Παρασκευή 21 Νοέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ ΣΥΖΗΤΑΜΕ
ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ
Κύριο μέτωπο δράσης η κοινωνική συμμαχία ώστε να πυροδοτηθούν διεργασίες σε ριζοσπαστική κατεύθυνση

Η ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε σύσκεψη παρουσίασης των Θέσεων της ΚΕ για το 18ο Συνέδριο, στο «ΝΟΒΟΤΕΛ»

Αθρόα ήταν η προσέλευση στη σύσκεψη φίλων και οπαδών του ΚΚΕ, που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης, σε αίθουσα του ξενοδοχείου «ΝΟΒΟΤΕΛ», για την παρουσίαση των Θέσεων της ΚΕ του Κόμματος για το 18ο Συνέδριό του, την οποία έκανε η ΓΓ της ΚΕ Αλέκα Παπαρήγα.

Εργαζόμενοι, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων, μαζικών φορέων, άνθρωποι των Τεχνών και των Γραμμάτων, έδωσαν το «παρών» και παρακολούθησαν με αμείωτο ενδιαφέρον την ομιλία. Αρκετοί εξ αυτών συμμετείχαν, στο πλαίσιο του διαθέσιμου χρόνου, στη συζήτηση που ακολούθησε.

Παραθέτουμε την ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα:

«Αγαπητοί φίλοι και φίλες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες

Σας διαβεβαιώνουμε ότι μας είναι απολύτως αναγκαίες και απαραίτητες οι σκέψεις και οι απόψεις, οι παρατηρήσεις σας στα δύο κείμενα των Θέσεων που έχουμε θέσει ήδη σε δημόσιο διάλογο από τις στήλες του "Ριζοσπάστη" και την "Κομμουνιστική Επιθεώρηση".

Τόσο στο κεφάλαιο των διεθνών εξελίξεων όσο και των εγχώριων αφιερώνουμε περισσότερο χώρο, συνειδητά, και σε βάρος μάλιστα άλλων σημαντικών θεμάτων, στις οικονομικές εξελίξεις, καθώς διαπιστώνονται διεργασίες, ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Προβάλλουν στο προσκήνιο νέες δυνάμεις που αμφισβητούν ή φιλοδοξούν να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αλλά και των άλλων δυνάμεων. Ο "πολυπολισμός", που τα άλλα κόμματα αναφέρουν ως θετική εξέλιξη, στις συγκεκριμένες συνθήκες, δε διασφαλίζει ούτε την ειρήνη, ούτε τη συμμετοχή περισσότερων λαών στην αναδιανομή της πίτας. Αντίθετα, εκτός των άλλων, συνεπάγεται ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους πολεμικών συρράξεων είτε με αναζωπύρωση παλαιών γνωστών εστιών ή με νέες. Σημειώνουμε, επίσης, ότι στις διεθνείς εξελίξεις προβλέπουμε (καθώς οι Θέσεις ολοκληρώθηκαν από την ΚΕ πριν ξεσπάσει η κρίση) ότι επέρχεται ύφεση και κρίση. Το ίδιο προβλέπουμε και για την Ελλάδα, ως υπαρκτό πρόβλημα που θα προέκυπτε ανεξαρτήτως των προβλημάτων που εμφανίστηκαν με επίκεντρο τις ΗΠΑ. Αναφερόμαστε στη σχέση της κρίσης με τις επενδύσεις στα Βαλκάνια, στη ΝΑ Ευρώπη.


Λόγω αυτών των εξελίξεων, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία το κάλεσμα που κάνει η ΚΕ στα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος, αλλά και ευρύτερα, ότι πρέπει το Κόμμα να βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων, να έχει ικανή πρόβλεψη και ετοιμότητα σε κάθε περίπτωση. Είτε εμφανιστούν μεγάλες δυνατότητες το κίνημα να ξετιναχτεί προς τα εμπρός, είτε στην περίπτωση που υπάρξει στασιμότητα ή πισωγύρισμα. Σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ έχει υποχρέωση να είναι σε θέση να πάρει και να προτείνει πρωτοβουλίες, να διασφαλίσει στην κατάλληλη στιγμή το κατάλληλο κάλεσμα, την κατάλληλη θέση.

