στην εφημερίδα του Κόμματος. Η επιχείρηση χειραγώγησης των λαϊκών συνειδήσεων, μέσω των αστικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης - κυρίως των ηλεκτρονικών - παίρνει νέες ποιοτικά διαστάσεις. Η ανάγκη της ουσιαστικής ενημέρωσης γίνεται ολοένα και περισσότερο επιτακτική.

Ο "Ριζοσπάστης" συνέχισε και συνεχίζει να δίνει τη μάχη. Αντιπαλεύοντας τις πολύμορφες δυσκολίες και τα εμπόδια. Εχοντας πάντα, ως αναντικατάστατο στήριγμα και "βοηθούς" του, τις οργανώσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ, την αγάπη των κομμουνιστών, των αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή κάθε κοινωνικού, πολιτικού και ιδεολογικού αγώνα. Αντιπαλεύει τις ελλείψεις, τις αδυναμίες και τα λάθη του. Πασχίζει να γίνεται καθημερινά καλύτερος, πληρέστερος, περισσότερο ζωντανός και μαχητικός, αντάξιος των καλύτερων στιγμών της μεγάλης του ιστορίας και ηρωικής παράδοσης.

Αναμφίβολα, πάντως, αποτελεί την "άλλη φωνή" στο χώρο της έντυπης ενημέρωσης. Και το αποδείχνει αυτό καθημερινά, καθώς είναι η μόνη εφημερίδα, που παλεύει ασυμβίβαστα για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Είναι η μόνη εφημερίδα, που αντιπαλεύει αταλάντευτα το εκμεταλλευτικό κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Είναι η μόνη εφημερίδα, που καθοδηγείται από την κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού, του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Αυτά είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα του "Ρ", οι μεγάλες του και μόνιμες "αποκλειστικότητες". Και τα διαθέτει, ακριβώς γιατί είναι η εφημερίδα του ΚΚΕ, το όργανο της ΚΕ του Κόμματος.

Τιμή και δόξα

Πολυάριθμες οι θυσίες του "Ρ" και των ανθρώπων του, στους πολύχρονους αγώνες τους, για τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα, πρώτα και κύρια, για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τιμώντας όλους όσοι πάλεψαν από τα χαρακώματα της εφημερίδας του ΚΚΕ και μάτωσαν σ' αυτά, είτε στο γράψιμό της, είτε στην εκτύπωση και την κυκλοφορία της, στεκόμαστε ιδιαίτερα σε ορισμένους, που θυσίασαν ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.

Ανάμεσά τους βρίσκονται πέντε υπεύθυνοι συντάκτες και αρχισυντάκτες του "Ρ". Ο Τάκης Φίτσιος,που εκτελέστηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στη Χαλκίδα, τον Απρίλη του 1949. Ο Γιώργης Στράγγας,που έπεσε με το πολυβόλο στο χέρι, το Δεκέμβρη του 1944, στην Αθήνα, πολεμώντας τους Αγγλους ιμπεριαλιστές. Οι Πάνος Κορνάρος και Αριστοτέλης Τσουρτσούλης,που εκτελέστηκαν από τους χιτλεροφασίστες στη διάρκεια της κατοχής. Ο Μήτσος Καραντώνης,που εκτελέστηκε στον εμφύλιο πόλεμο.

Μακρύς και ο αντίστοιχος πίνακας των συντακτών του "Ρ". Ο Μήτσος Μαρουκάκης,που τον σκότωσαν στην Ασφάλεια, πετώντας τον από το παράθυρο, στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας. Οι Γιώργης Τσιτήλος,Γιώργης Βρετάκος,Κώστας Χατζήμαλης,Παράσχος Μαρμαρέλης,Σπυριδάκης,Βασιλειάδης εκτελέστηκαν ή πέθαναν από βασανιστήρια στη διάρκεια της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Οι Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης), Κώστας Βιδάλης και Γ. Πουλίδης σκοτώθηκαν από φασιστικά βόλια μετά τη Βάρκιζα. Ο Αδάμ Μουζενίδης έπεσε στον εμφύλιο πόλεμο και ο Αντώνης Παπαγγέλου πέθανε στη φυλακή της Αμφισσας.

