Πέμπτη 26 Οχτώβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το επίπεδο της συνείδησης και του πολιτισμού

Το ελληνικό έθνος μεγάλωσε «ανάμεσα στην Πόλη και τη Βενετιά». Η ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, στις οποίες αναλυτικά αναφέρθηκα, υπήρξε ο πρώτος όρος της συγκρότησής του. Ομως, το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, αρχίζει και η συνειδητή διαφοροποίηση των ελληνικών πληθυσμών από τις διοικήσεις στις οποίες υπάγονται. Βασικό στοιχείο της διαφοροποίησης αυτής είναι η θρησκεία ή το δόγμα: στον οθωμανοκρατούμενο χώρο, οι ορθόδοξοι υπάγονται στην εξουσία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, κάτι που ταυτόχρονα τους ενιαιοποιεί αλλά και τους ξεχωρίζει από το μουσουλμανικό περίγυρο. Στις βενετοκρατούμενες χώρες, το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι και πάλι το ορθόδοξο δόγμα, σε σχέση με το καθολικό της διοίκησης και των αρχόντων. Μόνο που εδώ, η μάλλον ήπια πολιτική της Βενετίας σε θρησκευτικά ζητήματα οδήγησε και σε απροσδόκητα αποτελέσματα: πολλές ευγενείς βενετικές οικογένειες προσχωρούν στην Ορθοδοξία. Αρκεί να αναφέρουμε ανάμεσά τους τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες.

Η γλώσσα είναι άλλο ένα, πολύ ισχυρό, ενοποιητικό στοιχείο των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. Παρά τις ισχυρές επιβιώσεις άλλων γλωσσών (όπως, για παράδειγμα, τα αρβανίτικα, πολύ ζωντανά και στον αιώνα μας, τα βλάχικα, ή οι σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας), η παλαιότητα και το ειδικό πολιτισμικό βάρος της ελληνικής γλώσσας την κατέστησαν «Linguafranca» της περιοχής. Ιδιάζουσα σημασία έχει το γεγονός ότι η λαϊκή ελληνική γλώσσα αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε πλουσιότερα και φυσιολογικότερα στις βενετοκρατούμενες χώρες: Οχι γιατί - όπως κακώς συνηθίζουμε να λέμε - υπήρχε πλουσιότερη παιδεία (κάτι τέτοιο δεν πιστοποιείται από καμία πηγή) αλλά γιατί γλώσσα της διοίκησης ήταν τα ιταλικά και εμποδίστηκε, με αυτό τον τρόπο, η διγλωσσία που ταλάνισε τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, με την προσκόλληση των εκκλησιαστικών κυρίως κύκλων σε παλιότερες γλωσσικές μορφές.

Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αφαιρέσει, από το βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, το γεγονός ότι, ιδιαίτερα (ίσως και μόνο) η Κρήτη από το σύνολο των εδαφών που συναπετέλεσαν αργότερα το ελληνικό κράτος γνώρισε Αναγέννηση. Αυτή η Αναγέννηση δεν αποτελούσε μόνο αντανάκλαση των αντίστοιχων διαδικασιών της Δυτικής Ευρώπης: Κατά τη γνώμη μας, υπήρξε κυρίως απότοκη των ίδιων των ιδιότυπων δομών της κρητικής κοινωνίας, μέχρι το 1669, μιας κοινωνίας που αποτύπωσε μοναδικά την ώσμωση των πολιτισμικών στοιχείων της «ανατολής» και της «δύσης». Η γλώσσα της κρητικής ποίησης και του κρητικού θεάτρου, γλώσσα λαϊκή, ελληνική, με ορισμένους (όχι πολλούς, αλλά χαρακτηριστικούς) ιταλισμούς (βενετισμούς, θα έλεγα καλύτερα), τα θέματα, τα μοτίβα και τα πρότυπα, όλα αυτά αποτυπώνουν έναν κόσμο που βρίσκεται στο μεταίχμιο των κόσμων, των χώρων και των κοινωνικών συστημάτων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Ερωτόκριτος: Ενα, κατά βάση, ιπποτικό μυθιστόρημα, που όμως διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, μεταφέροντας εκεί συμπεριφορές και συνήθειες του Μεσαίωνα. Σε αυτό το, κατ' επιφάνεια, αντιφατικό σχήμα, ενσωματώνονται πολιτικές επιθυμίες των Βενετοκρητικών του 17ου αιώνα: Ο Κρητικός Χαρίδημος στο κονταροχτύπημα κατατροπώνει τον «Καραμανίτη» Ασιάτη Σπιθόλιοντα, την ίδια εποχή κατά την οποία, στην πραγματική ζωή, Βενετοί και Τούρκοι αλληλοσκοτώνονταν κάτω από τα τείχη του Χάνδακα. Στο ίδιο σχήμα ενσωματώνονται και ευρύτερα κοινωνικά και ηθικά αιτήματα της Αναγέννησης: Η ταύτιση έρωτα και γάμου, που διεκδικεί το ζευγάρι Αρετούσας και Ερωτόκριτου, έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές πρακτικές.

Πριν κλείσω αυτό το κεφάλαιο, θα ήθελα να επισημάνω τούτο το, καθόλου ασήμαντο κατά τη γνώμη μου, γεγονός: Ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν γυμνός από μνήμες και παρελθόν. Στη διαδικασία της διαμόρφωσης ενιαίας συνείδησης των πληθυσμών του, αυτοί μπολιάστηκαν τόσο με τα πολλαπλά στοιχεία που έφεραν μαζί τους τα φύλα που εγκαταστάθηκαν, σε αυτόν, όσο και οι φορείς των κατά καιρούς διοικήσεών του. Ομως, δεδομένης αυτής ακριβώς της ισχυρής πολιτιστικής κληρονομιάς, τα στοιχεία αυτά ενσωματώθηκαν οργανικά σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νεοελληνικός πολιτισμός» και που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της συνείδησης του ελληνικού έθνους. Ηχοι (γλωσσικοί και μουσικοί), χρώματα, λέξεις, συμπεριφορές συγχωνεύτηκαν σε μια οργανική σύνθεση και αποτέλεσαν μια, εν πολλοίς, ενιαία αλλά πολύχρωμη κουλτούρα που κινείται ανάμεσα στο «Δυτικό» Ερωτόκριτο με το λαγούτο του (αλλά και τον επίσης «Δυτικό» Σολωμό, που αποτελεί μετεξέλιξή του) και στους ήχους της βυζαντινής μουσικής (και τις δικές της μετεξελίξεις που φτάνουν μέχρι τον αιώνα μας). Αυτή η πολυπλοκότητα του πολιτισμού μας αντανακλά και συνδέει οργανικά την «ανατολή» με τη «δύση» χλευάζοντας τη μονομέρεια όσων αναγνωρίζουν στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μόνο τη μια πλευρά του τραγουδιού μας, τη μια πλευρά της συμπεριφοράς μας, τη μια πλευρά της καρδιάς μας.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