Τρίτη 30 Σεπτέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το τέλος της προσωρινής κυβέρνησης

26ο ΜΕΡΟΣ

Σταθήκαμε για λίγο στο παράθυρο, κοιτάζοντας την πλατεία των ανακτόρων, όπου συντάσσονταν τρεις λόχοι ευελπίδων με γκρίζες μακριές χλαίνες. Τους διοικούσε ένας ψηλός, που φαινόταν πολύ ενεργητικός και που δεν ήταν άλλος από το γενικό στρατιωτικό κομισάριο της προσωρινής κυβέρνησης, τον Στανκέβιτς. Μέσα σε λίγα λεπτά δύο απ' αυτούς τους τρεις λόχους, μ' ένα κοφτό χτύπο έκαναν επ' ώμου, και οι κυματιστές γραμμές τους, με σταθερό βήμα διέσχισαν την πλατεία, πέρασαν κάτω από την κόκκινη αψίδα (1) και χάθηκαν, τραβώντας προς την κατεύθυνση της σιωπηλής πόλης.

"Πάνε να καταλάβουν το τηλεφωνικό κέντρο!", είπε κάποια φωνή. Δίπλα μας στέκονταν τρεις ευέλπιδες. Αρχίσαμε τη συζήτηση μαζί τους. Μας είπαν πως ήταν πριν στρατιώτες κι είπαν τα ονόματά τους. Ρόμπερτ Ολεφ, Αλεξέι Βασιλένκο και ο Εσθονός Ερνι Σακς. Τώρα δεν ήθελαν πια να 'ναι αξιωματικοί, γιατί το σώμα των αξιωματικών δεν ήταν καθόλου δημοφιλές. Κατά τα φαινόμενα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ηταν ολοφάνερο πως δεν ήταν στα καλά τους.

Γρήγορα, όμως, άρχισαν να καυχιούνται: "Να κινηθούν μονάχα οι μπολσεβίκοι και θα τους δείξουμε πώς πολεμούν! Δεν τολμούν να μας επιτεθούν, είναι όλοι τους δειλοί... Ομως κι αν μας συντρίψουν, τι να γίνει, ο καθένας θ' αφήσει την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του...".

Εκείνη τη στιγμή, κάπου εκεί κοντά, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Ολοι, όσοι ήταν στην πλατεία, σκόρπισαν άταχτα. Πολλοί έπεσαν στη γη μπρούμυτα. Οι αμαξάδες, που βρίσκονταν στις γωνίες, σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εγινε φοβερή ταραχή. Οι στρατιώτες έτρεχαν πίσω - μπρος, άρπαζαν τα όπλα και φώναζαν: "Ερχονται, Ερχονται!". Μα μέσα σε λίγα λεπτά όλα ηρέμησαν. Οι αμαξάδες γύρισαν στις θέσεις τους, οι άνθρωποι που είχαν ξαπλώσει καταγής σηκώθηκαν ορθοί. Κάτω από την κόκκινη αψίδα πρόβαλαν ευέλπιδες. Πήγαιναν χωρίς βήμα και έναν απ' αυτούς τον κρατούσαν από τις μασχάλες δύο σύντροφοί του.

Ηταν πια πολύ αργά, όταν φύγαμε από τ' ανάκτορα. Από την πλατεία τραβήχτηκαν όλοι οι σκοποί. Το τεράστιο ημικύκλιο των κρατικών κτιρίων φαινόταν έρημο. Μπήκαμε να φάμε στο "Hotel de France". Μόλις είχαμε αρχίσει τη σούπα, ήρθε τρέχοντας κοντά μας ένα κατάχλομο γκαρσόνι και μας παρακάλεσε να περάσουμε στη μεγάλη αίθουσα που τα παράθυρά της βλέπαν προς την αυλή: στο καφέ μπαρ, που έβλεπε προς το δρόμο, έπρεπε να σβήσουν τα φώτα: "Θ' αρχίσει τουφεκίδι!", είπε.

Βγήκαμε και πάλι στη λεωφόρο Μορσκάγια. Είχε πια εντελώς σκοτεινιάσει και μόνο στη γωνιά της λεωφόρου τρεμόσβηνε ένα φανάρι του δρόμου. Κάτω απ' αυτό στεκόταν ένα μεγάλο θωρακισμένο αυτοκίνητο. Η μηχανή του δούλευε και πετούσε τούφες καπνού. Δίπλα του στεκόταν κάποιος μικρός και περιεργαζόταν την κάννη του πολυβόλου. Τριγύρω στριμώχνονταν στρατιώτες και ναύτες. Φαίνεται κάτι περίμεναν. Πήγαμε προς την αψίδα του γενικού επιτελείου. Μια ομαδούλα από στρατιώτες κοίταζαν τα ολόφωτα Χειμερινά Ανάκτορα και συζητούσαν δυνατά:

"Οχι, σύντροφοι", έλεγε ένας απ' αυτούς. "Πώς μπορούμε να πυροβολήσουμε ενάντιά τους. Αφού εκεί είναι το γυναικείο τάγμα! Θα πουν πως σκοτώνουμε τις Ρωσίδες...".