Το δεύτερο κείμενο υλοποιεί δέσμευσή μας να συνεχίσουμε και να δώσουμε νέες απαντήσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, με αφετηρία το κείμενο των προβληματισμών που είχαμε δημοσιοποιήσει, ως απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ το 1995.

Ως ΚΚ, που από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής μας δηλώσαμε ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί προγραμματικό στόχο, είμαστε υποχρεωμένοι να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε τι συνέβη και σημειώθηκε μια κοσμοϊστορικής σημασίας υποχώρηση στο τέλος της 10ετίας του '80, που σημάδεψε και σημαδεύει αρνητικά, πολύπλευρα τους λαούς όλης της Γης.

Το ΚΚ είναι υποχρεωμένο να διδάσκεται και από τη θετική πείρα αλλά και από τα λάθη του, όσο και αν η διαδικασία αυτή είναι πικρή, στην πραγματικότητα όμως είναι λυτρωτική και δίνει νέα δύναμη στον αγώνα μας.

Ενας ακόμα λόγος μάς παρακινεί: Δεν υπάρχει αντιδραστικό μέτρο που πέρασε την τελευταία 20ετία, δεν υπάρχει αντιδραστική μεταρρύθμιση που να μην πρόβαλλε ως δικαιολογία την αποτυχία του σοσιαλισμού.

Πού βρισκόμαστε σήμερα μετά το 17ο Συνέδριο


Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Το ερώτημα που θέσαμε ως ΚΕ στον εαυτό μας ήταν αν στο τετράχρονο που μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο είχαμε πρόοδο, αν κάναμε βήματα προς τα εμπρός, πού βρισκόμαστε σήμερα, πού πρέπει να βάλουμε τον πήχη των απαιτήσεων για το επόμενο διάστημα.

Στο κεντρικό αυτό ζήτημα απαντάμε ότι το ΚΚΕ σήμερα έχει ωριμάσει, έχει ατσαλωθεί, έχει ξεπεράσει βασικές αδυναμίες που είχε εντοπίσει το 17ο, αναφορικά με την ικανότητά του να δρα με βάση τη στρατηγική του, να την εξειδικεύει κατά χώρο ή με βάση τις εξελίξεις.

Η πρόοδος αυτή περικλείει σημαντική δυναμική, δίνει προοπτική, στο βαθμό βεβαίως που κατοχυρωθεί και αναπτυχθεί ποιοτικά τα επόμενα χρόνια.

Αλλωστε, η μακρόχρονη Ιστορία του κινήματος έχει δείξει ότι, πριν οι αντικειμενικές συνθήκες συμβάλλουν στην επιτάχυνση διεργασιών, στο ξέσπασμα σημαντικών γεγονότων, προηγείται μια περίοδος όπου ο υποκειμενικός παράγοντας δουλεύει συστηματικά, προετοιμάζει το λαϊκό κίνημα, προετοιμάζεται και ο ίδιος, καλλιεργεί το έδαφος για να καρπίσει μόλις συντρέξουν λόγοι και προϋποθέσεις. Ανάλογη πρόοδο σημειώνεται στη δράση της ΚΝΕ που, εκτός των άλλων, τα τελευταία χρόνια έχει δώσει πολλά νέα και ελπιδοφόρα στελέχη στο Κόμμα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ανανέωση του στελεχικού δυναμικού.


Αν και η δράση μας στο εργατικό κίνημα βελτιώθηκε, όμως τα αποκρυσταλλώματα είναι κατώτερα των περιστάσεων.

Που σημαίνει ότι πρέπει να ανασκουμπωθούμε στο πιο σημαντικό και στο πιο σύνθετο μέτωπο πάλης από το οποίο εξαρτάται η κοινωνική και η πολιτική συμμαχία στην πορεία.

Οι Θέσεις της ΚΕ αναφέρονται, βεβαίως, σε ζητήματα πολιτικών εξελίξεων, στη σχετική αποδυνάμωση της δικομματικής εναλλαγής, αλλά και στα σχέδια της αστικής τάξης να τη διασώσει, προτιμώντας πάντα την εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων. Το τελευταίο διάστημα, εμφανίζεται η αντίστροφη τάση, κυρίως με την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που αφήνει περιθώρια για παράταση της δικομματικής εναλλαγής, με τη βοήθεια βεβαίως και του νέου εκλογικού νόμου.

