Η οικονομική ολιγαρχία και οι διάφοροι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί τους έχουν αναγάγει σε θεματοφύλακες της αξιοπιστίας των καπιταλιστικών επενδύσεων
Associated Press |
Η ύπαρξη και η λειτουργία των «οίκων αξιολόγησης» νομιμοποιείται από τις αποφάσεις και τις επιλογές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, χωρών, ιμπεριαλιστικών οργανισμών και συνασπισμών καπιταλιστικών κρατών |
Οι οίκοι για τους οποίους γίνεται λόγος, είναι οι διεθνώς αναγνωρισμένες αμερικανικές πολυεθνικές, οι οποίες χάρη στις αποφάσεις και στις επιλογές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, χωρών, διαφόρων ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), αλλά και συνασπισμών χωρών, όπως η ΕΕ, αλλά και σε σύνδεση με τα διεθνικά μονοπώλια και τις κυβερνήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, έχουν καταφέρει να κυριαρχήσουν στον τομέα της έκδοσης εκθέσεων και πορισμάτων για το επίπεδο της πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων και κρατών. Στην ουσία μιλάμε για κυριολεκτικούς νταβατζήδες, που με τη δράση τους και χάριν του κέρδους μπορούν να ανοιγοκλείνουν μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, να λεηλατούν τις λαϊκές αποταμιεύσεις, αλλά και να οδηγούν χώρες ολόκληρες σε πτώχευση.
Οι τρεις αυτές εταιρείες είναι:
Μαζί με αυτές υπάρχει και μία τέταρτη, η «Duft & Phelps», η οποία χάνει συνεχώς έδαφος.
Οι τρεις εταιρείες ελέγχουν το 95% της παγκόσμιας αγοράς παροχής πιστοποιητικών πιστοληπτικής ικανότητας. Αυτό συμβαίνει κύρια επειδή για τη διασφάλιση, δήθεν, των επενδυτών, για κάθε πράξη που αφορά στην αγοραπωλησία ομολόγων από ...θεσμικούς επενδυτές, όπως είναι τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες ή ασφαλιστικά ταμεία, απαιτείται να υπάρχει και το αντίστοιχο πιστοποιητικό, από οίκο αξιολόγησης. Με βάση στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύονται στον Τύπο, μόνο η «Μούντις» στο πελατολόγιό της φέρεται να έχει 170.000 επιχειρήσεις και 100 κράτη, πολλοί από τους οποίους εντελώς αναγκαστικά προσέφυγαν στις υπηρεσίες της. Με τον τρόπο όμως αυτό οι οίκοι στην ουσία όχι μόνο αξιολογούν, όχι μόνο αποκτούν ισχύ, αλλά στην πραγματικότητα τους παρέχεται η δύναμη να κατευθύνουν τις επενδυτικές επιλογές μεγάλων ομάδων επενδυτών.
Ορόσημο για την εξέλιξη του ρόλου που παίζουν οι «οίκοι αξιολόγησης» αποτελεί η συμφωνία «Βασιλεία ΙΙ», για το τραπεζικό σύστημα, που υπογράφτηκε το 2006. Σε μια προσπάθεια των μεγάλων πολυεθνικών τραπεζών να ορίσουν αυστηρότερους όρους για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, αποφασίστηκε η επιβολή νέων όρων και προϋποθέσεων για τις επενδύσεις που κάνουν οι τράπεζες, κύρια σε ό,τι αφορά στη λεγόμενη κεφαλαιακή τους επάρκεια. Πρόκειται για επιλογές που θα διευκόλυναν τις διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων τραπεζικών ιδρυμάτων και κύρια θα οδηγούσε στην απορρόφηση μικρότερων τραπεζών από τις μεγάλες.
Πάνω - κάτω, αντίστοιχος είναι ο ρόλος τους και όταν μιλάμε για το κρατικό χρέος και τα κρατικά ομόλογα διαφόρων κρατών. Για παράδειγμα, το Φλεβάρη του 2009 όταν οι «οίκοι αξιολόγησης» έδιναν υψηλή βαθμολογία στα ελληνικά ομόλογα, τα πενταετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου είχαν γίνει ανάρπαστα. Κι όχι μόνο αυτό. Τα διατηρούσαν σε υψηλά επίπεδα βαθμολογίας μέχρι και τα τέλη εκείνου του χρόνου, με αποτέλεσμα στη δευτερογενή αγορά να διακινούνται με τιμές 10-15% πάνω από την τιμή τους. Μετά τις καταγγελίες Παπανδρέου για τον «Τιτανικό» και άλλα παρόμοια, οι «οίκοι αξιολόγησης» βρήκαν ευκαιρία να «χτυπήσουν» τα ελληνικά ομόλογα, οδηγώντας μεν τις τιμές τους σε κατάρρευση, διευκολύνοντας όμως τους πελάτες τους να τα αγοράζουν πια σε πολύ χαμηλές τιμές, που στις μέρες μας είναι περί το 50% της τιμής τους.
Η πολύ πρόσφατη ιστορία των «οίκων αξιολόγησης» είναι συνδεδεμένη με απίστευτα σκάνδαλα δεκάδων δισεκατομμυρίων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είχαν αποτέλεσμα τις απώλειες αποταμιεύσεων για εκατομμύρια εργαζόμενους σε διάφορες χώρες. Η περίπτωση της κατάρρευσης της ενεργειακής «Enron» το 2002 είναι γνωστή. Πασίγνωστο είναι επίσης ότι μία μέρα πριν την οριστική πτώχευση της «Lehman Brothers», το 2008, που σηματοδότησε την επισημοποίηση της οικονομικής κρίσης, οι οίκοι πρότειναν στους πελάτες τους να αγοράζουν τις μετοχές της εταιρείας. Δεκάδες είναι οι περιπτώσεις προσφυγών κατά των «οίκων αξιολόγησης», οι οποίοι όμως, χάρη στη δύναμη που τους έχουν προσφέρει η οικονομική ολιγαρχία και οι διάφοροι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, μένουν στο απυρόβλητο.