Πολλοί οι μεγάλοι διανοητές και πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας μας, που λάμπρυναν με τις συνεργασίες τους τις σελίδες του "Ρ", στα 80 χρόνια της μέχρι σήμερα πορείας του. Ο Κώστας Βάρναλης,ο Δημήτρης Γληνός,ο Μάρκος Αυγέρης,ο Γιάννης Ρίτσος,ο Γιάννης και η Ρόζα Ιμβριώτη,ο Νίκος Καρβούνης,η Ελλη Αλεξίου,ο Νίκος και η Γαλάτεια Καζαντζάκη είναι ορισμένοι απ' αυτούς.
Απροσμέτρητη η προσφορά τους στην εφημερίδα του Κόμματος. Οπως και τα πολλά, καθημερινά περιστατικά, που σημάδεψαν αυτή τη συνεργασία. Απ' όλ' αυτά δημοσιεύουμε δύο. Ενα με τον Κ. Βάρναλη κι ένα με τον Γ. Ρίτσο.
Το πρώτο αφηγήθηκε ο Μιχάλης Μ. Παπαϊωάννου,στενός φίλος του Βάρναλη και μελετητής του έργου του, σε μια εκδήλωση (1993) της ΕΣΗΕΑ, της ΕΕΛ και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, και είναι σχετικά με το μήνυμα των "Μοιραίων":
"...Το 1922, διευθυντής του "Ριζοσπάστη" ήταν ο αείμνηστος Γιάννης Κορδάτος. Του ζήτησε του ποιητή συνεργασία, και του έδωσε τους "Μοιραίους". Δεν του άρεσε του Κορδάτου η "θέση" του ποιήματος και το έστειλε στη "Νεολαία", το περιοδικό της κομμουνιστικής οργάνωσης νέων. Το αναδημοσίευσε "Ο Νουμάς", το δημοσιογραφικό όργανο του μαχόμενου δημοτικισμού. Ετσι έγινε το δημοφιλέστερο νεοελληνικό ποίημα.
Η προκατάληψη όμως δεν έπαψε να το συνοδεύει και τον Αύγουστο του 1951. Ενας αναγνώστης από την επαρχία τού έγραψε του Βάρναλη μαζί με άλλα:
"Θα ήθελα ακόμα να 'λεγα για τους "Μοιραίους" σου, πως είναι μοιραίο να μην είναι πια μοιραίοι. Χρειάζονται πια μια αναθεώρηση. Ξεπεραστήκανε πια...". Και πρόσθετε: "Τώρα ξέρουνε πολύ καλά ποιος φταίει. Πολλοί απ' αυτούς τα παίξαν ούλα, χάσανε και τώρα αναπαύονται για πάντα. Να 'χω άραγε δίκιο;".
Ο Βάρναλης του απάντησε: "Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ήταν στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και ξύπνησε συνειδήσεις. Το ποίημα χτυπάει εκείνη τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να δει την αιτία της δυστυχίας της και αυτοεγκαταλείπεται (...). Γεγονός είναι ότι υπήρχανε, υπάρχουν και θα υπάρχουνε μοιραίοι, όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα και θα καλλιεργεί την ομαδική "εκ των άνω" τύφλωση του έθνους"".
"Η συνεργασία με το "Ριζοσπάστη" εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από το '32, το '33, το '34, ήταν πάντα συντροφική, πάντα θετική. Πολλά από τα ποιήματά μου δημοσιεύτηκαν πρώτα σ' αυτόν. Οπως το "Γράμματα από το μέτωπο" και τα "Γράμματα για το μέτωπο". Και, μάλιστα, οι σύντροφοι τότε, επειδή δεν είχα βγάλει ακόμη βιβλίο, τα έκοβαν, τα αποστήθιζαν και τα διάβαζαν σε διάφορες συγκεντρώσεις που έκαναν. Κι εγώ ένιωσα την πρώτη βαθιά συγκίνηση της επαφής μου με τον κόσμο, με το "Ριζοσπάστη".
