Καλοκαιράκι, φορτωμένο ντροπές.
Καλοκαιράκι, με πνίγεις!.. Η δημοκρατίας (τους) των πολυεθνικών, της διαφθοράς και της ασυδοσίας. Η δημοκρατία (τους) της ανεργίας και της λιτότητας. Ο Μιλόσεβιτς χαλάει τη σούπα. Ο σερβικός λαός χαλάει τη σούπα. Οι Σέρβοι Κοσσοβάροι που σφάζονται, ο ελληνικός λαός που συμπαρίσταται και παρακαλά σαν ελεύθερος πολιορκημένος του Μεσολογγίου ν' αντισταθούν και ν' αντέξουν.
Καλοκαιράκι με διοξίνες και δηλητήρια, καλοκαιράκι με πιπερόριζα, μαντζουράνα και βασιλικό. Καλοκαιράκι με πνίγεις!... Στο φανάρι σφουγγίζει τον ιδρώτα του προσώπου, μ' ένα χαρτομάντιλο, διψασμένος ο λουλουδάς. Οι μηχανές στο φουλ αναμμένες. Τα μπάνια του λαού. Ο άνεμος ούριος, η νίκη πύρρειος. Εμείς δίνουμε τη δική μας εξήγηση. Μη χαμογελάσεις άλλο, δικέ μου, στον φακό και με πιάνει σύγκρυο. Τα δόντια σου μαυρίζουν και οι ουλές σου μεγαλώνουν και κινούνται σαν μικρά καβούρια που εισχωρούν στο βάθος της σκέψης μας και του κορμιού.
Καλοκαιράκι με τις πονηριές σου. Καλοκαιράκι με τις ξεγνοιασιές σου. Καλοκαιράκι με τα φρούτα και τις χωματερές. Καλοκαιράκι με τους ύπουλούς σου εχθρούς, με τη μικρή οθόνη στη διαπασών. Ο φόνος, η ληστεία, το δυστύχημα, η απάτη, η φρίκη, ο θάνατος, η πρώτη σου είδηση.
Καλοκαιράκι, με πνίγεις!... Ο ήλιος που σε ψήνει. Κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. Ο μεταλλικός κουρνιαχτός του κομπρεσέρ, σου καρφώνεται σαν λεπίδι στο μηνίγγι.
Καλοκαιράκι μου πικρό, τι μου θυμίζεις; Τη μάνα ν' απλώνει την καρπέτα πλάι στο κύμα και στο ταψί μοιρασμένο - ανάμεσα σε κομμάτια πάγου - το καρπούζι στα οχτώ.
Κι εμείς να περιμένουμε με το στόμα ανοιχτό την αγουρίδα να ωριμάσει.
Καλοκαιράκι μου όμορφο... Καλοκαιράκι, ευλογημένο, μη φεύγεις!...
Βασίλης Λιόγκαρης