Σάββατο 24 Δεκέμβρη 2005 - Κυριακή 25 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΣΤΟΠ στο Αντικομμουνιστικό μνημόνιο
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΓΙΟΡΤΙΝΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ

(για το ψωμί και το φούρνο)

ΑΝΑΖΗΤΑΜΕ τούτες τις γιορτινές μέρες βαθιά τα χαράματα τη μάνα να ξανάβει το φούρνο μας και με κάθε προσοχή να τον ετοιμάζει για να ρίξει το ζυμωμένο ψωμί που το 'χε ετοιμασμένο. Το μικρό χωριό, τα είκοσι κοντά σπίτια έδιναν, καθένα με το φούρνο που έμπαινε μπροστά και καθώς λαμπάδιαζε φώτιζε την αυλή, το σήμα τους πως υπάρχει ψωμί κι ετοιμάζεται το χριστόψωμο για το γιορτινό τραπέζι.

ΚΑΘΕ σπιτικό με τη δική του χαρά να 'χει τ' αλεύρι του και να έχει το δικό του ψωμί, διαφορετικά έπρεπε να το αγοράσει από ψωμοπουλιό και με το τεφτέρι στο χέρι και να χρεώνει καρβέλια στα καρβέλια. Εκείνο το τρομερό τεφτέρι με τα νούμερα του πιτυρούχου άρτου κρατούσε η μάνα μας και την αναστάτωνε όταν σκεφτόταν σε χρονιές φτώχειας την πληρωμή, πώς θα το ξοφλούσε. Εξι στόματα δούλευαν σα μυλόπετρες. Αλεθαν τα καρβέλια. Κι ανέβαζαν συνεχώς τα νούμερα στο τεφτέρι...

ΤΟ ΨΩΜΙ, το κρασί, το λάδι και το αλάτι είναι από τα χρόνια τα πανάρχαια αυτά που τροφοδοτούν αλλά και παρουσιάζονται πλούσια στον παροιμιακό λόγο. Βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει κι αλλάζουν από τότε, αλλά το ψωμί, παρ' όλα αυτά, όταν υπάρχει, δίνει χαρά και δίνει σιγουριά. Είναι στέρεο θεμέλι ζωής.

ΚΙ ΟΤΑΝ το καρβέλι λείπει τότε μπαίνουν στο σπιτικό στενοχώριες κι άλλα πολλά. Στήριγμα για τη ζωή μας τότε. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τη μεγάλη δοκιμασία, με την πείνα, που με μερικά μόλις δράμια τάχατες ψωμί, στην ουσία ξυλόχορτο, πολεμούσαμε να σταθούμε όρθιοι μέσα στη φοβερή εκείνη κατάσταση, που μας είχαν φέρει οι χιτλεροφασίστες καταχτητές. Η μεγάλη εκείνη δοκιμασία σου δίνει τη δυνατότητα, όταν το θυμάμαι, να το δεις στην πραγματική του διάσταση και να μην το προσπεράσεις, όπως γίνεται από μερικούς σήμερα.

ΑΠΟ τα μακρινά χρόνια γιορτινές του χωριού πρώτες θύμησες για το φούρνο και το δικό μας ψωμί, που με λαχτάρα το βλέπαμε παραμονή να 'ναι κιόλας νυχτιάτικα ψημένο, έτοιμο. Και μαζί του, δίπλα, μας καρτερούσαν ψημένα, ροδαλά τα κυδώνια. Το ψωμί σκορπούσε σ' όλο το σπίτι τ' άρωμά του. Το ένα σπίτι με του φρέσκου ψωμιού τη γλυκιά μυρουδιά συναπαντούσε τ' άλλο.

ΜΟΛΙΣ ανοίγαμε τα μάτια, ζεστό ζεστό, χιμούσαμε για δοκιμές. Κι απανωτές οι φέτες, πότε με φρέσκο λάδι, πότε με μπόλικο πετιμέζι (η ζάχαρη, πανάκριβη, ήταν τότε άφαντη) τέλειωναν στο φτερό το καρβέλι πριν στρωθεί ακόμη το γιορτινό τραπέζι. Δεν ξεχνώ τον ξωμάχο που κι αυτός, ξύπνιος από τα χαράματα, είχε βρει για ρολόι του το αεροπλάνο της γραμμής που περνούσε για την Ιταλία πάνω από το νησί.

ΑΥΤΟ το 'χε για ξυπνητήρι. Μια κούπα ζεστό κόκκινο κρασί, μια φέτα πυρωμένο ψωμί με λάδι, καμιά ελιά κι ήταν έτοιμος να πιάσουν τα χέρια του το αλέτρι.

ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ παροιμιακές φράσεις διδακτικές και παιδευτικές φανερώνουν τη στενή σχέση του ψωμιού με τον άνθρωπο. Ας δούμε μερικές απ' αυτές: Μια παροιμία μάς λέει: Ανθρωπος, που δεν πεινάσει, τι θα πει ψωμί δεν ξέρει. Μια άλλη προσθέτει: Δεν πιστεύει ο χορτασμένος το κακό του νηστικού. Κι ο λαός συμπληρώνει με τούτα τα λόγια και μας λέει: «Ο χορτάτος λέει ψωμί κι ο νηστικός ψωμάκι».

ΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ γύρευε να έχει, όσο μπορούσε, το δικό του ψωμί γι' αυτό παρόλο που με κάθε τρόπο έριχναν στη γη λίγο στάρι, δεν έφτανε για το ψωμί του χρόνου. Κι όταν η φαμελιά ήταν μεγάλη, όταν καθημερινά δουλεύουν ασταμάτητα 6 στόματα, τότε τα καρβέλια «εξαφανίζονται». Και τότε πέφταμε στο τεφτέρι του φούρναρη.

ΜΕΓΑΛΗ κι εξουθενωτική του ψωμιού η στέρηση στα κατοχικά χρόνια. Θυμάμαι με πόση ανυπομονησία και λαχτάρα ο γερο-Βλαχογιάννης καρτερούσε το 1942, τέτοιες γιορτινές μέρες, να του στείλει ο φίλος του τη χριστοκουλούρα. Μεγάλη, ομορφοπλασμένη, την κοίταζε και λες πως δε θα 'θελε να την κόψει τη φέτα κι ας τον θέριευε η πείνα. Σαν μικρού παιδιού χαρές που χαιρόταν κι αυτός από του Παρνασσού το ψωμί για το τραπέζι του με συντροφιά μόνο την ανύπαντρη αδελφή του.

ΘΥΜΗΣΗ πάντα αξέχαστη γιορτινή από εκείνον, που ανάστησε το Μακρυγιάννη και που μας θύμιζε στη σκλαβωμένη Αθήνα του 1942 το πολιορκημένο και πεινασμένο Μεσολόγγι του Σολωμού δυο ταιριαστούς στίχους:

Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