Οσο για τα χέρια, αυτό ήταν αλήθεια. Αγαπούσα πάρα πολύ την εργατική τάξη, γιατί πίστευα πως είναι η βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και ήθελα πάρα πολύ να είμαι εργάτης. Εγώ, δυστυχώς, καταγόμουνα από μια οικογένεια μεγάλων γαιοκτημόνων, και είχα ένα συναίσθημα ενοχής που δεν ήταν και μένα η καταγωγή μου τόσο απλή, τόσο αγνή, τόσο γνήσια...
Αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι κάποτε, κρατώντας όχι μονάχα τον κασμά, όχι μονάχα τα σίδερα, μα και μια πένα, μπορείς να κάνεις τη δουλιά ενός αληθινού εργάτη. Και μάλιστα μια δουλιά τόσο υπεύθυνη, που να αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη ολόκληρη - όχι με τη στενή έννοια, αλλά με την έννοια του κάθε εργαζόμενου ανθρώπου. Αλλος γράφει, άλλος διαβάζει, άλλος παίζει πιάνο, άλλος βιολί, άλλος ζωγραφίζει...
Συχνά κατηγορούν τους καλλιτέχνες ότι δεν απευθύνονται στον εργάτη. Οχι! Απευθύνονται στον εργάτη. Απευθύνονται σε όλους, αν είναι πραγματικοί καλλιτέχνες. Κι ακόμα, κάτι περισσότερο. Απευθύνονται στον άνθρωπο όλων των εποχών. Και στους ανθρώπους εκείνους που δεν υπάρχουν πια θα μπορούσαν ν' απευθύνονται. Δηλαδή και στο παρελθόν, γιατί αντλούν απ' αυτό. Μη λέμε, λοιπόν, "να δεν έχουν την απλότητα εκείνη την απαραίτητη". Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην απλότητα και την απλοϊκότητα. Δε θα πει ότι είναι προοδευτικός καλλιτέχνης εκείνος που παίρνει τα συνθήματα του Κόμματός μας και βάζει ρίμες ή φτιάνει ελεύθερο στίχο. Αυτό είναι ένα βασικό λάθος, που πολλές φορές μας εμποδίζει να προσεγγίσουμε ορισμένες ανθρώπινες αξίες...
...Γιατί έμεινα; Θα μπορούσε κανένας από τη στιγμή που ονειρεύτηκε έναν κόσμο καλύτερο κι απ' τη στιγμή που δούλεψε γι' αυτόν τον κόσμο, με όσες δυνάμεις είχε - μικρές, μεγάλες ή μέτριες - θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει; Θα ήταν σαν να εγκατέλειπε τον καλύτερό του εαυτό. Μπορούσε ποτέ, από φόβο ή από πόνο να σταματήσει; Εχουμε ανθρώπους, που κάποτε αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ανθρωποι είναι. Ανθρώπινο είναι. Ωστόσο έμειναν πιστοί. Κι αγάλλονται όταν θυμούνται ότι κι αυτοί πρόσφεραν ένα τόσο δα χαλικάκι, σ' αυτό το οικοδόμημα που ετοιμάζουμε. Το να έφευγα από τον κομμουνισμό, ήταν σαν να έφευγα από την πατρίδα μου, σαν να έφευγα από τη ζωή, σαν να έφευγα απ' τον κόσμο. Σαν να μην ήμουνα τίποτε πια. Γιατί, αν εσείς λέτε ότι εσείς μου χρωστάτε κάτι, ότι σας έδωσα κάτι, ότι είμαι κι εγώ ένας από τους οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος (εάν και όποιος τέλος πάντων), εγώ σας χρωστώ πολύ περισσότερα. Τα δικά σας βιώματα, οι δικές σας εμπειρίες, η δική σας συντροφικότητα σε κρίσιμες στιγμές, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο, με στήριξαν...
...Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία. Το μεγαλύτερο βραβείο που δέχτηκα στη ζωή μου, ήταν η αγάπη σας. Η αγάπη του κόσμου".
(Από τη συνάντηση και συζήτηση, που είχε ο Γιάννης Ρίτσος, με τους συντάκτες του "Ρ").