Παρ' όλα αυτά, δεν αλλάζει το γεγονός ότι σε μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων παραμένει η εκτίμηση ότι ανάμεσα στα δυο κόμματα δεν υπάρχουν σοβαρές διαφορές, μια εκτίμηση που, ανεξάρτητα συγκυρίας, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ασκήσαμε κριτική σε αυτούς που πανηγύριζαν ότι αρχίζει νέα εποχή, ότι ο δικομματισμός πέθανε, και ότι τώρα μας χωρίζει μικρό διάστημα από κυβερνήσεις της αριστεράς. Τέτοιες απόψεις εκφράζουν υποτίμηση της δυνατότητας, η αστική τάξη και τα κόμματά της να βρίσκουν λύσεις για να στηρίξουν το σύστημα, με μονοκομματικές ή, αν δε γίνει αλλιώς, με κυβερνήσεις συνεργασίας, που τις βλέπουν ως διάλειμμα για αναβίωση της δικομματικής εναλλαγής. Αποδεικνύεται επίσης ότι επαγγέλλονται εντελώς επιδερμικές αλλαγές, δε στοχεύουν σε ανατροπή της κυρίαρχης στρατηγικής. Ισχύει και σήμερα ότι όσο η εναλλακτική πρόταση εξουσίας που συμφέρει το λαό δε φαίνεται ορατή ή φαντάζει ανέφικτη, η αστική τάξη θα μπορεί να κουμαντάρει τις εξελίξεις, όχι βεβαίως για πάντα, αλλά στα επόμενα χρόνια.

Γι' αυτό και το κύριο μέτωπο δράσης παραμένει σήμερα το κοινωνικό, η κοινωνική συμμαχία, ώστε να πυροδοτηθούν θετικές διεργασίες με την εμφάνιση νέων πολιτικών σχημάτων, που θα κινούνται σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η δράση κάτω, βεβαίως, πρέπει να συνδυάζεται με συστηματικές κεντρικές παρεμβάσεις του Κόμματος, των μορφών συσπείρωσης και συνεργασίας, απαιτεί πρωτοβουλίες κλπ.

Η οικονομική κρίση

Αν και ορισμένοι οικονομολόγοι - απολογητές της αστικής πολιτικής παραδέχονται ότι η οικονομική κρίση αφορά την πραγματική οικονομία, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, εν τούτοις, και στη χώρα μας και διεθνώς, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, όπως και οι δυνάμεις της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς, για ευνόητους λόγους προτιμούν να κάνουν λόγο για κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για τους άπληστους τραπεζίτες και τον καζινοκαπιταλισμό. Λες και είναι δυνατόν τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια των αμερικανικών τραπεζών να μπορούν να προκαλούν μια τέτοιας έκτασης οικονομική κρίση και μάλιστα συγχρονισμένη σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία, ενώ αρχίζει να φοβάται και η Κίνα.

Η άποψη αυτή επιχειρεί να αποσυνδέσει τον ιδιαίτερο ρόλο του τομέα της πίστης, τα φαινόμενα κερδοσκοπίας που αναπτύσσονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας του χρηματεμπορικού κεφαλαίου από τις νομοτέλειες, που διέπουν την καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή και τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται στον κύκλο της και ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Οι κερδοσκοπικές φούσκες, τα πιστωτικά δάνεια χωρίς περιορισμούς, οι δελεαστικές προσφορές πλαστικού χρήματος δείχνουν καταρχήν ένα πράγμα: Οτι το καπιταλιστικό σύστημα επιδιώκει, από τη μια μεριά να δώσει κάποια προσωρινή διέξοδο στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών μέσω των δανείων, με τρόπο που να πετυχαίνει να κερδοσκοπήσει, και από την άλλη να εξαρτήσει εκατομμύρια εργαζόμενους από τις τράπεζες και τα διάφορα συναφή ιδρύματα.

Στην ουσία, ανάγουν τον αντικειμενικό χαρακτήρα της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος στην πολιτική διαχείριση του συστήματος και μάλιστα αποκλειστικά σ' αυτήν που ασκούν τα φιλελεύθερα κόμματα. Με τη σειρά τους τα φιλελεύθερα κόμματα φορτώνουν τα προβλήματα στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση.

