Στη «θέση 12» του κειμένου της ΚΕ σημειώνεται: «Με την ένταξη στην κοινοτική νομοθεσία της Σύμβασης του "Προυμ" (Σένγκεν ΙΙΙ) ενισχύεται η συνεργασία των κατασταλτικών μηχανισμών, θεσμοθετούνται κοινές επιχειρήσεις στο έδαφος των κρατών - μελών. Ενισχύεται η λειτουργία και ο ρόλος της Europol σε ρόλο θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Ενισχύεται επίσης ο Οργανισμός Φύλαξης Εξωτερικών Συνόρων (FRONTEX) με ένοπλες Ομάδες Ταχείας Επέμβασης». Ομως, τι ακριβώς προβλέπει η Συνθήκη του «Προυμ»;
Η Συνθήκη αυτή αρχικά υπογράφηκε από επτά χώρες (Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Αυστρία). Στη συνέχεια προσχώρησαν Ιταλία, Πορτογαλία και Σλοβενία. Ακολούθως ενσωματώθηκε στο λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο, στο Δίκαιο της Ενωσης. Η Σύμβαση προβλέπει:
-- Ευρεία ανταλλαγή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Τα δεδομένα αφορούν το DNA, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων «υπόπτων» ατόμων. Ενα άλλο σοβαρό σημείο, είναι το εύρος των αστυνομικών αρχών που θα έχουν on line πρόσβαση στα αρχεία αυτά. Στην ουσία, οποιαδήποτε αρχή επιβολής του νόμου μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία. Πρόκειται κυριολεκτικά για φακέλωμα και ανταλλαγή χωρίς όρια, φραγμούς και ουδεμία δικαστική προστασία άρσης απορρήτου.
-- Ανεξέλεγκτη δράση ένοπλων αστυνομικών και πρακτόρων κρατών μελών ή μηχανισμών της ΕΕ (π.χ. Γιούροπολ, ΦΡΟΝΤΕΞ) στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, με πλήρη δικαιώματα έρευνας και σύλληψης ακόμη και χωρίς να ενημερωθούν οι αρχές της χώρας αυτής. Ενοπλη φρούρηση (ακόμη και από ιδιωτική αστυνομία) πτήσεων, με απλή ειδοποίηση της χώρας προορισμού της πτήσης.
-- Προληπτικό φακέλωμα (με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα) και ενδεχόμενη προληπτική απαγόρευση συμμετοχής σε διεθνείς συγκεντρώσεις (διαδηλώσεις ή ποδοσφαιρικούς αγώνες). Αλλωστε υπάρχει εγχειρίδιο συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών αρχών των κρατών μελών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και της βίας σε διεθνείς συγκεντρώσεις.
Εξάλλου, άρθρο της συνθήκης προβλέπει διασταύρωση και ανταλλαγή δεδομένων για «άλλες πράξεις» που να δικαιολογούν την υποψία ότι θα υπάρξουν παραβάσεις του νόμου. Οταν συζητούσαν - Φλεβάρη 2007 - στην ελληνική Βουλή την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προσχωρήσει «χωρίς επιφυλάξεις» στη Συνθήκη, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης απέφυγε να απαντήσει στο πώς ορίζονται αυτές οι «άλλες πράξεις» και το αν θα αφορούν την πολιτική ή τη συνδικαλιστική δράση.
Εγκαιρα το ΚΚΕ (π.χ. ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του Κόμματος στις 16 Φλεβάρη 2007) είχε προειδοποιήσει ότι όλα όσα προβλέπει η Συνθήκη αυτή στην εφαρμογή της, «σημαίνουν παραπέρα ποινικοποίηση της πολιτικής και συνδικαλιστικής δραστηριότητας, ένταση της προληπτικής καταστολής κατά των λαϊκών κινημάτων, ισχυροποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών της ΕΕ, αλλά και του κάθε κράτους χωριστά». Τόσο η ελληνική κυβέρνηση που τη συνυπέγραψε, όσο και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις του ευρωμονόδρομου (που είτε εξωραΐζουν την ΕΕ είτε διαφοροποιούνται σε ορισμένα επιμέρους της), είναι συνένοχες απέναντι στον ελληνικό λαό και το εργατικό κίνημα. Συνένοχες σε αντιδραστικές επιλογές πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Το ΚΚΕ καλεί τον ελληνικό λαό να καταδικάσει και να αντιπαλέψει συνολικά την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων. Να δυναμώσει την πάλη του ενάντια στην κλιμάκωση των αυταρχικών μέτρων. Αλλωστε, αποδεικνύεται ότι η ανυπακοή στην ΕΕ, στο κεφάλαιο και στις δυνάμεις που το υπηρετούν είναι μονόδρομος για την προάσπιση ακόμη και των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.