Πάντως, το πρώτο ελληνικό κεφάλαιο που αποκτά βαρύνουσα οικονομική σημασία είναι οπωσδήποτε το ναυτιλιακό, για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως. Παραθέτω ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία: Το 1764, ο εμπορικός στόλος της πόλης του Μεσολογγίου αριθμούσε 75 πλοία, από τα οποία τα 57 είχαν μάλιστα ναυπηγηθεί σε ελληνικούς ταρσανάδες. Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα. Η ναυτιλία, λοιπόν, κλάδος κατ' εξοχήν βιομηχανικός (και που, εξάλλου, προϋποθέτει και την ανάπτυξη άλλων, βιομηχανικού χαρακτήρα κλάδων, όπως της ναυπηγικής), η οποία ευνοήθηκε από ένα πλέγμα διεθνών και εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών συγκυριών, αποτέλεσε το βασικό κύτταρο των ελληνικών αστικών δραστηριοτήτων.
Αυτή η δραστήρια αστική τάξη ασφυκτιά στο οθωμανικό οικονομικό - κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, διεκδικεί τη δημιουργία ενιαίας αγοράς και διατυπώνει την εθνική ιδέα και τα αιτήματα που απορρέουν από αυτήν. Σε αυτή της την προσπάθεια έχει φυσικό σύμμαχο τη μικρή και μεσαία αγροτιά, που πλήττεται βαρύτατα από την άγρια φορολογία των Οθωμανών. Ιδεολογικά, η αστική τάξη του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα αναζητά μια ιστορική συνέχεια που θα αποτελέσει τη βάση για τα εθνικά της αιτήματα. Αυτή τη βάση τη βρίσκει στην αρχαιότητα, εγκαταλείποντας την ιδέα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που, ωστόσο, παραμένει ζωντανή στη συνείδηση του κλήρου. Μια ενδιαφέρουσα μάλιστα πλευρά αυτού του ζητήματος είναι το ότι μερίδα του ανώτατου κλήρου έβλεπε πιθανή μια μετεξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ελληνική, χωρίς επανάσταση, αλλά με τη διάβρωσή της από το ελληνικό στοιχείο, που είχε ισχυρά ερείσματα στην οικονομία και τη διοίκηση.
Η κύρια όμως τάση ανάμεσα στους αστούς είναι η στροφή προς τη «δύση». Σε παλαιότερες εποχές, κατά την περίοδο της ακμής της Βενετίας, μια αντίστοιχη στροφή προς τη Δύση σήμαινε την ελπίδα ότι η Βενετία θα μπορούσε να αποτελέσει το «αντίπαλο δέος» για τους Οθωμανούς. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικά λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, στη διάρκεια των τουρκοβενετικών πολέμων, οι ελληνικοί πληθυσμοί στάθηκαν στο πλευρό των Βενετών εναντίον των Τούρκων.
Αργότερα, η ελπίδα για την απελευθέρωση του «Γένους» ανατέθηκε σε μια «ανατολική» δύναμη, με ειδική σχέση με το βυζαντινό κόσμο, του οποίου εξάλλου παρουσιάζεται και ως διάδοχος: τη Ρωσία. Γι' αυτή τη χώρα, θα πρέπει να παραθέσουμε μερικά συμπληρωματικά στοιχεία: η Ρωσία είναι η χώρα η οποία αξιοποιεί, σε πολιτικό επίπεδο, την «κληρονομιά» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και είναι η μόνη αξιόλογη δύναμη η οποία δε συναινεί στο δόγμα της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάνουμε εδώ ακόμη μία παρέκβαση: η παροχή εμπορικών προνομίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τις καπιταλιστικά αναπτυσσόμενες χώρες της Δύσης - ιδιαίτερα τη Γαλλία - οι γνωστές «διομολογήσεις - είναι βασικός παράγων ανάμεσα σε εκείνους που θα καθορίσουν τη στάση των ίδιων αυτών δυνάμεων απέναντί της, όταν ξεκινά η διαδικασία δημιουργίας εθνών-κρατών στα εδάφη της. Εν πολλοίς, οι δυνάμεις που είχαν τέτοιου είδους συμφέροντα στην αυτοκρατορία, δεν επιδίωκαν τη διάλυσή της. Ανάμεσα όμως σε αυτές δε συγκαταλέγεται η Ρωσία. Η στάση της, λοιπόν, έχει, μεταξύ άλλων, αποτέλεσμα και τη σύναψη δύο συμφωνιών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774, και τη Συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ το 1779. Με αυτές τις δύο συνθήκες, η Ρωσία αναλαμβάνει επισήμως την «προστασία» των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ιδιαιτέρως η πρώτη από αυτές αποτελεί έναν από τους παράγοντες εκείνους που οδήγησαν στη ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας κατά το τέλος του 18ου αιώνα, αφού επέτρεπε στα ελληνικά πλοία να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία.