Ο αναβρασμός σήμερα είναι ακόμα πιο έντονος σε ορισμένα τμήματα των μεσοστρωμάτων, που νιώθουν ότι θα επιδεινωθεί απότομα και ανέλπιστα γι' αυτούς η θέση τους, αισθάνονται πλήρη ανασφάλεια, να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Πρόκειται για πολυάριθμα στρώματα στην ελληνική κοινωνία, ένα μέρος των οποίων εμείς το κατατάσσουμε στην κοινωνική συμμαχία του Μετώπου, ένα άλλο μπορεί να προσεγγίσει τη συμμαχία αύριο. Εντελώς δικαιολογημένο είναι το ερώτημα τι θα γίνει με την πρόταση για τη συγκρότηση του Μετώπου, μήπως σήμερα πρέπει να παρθούν πρωτοβουλίες για την επίσπευσή του.

Συμφωνούμε ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος, να μη σταθούμε παθητικοί, αναβλητικοί, άτολμοι. Επιτρέψτε μας να δώσουμε κάποια απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα, γιατί ακριβώς η σημασία τους είναι μεγάλη.

Πρώτο ζήτημα, ο συσχετισμός δύναμης στο κοινωνικό επίπεδο

Η μακρόχρονη πείρα του κινήματος, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, έχει δείξει ότι σε περίοδο απότομης χειροτέρευσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών, ακόμα και σε περίοδο απότομης διεύρυνσης της φτώχειας - υπάρχουν και οι δυο εκδοχές - το κίνημα να γίνει απότομα ρωμαλέο, οργανωμένο, δυνατό, να ξετιναχτεί προς τα εμπρός και να βάλει φραγμούς, να ανοίξει δρόμους, αλλά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να κάνει ένα βήμα πίσω, να βρεθεί ενσωματωμένο στο φόβο και τους εκβιασμούς των επιχειρηματιών, του κράτους, με το επιχείρημα ότι τώρα ακριβώς πρέπει να επιτευχθεί εργασιακή ειρήνη και κοινωνική συναίνεση. Εξαρτάται από το συσχετισμό δύναμης στο πολιτικό, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο, που συνήθως το δεύτερο δεν προσέχεται όσο πρέπει, με την έννοια ότι αποτελεί την αφετηρία για τη συγκρότηση του Μετώπου.

Το ΚΚΕ, όλα αυτά τα χρόνια, επέμενε ότι αποτελούσε ένα είδος λυδίας λίθου για την άνοδο του κινήματος, για τη ριζοσπαστική εναλλακτική κοινωνικοπολιτική συμμαχία, η σαφής εκτίμηση του χαρακτήρα και του στόχου που υπηρετούσαν οι αναδιαρθρώσεις, που εκπονήθηκαν από διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς και ιδρύματα και συγκεκριμενοποιήθηκαν από την ΕΕ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Εκφράζουν την εσωτερική ανάγκη συμφερόντων του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, που "συνειδητοποιούσε" ότι δεν μπορεί να πραγματοποιεί τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή, με τον ίδιο σχετικά άνετο και εύκολο τρόπο, που την πραγματοποιούσε τις προηγούμενες δεκαετίες. Χωρίς αυτήν την εξήγηση δεν είναι εύκολο να οργανωθεί αποτελεσματική αντίσταση και αντίδραση, να υπάρχει ετοιμότητα και διατύπωση εναλλακτικής πρότασης.

Ο χαρακτήρας των αναδιαρθρώσεων δεν είναι μια λεπτομέρεια. Είναι από εκείνα τα ζητήματα, που αργά ή γρήγορα κρίνουν αν το κίνημα θα έχει νίκες σήμερα, αν θα καταφέρει να μειώσει τις συνέπειες, αν θα ορθοποδήσει και θα αντεπιτεθεί ή θα οδηγηθεί σε μακροχρόνια στασιμότητα και ήττα για ένα διάστημα πολύ κρίσιμο όμως για το άμεσο μέλλον.