Τιμή και δόξα σε όλους αυτούς τους ήρωες και μάρτυρες, που αφιέρωσαν τη ζωή τους και θεμελίωσαν με το αίμα τους το "Ριζοσπάστη" ως μια από τις ισχυρότερες επάλξεις του ΚΚΕ, στην πάλη του για μια σοσιαλιστική Ελλάδα.

Ας "κοιμούνται" ήσυχοι. Ας είναι σίγουροι ότι η θυσία τους καθόλου δεν πήγε χαμένη. Αποτελεί και θα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα και αστείρευτη πηγή έμπνευσης, για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές των συντακτών του "Ρ", της εφημερίδας του ηρωικού και τιμημένου Κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης, του ΚΚΕ.

Ογδόντα χρόνια έκλεισε τον καιρό αυτό το ΚΚΕ. Ογδόντα χρόνια και ο "Ριζοσπάστης", η εφημερίδα του Κόμματος, το όργανο της Κεντρικής του Επιτροπής. Αξεχώριστες πάντα οι πορείες τους. Στη νομιμότητα και στην παρανομία, στις ηρωικές εποχές της ανάτασης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αλλά και στις μεγάλες δυσκολίες, στους κατατρεγμούς και στις διώξεις, στα μπουντρούμια και στα ξερονήσια. Πάντα παρών το ΚΚΕ. Πάντα παρών και ο "Ριζοσπάστης". Πάντα ασυμβίβαστος και μαχητικός. Πάντα στο πλευρό των εργαζομένων και του λαού. Ογδόντα χρόνια αγωνιστικής παρουσίας στα μέτωπα της ενημέρωσης, της ιδεολογικής, πολιτικής και ταξικής πάλης.

"Μας ενθυμίζει νίκες μας

Αγώνες και καταδρομές

Κι ανάβει μες τα στήθια μας

Λαμπρές ελπίδες φλογερές"

Με τους στίχους αυτούς ξεκινούσε ο πρόλογος του επετειακού Λευκώματος του "Ριζοσπάστη", το 1978, με την ευκαιρία των 60 χρόνων ζωής της εφημερίδας του Κόμματος. Κι αμέσως από κάτω σημειωνόταν:

"Αυτοί οι στίχοι, παρμένοι από ένα πολύ παλιό επαναστατικό τραγούδι, δίνουν, συμπυκνωμένη, θα μπορούσε να πει κανείς, όλη την εξηντάχρονη αγωνιστική σταδιοδρομία του "Ριζοσπάστη". Γιατί, καμιά ελληνική εφημερίδα δεν έχει να παρουσιάσει μια τόσο ηρωική και πλούσια ιστορία σε ανειρήνευτους αδιάκοπους αγώνες για τα δίκαια και τις ελευθερίες του λαού και, κατά πρώτο λόγο, για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης της χώρας μας, όσο ο "Ριζοσπάστης"".

Από τότε πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια. Πολύ νερό έτρεξε στ' αυλάκι. Πολλές εξελίξεις και γεγονότα μεσολάβησαν. Αλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο σοβαρές. Σε τίποτε, όμως, δεν έχει αλλάξει η προαναφερόμενη εκτίμηση. Ο "Ρ" συνέχισε και συνεχίζει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της πάλης, για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων, για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο. Συνέχισε και συνεχίζει αταλάντευτος την υπεράσπιση και προβολή των κομμουνιστικών ιδανικών και αξιών, την προβολή του οράματος μιας άλλης Ελλάδας, αντάξιας της ιστορίας και του λαού της, μιας Ελλάδας της δουλιάς και της προκοπής, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου απ' άνθρωπο. Συνέχισε και συνεχίζει ακούραστα να αντιμάχεται τον ιμπεριαλισμό, τις "παλιές" και "νέες τάξεις πραγμάτων" του, να προβάλλει την ανάγκη της οικοδόμησης ενός κόσμου της ειρήνης, της φιλίας και της ισότιμης συνεργασίας των λαών και των χωρών.

Και, όμως, κυκλοφορήσαμε

Παρασκευή 21 Οκτώβρη 1994, ώρα 7.30 το απόγευμα. Μια ξαφνική νεροποντή και τα ορμητικά νερά του ρέματος Ποδονίφτη παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους. Σπίτια και μαγαζιά της Νέας Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας πλημμυρίζουν, ενώ δεκάδες αυτοκίνητα και άλλα αντικείμενα καταστρέφονται και παρασέρνονται εκατοντάδες μέτρα μακριά.

