Ο Στ. Θεοδωράκης, επιμένοντας να αναδεικνύει ζητήματα του «μείγματος» της αντιλαϊκής διαχείρισης, ανέφερε ότι τα μέτρα της κυβέρνησης μαζεύουν «χρήματα που τρώει ένα υπερδιογκωμένο, αναποτελεσματικό αλλά και καταπιεστικό για τους πολίτες κράτος», κάνοντας παράλληλα λόγο για «ανικανότητα» της κυβέρνησης, η οποία, όπως υποστήριξε, «είναι παροιμιώδης σε όλους τους τομείς».
Με πρεμούρα να διευκολυνθεί ακόμα περισσότερο το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας για επιχειρηματικούς ομίλους του κλάδου - κατεύθυνση που έτσι κι αλλιώς υπηρετεί το νομοσχέδιο της κυβέρνησης - κατήγγειλε το κυβερνητικό νομοθέτημα ως «ένα Ασφαλιστικό που αγνοεί την ιδιωτική ασφάλιση, αγνοεί δηλαδή την πραγματικότητα της Ευρώπης». Επιπλέον, αντιτάχθηκε στο κυβερνητικό σχέδιο κι από τη σκοπιά ότι «επιβαρύνει την εργασία και την επιχειρηματικότητα και ενισχύει τη φυγή ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό», εκφράζοντας έγνοιες τμημάτων του κεφαλαίου που πιέζουν για ακόμα μεγαλύτερα προνόμια από αυτά που ήδη τους παρέχει η κυβέρνηση.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο και προκειμένου να αναδείξει τη χρησιμότητα του κόμματός του για το σύστημα, προχώρησε σε συγκεκριμένη «αντιπρόταση» για το Ασφαλιστικό, γνωστή στο γενικό πλαίσιό της απ' όσα προωθούνται παντού στην ΕΕ, ως εξής: «Τρεις συντάξεις: Κύρια σύνταξη - καταβάλλεται από το κράτος (πρώτος πυλώνας). Επαγγελματική σύνταξη (δεύτερος πυλώνας, αντί επικουρικής) - χορηγείται από τα επαγγελματικά ταμεία τα οποία μπορεί να ιδρύει ο κάθε επαγγελματικός κλάδος (μηχανικοί, αγρότες, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, γιατροί). Τα ταμεία προικοδοτούνται από την περιουσία επικουρικών και εφάπαξ. Και ο τρίτος πυλώνας η προαιρετική συμπληρωματική σύνταξη. Ατομικές αποταμιεύσεις δηλαδή, με φορολογικά και άλλα κίνητρα. Καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές εταιρείες με δυνατότητα συνεργασίας με τα επαγγελματικά ταμεία».
Και κατέληξε στην κριτική του προς την κυβέρνηση λέγοντας ότι είναι «ένας ασπόνδυλος συνασπισμός εξουσίας. Με ισχυρές δόσεις λαϊκισμού - κομματοκρατίας - κρατισμού και εθνικισμού».