Δεύτερο ζήτημα, η στάση απέναντι στην κρίση

Υποβαθμίζουν το χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής ότι δηλαδή αυτή υποτάσσεται σε ένα νόμο, του κέρδους, την τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Την αναρχία, την ανισομετρία, τη δυσαναλογία, τη στρέβλωση. Ο ανταγωνισμός σήμερα είναι ακόμα πιο σκληρός καθώς στο προσκήνιο, όπως αναλυτικά αναφερόμαστε στις Θέσεις, δε βρίσκονται μόνο τα γνωστά 3 ιμπεριαλιστικά κέντρα οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Ιαπωνία, αλλά και ανερχόμενες δυνάμεις που διεκδικούν όχι μόνο μια θέση στον ήλιο, αλλά φιλοδοξούν να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, οι οποίες ήδη έχουν χάσει μερίδια, και ίσως βρεθούν σε μεγαλύτερη πτωτική πορεία λόγω της βαθιάς κρίσης που περνάνε.

Συζητούν πάνω στο παραπλανητικό δίλημμα, πού πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες, στην ενίσχυση των επενδύσεων άμεσα ή στην ενίσχυση των τραπεζών, με στόχο να βοηθηθούν οι καταθέτες και δανειολήπτες και οι μικρομεσαίοι.

Οταν γίνεται λόγος για μικρομεσαίους, στην πραγματικότητα εννοούν τους ισχυρούς επιχειρηματίες, ή κάποιους από αυτούς που έχουν δανειστεί και έχουν φρακάρει και όχι τις χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό ή με 1-2, 3 εργαζόμενους και με μικρό τζίρο.

Οι οπαδοί της άποψης της υποκατανάλωσης ως αιτίας της κρίσης επενδύουν πολιτικά στις λαϊκές μάζες, με προτάσεις και ξανά προτάσεις για τη βοήθεια στους φτωχούς, στους χαμηλόμισθους, για μείωση επιτοκίων που θεωρείται πανάκεια, για επιδόματα, για την απόκρουση της αύξησης της ανεργίας με διεύρυνση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, με κίνητρα στην εργοδοσία. Ομως, τα μέτρα που προτείνουν για τη στήριξη της ζήτησης είναι ψίχουλα, είναι ουσιαστικά ένα τίποτε.

Η κρατική πίστωση, όπως τη βλέπουν η ΝΔ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης δε θίγει καθόλου το μονοπωλιακό κέρδος. Ετσι, οι μεγάλοι επιχειρηματίες μπορούν να καθίσουν αναπαυτικά και να περιμένουν να δουν, αν η ώθηση της ζήτησης θα πέσει στα χέρια τους.

Υποστηρίζοντας τα παραπάνω εξηγούμαστε ότι δε σημαίνει ότι δεν έχει αξία η πάλη για αύξηση των αμοιβών, απλά είμαστε αντίθετοι στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα με τρόπο που αποπροσανατολίζει και στηρίζεται σε επιστημονικά αβάσιμες υποσχέσεις. Τα συνδικάτα έχουν την αποστολή να αντιτάξουν αντίσταση στη μόνιμη πίεση του κεφαλαίου, για μείωση της αξίας του εμπορεύματος "εργατική δύναμη" μέχρι τα κατώτατα όρια διαβίωσης και στην προσπάθειά του για διεύρυνση του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού και, με τη βοήθειά του, πάλι για μείωση των αμοιβών. Να επιβάλλουν βαθμιαία αισθητές πραγματικές βελτιώσεις των αμοιβών. Οπως επίσης έχει νόημα να διεκδικούνται έργα κοινωνικής σημασίας, υποδομής, λαϊκής στέγης, και άλλα που δημιουργούν και θέσεις απασχόλησης. Οπως φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις, κατάργηση φόρων για τα λαϊκά στρώματα, για τα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης.

Δεν μπορούμε όμως να τους εξαπατήσουμε ότι η ανεργία μπορεί να μειωθεί αισθητά ή ακόμη και να εξαλειφθεί, ή ότι μπορεί να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο.

Τρίτο ζήτημα, η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση

Κάνουν μεγάλη ζημιά όλοι εκείνοι που, στο όνομα της αντιπολίτευσης στη ΝΔ, εμφανίζουν την ΕΕ σαν ουδέτερο πεδίο πάλης, υιοθετούν την απατηλή διέξοδο του μετασχηματισμού της ΕΕ σε "δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη" μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, συγκαλύπτοντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ευρωενωσιακής συγκρότησης.