Το κτίριο της έδρας της ΚΕ του Κόμματος στο Περισσό πλημμυρίζει από νερά και λάσπες, ύψους 7 μέτρων. Μαζί και τα τυπογραφεία του "Ρ". Το ηλεκτρικό ρεύμα κόβεται. Οι μηχανές σταματούν και θάβονται μέσα στα ορμητικά νερά.

Πέρασε λίγη ώρα, για να διαπιστωθεί, ότι κανένας δεν είχε χαθεί, μέσα στον ορυμαγδό των νερών και της λάσπης και να συνειδητοποιηθεί η έκταση της καταστροφής. Και, αμέσως μετά, κυριάρχησε το ερώτημα: Δε θα κυκλοφορήσει ο "Ρ" αύριο; Αδύνατο. Ακόμη περισσότερο, γιατί την Κυριακή, ήταν ο δεύτερος γύρος των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών.

Κι άρχισε μια εναγώνια και σκληρή προσπάθεια, για να υπάρχει την άλλη μέρα ο "Ρ" στα περίπτερα. Και ήταν εκεί, παρών. Και το Σάββατο και την Κυριακή.

"Κυκλοφορούμε, λοιπόν, σημείωνε το Σάββατο 22 Οκτώβρη ο "Ρ", στην πρώτη του σελίδα. Σήμερα, γιατί αύριο δε γνωρίζουμε ακόμα αν θα μπορέσουμε να φτάσουμε μέχρι το τυπογραφείο. Η καταστροφή είναι τεράστια. Θα επιμείνουμε όμως. Το έχουμε χρεωθεί. Από το Κόμμα, από την εργατική τάξη. Να συνεχίσουμε στην πρώτη γραμμή. Με όποιες συνθήκες...".

Μια πρωτοποριακή προσφορά

Από τα τέλη Σεπτέμβρη 1995, οι τυφλοί και γενικότερα οι άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα όρασης, αποκτούσαν τη δυνατότητα μιας νέας, καθημερινής πηγής ενημέρωσης, το "Ρ". Η μέχρι τότε απρόσιτη για τους τυφλούς "ανάγνωση" μιας καθημερινής εφημερίδας, γινόταν κατορθωτή, χάρη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μέσω της αίσθησης της ακοής. Η ύλη της εφημερίδας μπορούσε να "αναγνωσθεί" σελίδα σελίδα, όπως τη διαβάζουν και οι άνθρωποι που έχουν την όρασή τους.

Ο "Ρ" είχε ξεκινήσει την πρωτοποριακή αυτή προσπάθεια από τα τέλη του 1992, αλλά μέχρι το 1995 είχε γίνει δυνατό μόνο για το κυριακάτικο φύλλο. Από το Σεπτέμβρη του 1995 η δυνατότητα αυτή έγινε κατορθωτή και για το καθημερινό, καθώς ολοκληρώθηκε τότε η μηχανοργάνωση της σύνταξης του "Ρ". Οι άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα όρασης μπορούσαν να προμηθευτούν τον καθημερινό "Ρ" σε δισκέτα και διαθέτοντας την απαραίτητη υποδομή και εκπαίδευση στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, να "διαβάζουν" καθημερινά την εφημερίδα. Δυνατότητα που έγινε περισσότερο προσιτή και εύκολη από τη στιγμή που ο "Ρ" βρέθηκε στο διαδίκτυο του "Ιντερνετ". Στην ηλεκτρονική σελίδα, μάλιστα, του "Ρ" υπάρχει η ένδειξη "μόνο κείμενο", που έχει προβλεφτεί κυρίως για το σκοπό αυτό.

Το χρέος μας...

"... Περιμαζεύουμε από τους νεκρούς μας ό,τι καλύτερο και αξιότερο είχαν, ό,τι καθένας μας τιμά στους άλλους και ποθεί για τον εαυτό του. Και το αποταμιεύουμε στο κοινό θησαυροφυλάκιο όλων των ανθρώπων, γιατί σε όλους ανήκει και στον καθένα και όλους μαζί μας κάνει πνευματικά και ηθικά πλουσιότερους, δυνατότερους, αξιότερους για τον αγώνα της ζωής και της προόδου.