Οταν βγήκαμε στη λεωφόρο Νέβσκι, από τη γωνιά πρόβαλε ακόμα ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Από τους πυργίσκους του φάνηκε το κεφάλι κάποιου ανθρώπου.

"Εμπρός!" φώναξε. "Περνούμε στην επίθεση".

Πλησίασε ο σοφέρ του άλλου θωρακισμένου και φώναξε, σκεπάζοντας τον κρότο των μηχανών:

"Η επιτροπή διέταξε να περιμένουμε. Πίσω από τους σωρούς των ξύλων έχουν καλυμμένο το πυροβολικό!...".

Εδώ τα τραμ δεν κινούνταν. Οι περαστικοί ήταν σπάνιοι και δεν υπήρχαν καθόλου φώτα. Περνώντας όμως μερικά σπίτια, μπορούσε να δει κανείς πάλι τραμ, μάζες ανθρώπων, πολύφωτες βιτρίνες και τις ηλεκτρικές ταμπέλες των κινηματογράφων. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Είχαμε εισιτήρια για το θέατρο "Μαρένσκι", για το μπαλέτο (όλα τα θέατρα ήταν ανοιχτά). Ομως οι δρόμοι παρουσίαζαν αρκετό ενδιαφέρον.

Μέσα στο σκοτάδι πέσαμε πάνω στους σωρούς των ξύλων που έφραζαν τη γέφυρα της Αστυνομίας και στο μέγαρο Στρογκάνοφσκι είδαμε μερικούς στρατιώτες να τοποθετούν ένα πυροβόλο των τριών δακτύλων. Αλλοι στρατιώτες, ντυμένοι με στολές διαφόρων μονάδων, γύριζαν άσκοπα εδώ κι εκεί, κάνοντας μεταξύ τους ατέλειωτες συζητήσεις.

Στη λεωφόρο Νέβσκι είχε ξεχυθεί όλη η πόλη. Σε κάθε γωνία στέκονταν τεράστια πλήθη που περικύκλωναν τους μανιώδεις συζητητές. Ομάδες από δώδεκα στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη, περιπολούσαν στα σταυροδρόμια κι οι κοκκινοπρόσωποι γέροντες, με τις πλούσιες γούνες τους έδειχναν τις γροθιές, ενώ κομψοντυμένες γυναίκες τους έλουζαν με βρισιές. Οι στρατιώτες απαντούσαν πολύ ανόρεχτα και χαμογελούσαν ταραγμένα. Στο δρόμο πηγαινοέρχονταν θωρακισμένα αυτοκίνητα, στα οποία ακόμα διακρίνονταν οι παλιές ονομασίες: "Ολέγκ", "Ριούρικ", "Σβιατοσλάβ", όλα ονόματα παλιών Ρώσων πριγκίπων. Ομως πάνω από τις παλιές επιγραφές κοκκίνιζαν ήδη τα μεγάλα γράμματα "ΣΔΕΚΡ" ("Σοσιαλδημοκρατικό - Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας"). Στη λεωφόρο Μιχαϊλόβσκι φάνηκε ένας εφημεριδοπώλης. Το πλήθος ρίχτηκε απάνω του, δίνοντας από ένα ρούβλι, από 5, από 10 ρούβλια για κάθε εφημερίδα, αρπάζοντας ο ένας απ' τον άλλο τις εφημερίδες. Ηταν η εφημερίδα "Στρατιώτης και Εργάτης", που ανάγγελνε τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, την απελευθέρωση των συλληφθέντων μπολσεβίκων και καλούσε τις στρατιωτικές μονάδες του μετώπου και των μετόπισθεν να υποστηρίξουν την εξέγερση... το φλογερό αυτό φύλλο είχε μόνο τέσσερις σελίδες, τυπωμένες με μεγάλα γράμματα. Νέα δεν υπήρχαν καθόλου.

Στη γωνιά της Σαντόβαγια συγκεντρώθηκαν δύο χιλιάδες περίπου πολίτες. Το πλήθος κοίταζε στη στέγη ενός ψηλού σπιτιού, όπου πότε έσβηνε, πότε άναβε μια μικρή κόκκινη σπιθίτσα.

"Κοίτα", έλεγε ένας ψηλός αγρότης, δείχνοντας προς τη στέγη. "Εκεί είναι προβοκάτορας, τώρα θα πυροβολήσει στο λαό...". Οπως φαίνεται κανένας δεν ήθελε να πάει να μάθει τι συμβαίνει.

(1) Κάτω από την αψίδα του γενικού επιτελείου

ΑΥΡΙΟ ΤΟ 27ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