Μόνο ζημιά και αποπροσανατολισμό στο κίνημα κάνουν οι προτάσεις περί της τροποποίησης ή της κατάργησης του Συμφώνου Σταθερότητας και υιοθέτησης νέων κριτηρίων σύγκλισης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης ως απάντηση στην κρίση.

Με το Σύμφωνο Σταθερότητας, ο κοινοτικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να διασφαλίσει την υλοποίηση της κοινής νομισματικής πολιτικής και τη θωράκιση του ευρώ, σα μέσου συγκόλλησης ανισόμετρων οικονομιών των κρατών - μελών.

Το ίδιο ισχύει και για το αίτημα του "δημοκρατικού ελέγχου" της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ώστε να αποτελέσει τάχα νέο σκοπό της η μείωση της ανεργίας, σαν πλήρης διάρρηξη της σχέσης οικονομίας - πολιτικής.

Ο μεγαλύτερος πολιτικός έλεγχος της ΕΚΤ το μόνο που μπορεί να μεταβάλει είναι την καλύτερη αποτύπωση του συσχετισμού, ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, δεν μπορούν να υπάρξουν κρατικές και διακρατικές ρυθμίσεις που αντιστρατεύονται τα στρατηγικά συμφέροντα της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Τι να κάνουμε

Από τη μια πλευρά, προβάλλουμε ένα συνεκτικό πλαίσιο διεκδικήσεων που αφορά στην απόκρουση των νέων επιθετικών μέτρων, αλλά και βελτιώνουν τη ζωή των εργατοϋπαλλήλων, των αυτοαπασχολουμένων, των μικροπαραγωγών και, από την άλλη, ζυμώνουμε στη δράση την εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Για λόγους συντομίας δε θα αναφέρω το σύνολο των αιτημάτων που προτείνουμε και παλεύουμε σήμερα. Θέλω, κυρίως, να σταθώ στη λογική τους και όχι στην παράθεση ενός καταλόγου.

Σήμερα, περισσότερο από χτες και προχτές, οι προτάσεις, δηλαδή οι στόχοι πάλης, δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται εκλεκτικά σε ένα ή δύο μέτρα, ή στη λογική του μίνιμουμ, γιατί ακόμα και αν υπάρξει μίνιμουμ αυτό θα είναι πολύ προχωρημένο, και κυρίως πρέπει να έχει στρατηγικό χαρακτήρα και όχι εκλεκτικό, αποσπασματικό.

Επιτρέψτε μου να φέρω ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.

-- Διεκδικούμε μείωση των επιτοκίων, διευκόλυνση των εργαζομένων που έχουν υπερχρεωθεί έως και απαλλαγή τους από τα δάνεια με κρατική χρηματοδότηση προς τις τράπεζες. Αλλά η συνολική πορεία, που θα σημαδευτεί με απολύσεις και επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, επιβάλλει και προβολή διεκδικήσεων για εξασφάλιση δουλειάς και αύξηση μισθών γενναία, αλλά και πολιτική λαϊκής στέγης, ειδική πολιτική για τα νέα ζευγάρια, πράγμα που συνεπάγεται δημόσιες επενδύσεις και αλλαγή προσανατολισμού του Δ ΚΠΣ. Για να λειτουργήσουν αυτά θετικά, απαιτούνται αντιμονοπωλιακά μέτρα που πλήττουν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και απειθαρχία στην ΕΕ, που καθορίζει πού και πώς θα διατεθούν τα κοινοτικά ποσά.

-- Οταν διεκδικούμε αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις για τους εργατοϋπαλλήλους, γενικά για τη μισθωτή εργασία, δικαιολογημένα προκύπτει το ερώτημα μικρών επιχειρηματιών πώς θα αντεπεξέλθουν αυτοί με τον περιορισμένο τζίρο που έχουν και τον σκληρό ανταγωνισμό που υφίστανται από την παρουσία των μονοπωλίων στο χώρο του εμπορίου, αλλά και της βιοτεχνικής παραγωγής. Δεν αντέχουν να δώσουν π.χ. 1.400 ευρώ κατώτατο μισθό μεικτό βασικό. Ομως, από την άλλη, αν δε βελτιωθεί το επίπεδο των μισθών δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί και η αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων. Από την άλλη, ακόμα κι αν οι εργαζόμενοι καταφέρουν να ανεβάσουν την αγοραστική τους ικανότητα, πάλι το μεγαλύτερο μέρος τους θα κατευθυνθεί στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις για ευεξήγητους λόγους.