... Και δε μας άφησε μικρή τέτοια κληρονομιά ο Κώστας Βιδάλης. Αν από τη σημερινή θύμησή του από τους στοχασμούς, που μας γέννησε της προσωπικότητάς του και της ζωής του η ανασκόπηση, φτάσαμε σε μια καθαρότερη ενατένιση του δικού μας καθήκοντος, θα μπορούσαμε να πούμε μέσα μας πως πέρα απ' τα λόγια κάναμε όλοι μαζί μιαν άξια πράξη. Και για τούτο ας σκύψουμε στη θύμησή του με στοργική ευχαριστία.

... Μας είναι χρήσιμες τέτοιες πράξεις. Ο αγώνας μας, ο αγώνας της προοδευτικής ανθρωπότητας συνεχίζεται. Ο καθένας στη θέση του έχει ένα χρέος να εκπληρώσει. Των αγωνιστών, που πέφτουν το σάβανο καλότυχοι αν ξέρουμε να το κάνουμε σπάργανο νιογέννητης ζωής...".

(Από το λόγο του Νίκου Καρβούνη,στο πολιτικό μνημόσυνο του Κ. Βιδάλη, το Σεπτέμβρη του 1946).

Η απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου

Απόφαση Εθνικού Συμβουλίου

"Το Α Εθνικόν Συμβούλιον λαβόν υπ' όψιν:

1. Τους αγώνας και τας διαθέσεις του "Ριζοσπάστη", οι οποίοι ωφέλησαν το σοσιαλιστικον κίνημα.

2. Οτι το παρελθόν του διευθυντού αυτού, όσον αντίθετον του σοσιαλισμού και αν ήτο, ουδέποτε όμως ήτο τοιούτον εκ κακής πίστεως.

3. Οτι η μεθοδική εξέλιξις των αντιλήψεων του διευθυντού του "Ριζοσπάστη" είναι μία ένδειξις της εντιμότητος των διαθέσεών του υπέρ του σοσιαλισμού.

4. Λαβόν προσέτι υπ' όψιν τη δήλωσίν του ότι δέχεται τον πολιτικόν και οικονομικόν έλεγχον του κόμματος.

Αποφαίνεται

α. Εντέλλεται το τμήμα Αθηνών να φροντίσει διά την εγγραφήν του Γ. Πετσόπουλου ως μέλος του κόμματος.

β. Οσον αφορά την εφημερίδα "Ριζοσπάστης" θα είναι υποχρεωμένη να συμμορφούται προς τα άρθρα 45 και 46 του καταστατικού του κόμματος, καθώς επίσης και με τους όρους του ειδικού επί του προκειμένου ψηφίσματος του συμβουλίου, μέχρις ότου το συνέδριον καθορίση τελεσιδίκως την θέσιν του "Ριζοσπάστη" ως προς το κόμμα".

"...Μας χρειάζεται κατά πρώτο λόγο μια εφημερίδα. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να διεξάγεται συστηματική, βασισμένη σε αρχές και ολόπλευρη προπαγάνδα και ζύμωση, πράγμα που αποτελεί μόνιμο και κύριο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας γενικά και ένα εξαιρετικά επιτακτικό καθήκον της σημερινής στιγμής, τώρα που μέσα στα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα ζητήματα του σοσιαλισμού... ...Ο ρόλος όμως της εφημερίδας δεν περιορίζεται μόνο στη διάδοση ιδεών, μόνο στην πολιτική διαπαιδαγώγηση και την προσέλκυση πολιτικών συμμάχων. Η εφημερίδα δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής. Σαν συλλογικός οργανωτής η εφημερίδα μπορεί να παραβληθεί με τις σκαλωσιές που φτιάχνονται γύρω από ένα χτίριο που χτίζεται και χαράζουν το περίγραμμα της οικοδομής, διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους οικοδόμους, τους βοηθούν να κατανέμουν τη δουλιά και να έχουν την εποπτεία των κοινών αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν με την οργανωμένη δουλιά...".

(Λένιν, "Από πού ν' αρχίσουμε", τ. 5, σελ. 9, 11)

Το απόσπασμα αυτό γράφτηκε το Μάη του 1901. Εναν περίπου αιώνα μετά και παρά τις πολλές και διάφορες εξελίξεις, διατηρεί αναλλοίωτη τη σημασία και την επικαιρότητά του.

"Η εφημερίδα χωρίς κατεύθυνση είναι ένα πράγμα παράλογο, ανόητο, επονείδιστο και βλαβερό"

(Απαντα Λένιν, τ. 20ός, σελ. 77)



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