Το 18ο αιώνα, πάντως, η ώριμη πια αστική τάξη ζητά, κατά βάση, την απελευθέρωση του έθνους με τις δικές του δυνάμεις. Αν στρέφεται για βοήθεια σε μια εξωτερική δύναμη, αυτή δεν είναι άλλη από τη Γαλλία του τέλους του αιώνα, μια Γαλλία που είναι εκείνη την εποχή, στα μάτια των λαών, η «μάνα της επανάστασης». Εξάλλου, σε μια κοσμοθεωρία που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία εδράζεται και το ιδεολογικό υπόβαθρο της ελληνικής επανάστασης: στο γαλλικό διαφωτισμό, ο οποίος ενσωματώνει στα κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα αιτήματα της ανερχόμενης αστικής τάξης το στοιχείο της συγκρότησης κράτους για εκείνους τους λαούς που τελούν υπό ξενική κυριαρχία και ολοκληρώνουν την εθνική τους διαμόρφωση.
Ο ελληνικός διαφωτισμός, από την άποψη αυτή, είναι ένα «δυτικό» ρεύμα. Ωστόσο, όπως ανέφερα και προηγουμένως, τίποτε δεν εμφυτεύεται σε ένα χώρο από τα πάνω. Στην ελληνική περίπτωση, ο διαφωτισμός βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη του ίσως έκφραση στο κήρυγμα του Ρήγα, ο οποίος τον αναπτύσσει, εισάγοντας ένα επιπλέον στοιχείο, χαρακτηριστικό για το βασικό χώρο δράσης της ελληνικής αστικής τάξης: πρόκειται για το στοιχείο της παμβαλκανικής εξέγερσης και της συγκρότησης μιας παμβαλκανικής ομοσπονδίας, στην οποία ωστόσο κυρίαρχη θέση θα είχε το ελληνικό έθνος. Αν και ασύνειδα, ο Ρήγας διατύπωσε τη μεγάλη αλήθεια του καιρού του: οι Ελληνες αστοί, καθώς αποτελούσαν ένα είδος «διαβαλκανικής αστικής τάξης», σύμφωνα με τη διατύπωση του καθηγητή Σβορώνου, ήταν και ο λαός εκείνος της χερσονήσου που θα μπορούσε να καθοδηγήσει μια τελεσφόρα εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι και άλλα βαλκανικά έθνη βρίσκονται σε διαδικασία διαμόρφωσης συνείδησης, όπως για παράδειγμα το σερβικό.
Αν το εθνικό στοιχείο ήταν το προφανές χαρακτηριστικό της συνείδησης της αστικής τάξης του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, στο βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η εθνική διαφοροποίηση δεν υφίσταται, ως έντονη τουλάχιστον αίσθηση ούτε μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα και την αποχώρηση της Βενετίας από το Ιόνιο. Εκείνο όμως που υφίσταται πολύ πιο έντονα είναι το - συνηθέστατα ακατέργαστο - μίσος του «πόπολου» για τους «αρχόντους». Το μίσος αυτό εκφράζεται πολύ πιο συνειδητά από την πλευρά των αστών (και όχι των χωρικών που ζουν, ως επί το πλείστον, σε άθλια κατάσταση και η πρόσβασή τους στην παιδεία είναι ανύπαρκτη). Οι αστοί, αντίθετα, έχουν το εμπόριο στα χέρια τους και αρκετές δυνατότητες να μορφωθούν και να έρθουν σε επαφή με τα λεγόμενα «γαλλικά γράμματα». Πριν από την άφιξη των δημοκρατικών Γάλλων στα Ιόνια και τη θριαμβική τους υποδοχή από τους κατοίκους τους, υπάρχουν αρχειακά κείμενα που πιστοποιούν την ύπαρξη μιας ορισμένης συνωμοτικής δραστηριότητας των αστών, ιδιαίτερα στη Ζάκυνθο, που είχε αρκετά ανησυχήσει τις βενετικές αρχές, καθώς τη συνεδύασαν με την άφιξη στα νησιά του νέου προξένου της - επαναστατικής - Γαλλίας Σαν Σοβέρ. Ούτως ή άλλως, πάντως, τα Ιόνια Νησιά ακολούθησαν διαφορετικές ιστορικές περιπέτειες μέχρι την οριστική τους ένταξη στο ελληνικό κράτος, το 1864 και οι αλλεπάλληλες κατοχές τους από «δυτικές» κυρίως δυνάμεις (πέρα από το σύντομο διάλειμμα της Ιονίου Πολιτείας του 1801, που τελούσε υπό ρωσική και οθωμανική «προστασία») αποτύπωσαν στην πολιτισμική φυσιογνωμία του χώρου (μαζί με τη μακραίωνη βενετική κυριαρχία) πολλές συμπεριφορές γραφικές και ακατανόητες για τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο (αλλά αναμφισβήτητα χαριτωμένες).