-- Οταν διεκδικούμε εγγυημένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα, σε συνδυασμό με μείωση του κόστους στα λιπάσματα και στα καλλιεργητικά εφόδια, όταν αρνούμαστε τη μεταφορά κονδυλίων από τον πρώτο πυλώνα στο δεύτερο σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών, τότε έρχεται το επιχείρημα ότι αυτό δεν το επιτρέπει η ΕΕ.

Δεν μπορεί να υπάρξουν ξεχωριστά και ειδικά μέτρα κατά κλάδο εργατοϋπαλλήλων, κατά τομέα οικονομίας, κατά ομάδα ή κοινωνικό στρώμα αν η λογική τους δεν εδράζεται σε γενική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, αν δε συνδυάζονται με μέτρα που πλήττουν το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αν δεν υπάρχει έστω και λογική απειθαρχίας στην ΕΕ.

Επομένως, οι αποσπασματικές τάχα φιλοκοινωνικές και αριστερές προτάσεις έχουν προφίλ και όχι ουσία.

Τελικά, δεν υπάρχει διέξοδος δίχως υιοθέτηση, από όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του λαού, της εναλλακτικής αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής πάλης, της αντιπαράθεσης προς τους πολιτικούς της φορείς και πριν από όλα με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Λύσεις που αποσυνδέουν την πολιτική από την οικονομία δεν υπάρχουν. Πίσω από αυτή τη γραμμή υπάρχει η ήττα, η ενσωμάτωση. Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει το κίνημα, να έχει αποτελέσματα δίχως αντιπάλεμα με τον κούφιο αριστερό λόγο, που δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι αντιπροσώπευε ο χώρος της αριστεράς που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και σε συνθήκες παρανομίας του ΚΚΕ.

Για το Μέτωπο

Η συγκρότησή του δε θα είναι προϊόν μιας πράξης από τα πάνω ή παράλληλης πράξης από τα πάνω και από τα κάτω. Αυτό σε κάποια στιγμή θα γίνει, ως αποτέλεσμα όμως μιας ολόκληρης διαδικασίας στο κοινωνικό επίπεδο αρχικά και στη συνέχεια και στα δύο μαζί, κοινωνικό και πολιτικό. Η διαδικασία συγκρότησης του Μετώπου δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που σχηματίζονται άλλες συμμαχίες που ενδιαφέρονται απλά για ανακατανομή δυνάμεων και όχι αλλαγή στρατηγικής, αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας. Το Μέτωπο, αυτή είναι η πρωτοτυπία του, είναι και κοινωνικό και πολιτικό. Οσο στο κοινωνικό επίπεδο η εναλλακτική λύση δεν κερδίζει πολύ πλατύ έδαφος δε θα έχουμε και πολιτικές ανακατατάξεις προς όφελος του Μετώπου, και μάλιστα στέρεες, με ουσία και προοπτική.

Οι Θέσεις επιμένουν να δοθεί ιδιαίτερο βάρος και πιο συνεπής προσοχή στην ενίσχυση των φύτρων του Μετώπου που υπάρχουν. Να ενισχυθούν οι υπάρχουσες συσπειρώσεις των κοινωνικών δυνάμεων και να δοθεί έμφαση στο κοινωνικό κίνημα, στην ανασύνταξή του. Να δοθεί έμφαση στην πιο πλατιά διάδοση των θέσεων για το Μέτωπο και την εναλλακτική λύση εξουσίας, στην αποδυνάμωση της δικομματικής εναλλαγής και των εναλλακτικών σεναρίων της αστικής τάξης, στην ενίσχυση του ΚΚΕ και της κοινής δράσης του με εκείνους που θέλουν, ανεξάρτητα αν συμφωνούν σε όλα μαζί μας.

Δεδομένη η υπεράσπιση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες

H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες.

Ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Είναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός. Ανώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή και την κατανομή. Ισχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής: "Παραγωγή για τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών".

Μεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για ατομική κατανάλωση κατανέμεται με βάση την εργασία και όχι με βάση τις ανάγκες, σύμφωνα με την αρχή "στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ενώ ο καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του".

Στο σοσιαλισμό παραμένουν ακόμα κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στους εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες σταδιακά, σχεδιασμένα πρέπει να εξαλείφονται.

Για την επέκταση, ανάπτυξη και πλήρη κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης - σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα, σε σχέση με τον καπιταλισμό - και την πρώτη περίοδο της επαναστατικής εξουσίας, όπου καταργούνται οι καπιταλιστικές σχέσεις.

Στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της πορείας της και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό, ως ήττα της πάλης για την πλήρη ανάπτυξη των νέων κομμουνιστικών σχέσεων έναντι όλων των φύτρων των παλιών σχέσεων. Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοίχισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιτυγχάνει αρχικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί την παραπέρα "επαναστατικοποίηση" των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων.

Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης

H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση.

Στην περίοδο 1917 - 1940, η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Παρά τα λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός) που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

Μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίστηκε και οξύνθηκε η συζήτηση για την οικονομία. Αναπτύχθηκε διαπάλη για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ' ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Μια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων. H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Τον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, τη μετατροπή της συνεταιριστικής σχέσης ιδιοκτησίας (κοντά στην οποία επιβίωνε και η ατομική εμπορευματική) σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών οργανισμών (επιχειρήσεων).

Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Με την προώθηση της "αγοραίας" πολιτικής, αντί να ενισχύεται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με τη διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), ο εργατικός έλεγχος και η συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας να εξελίσσεται σε κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση, με την αντίστοιχη βέβαια επίδραση και στο επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν αξιοποιήθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.

Σταδιακά, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της "σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής" ή "του σοσιαλισμού με αγορά", η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της αναπτυγμένης σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.

H πολιτική αποδυνάμωσης του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Αντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ, όταν πλέον είχε αρκετά αναπτυχθεί η παραγωγή τους και αναλογούσαν περίπου 10 τρακτέρ ανά κολχόζ. Αναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα.

Το 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την ΕΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Οργανα Περιφερειακής Διοίκησης "Σοβναρχόζ". Ετσι, αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού.

Αυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά, αντίθετα, έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.

Η κατεύθυνση που επικράτησε κρίνεται και εκ του αποτελέσματος

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας.

Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: H μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος, η δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Κρατικής Τράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Ετσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.

Ανάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως "μεταρρύθμιση Κοσίγκιν", ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία ("σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων" με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Ισχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του κεντρικού σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ - 1957).

Σύμφωνα με το Νέο Σύστημα οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν, όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής, αλλά με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Ενα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Ετσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Βάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα.

Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με "καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις", καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κλπ.

Με τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον κεντρικό σχεδιασμό, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Δημιουργήθηκε η δυνατότητα παραβίασης της κατανομής "ανάλογα με την εργασία".

H επιλογή ανατροπής των αναλογιών όχι μόνο δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ. περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων), αλλά απομάκρυνε τον κεντρικό σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του (άνοδος της κοινωνικής ευημερίας). Οξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί "οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς" (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο - '89) υπέρ της θέσης για "οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς" και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την "οικονομία της ελεύθερης αγοράς".

H κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνο από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Μετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Εμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Εμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην "αγορά", επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.

H όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε. Οδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με έντονη διαφοροποίηση του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, μεταξύ αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε, στην πορεία, το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και να επικρατήσει τελικά η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα».

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Για τις οικονομικές σχέσεις στο σοσιαλισμό(2012-11-11 00:00:00.0)
Το όνομά του συνδέθηκε με τις λαμπρές σελίδες, αλλά και τις δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης(2009-12-20 00:00:00.0)
ΤΣΙΑΠΛΕΣ ΤΑΣΟΣ(2009-02-24 00:00:00.0)
Δυο σκέψεις για το δεύτερο θέμα(2009-01-13 00:00:00.0)
Αποφάσεις και αποκρυσταλλώματα(2008-12-09 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ(1995-04-09 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